28.9.11

Ασυμβιβαστος...



Πινω και γραφω,
γραφω και πινω...

Κοκκος σκονης στον ανεμο,
δεν οριζομαι,
δεν προσδιοριζομαι,
ψυχη ατοφια που δεν περνει προσμιξεις,
που δεν μπορει να σταθει πουθενα!

Ψυχη αχαλινωτη,
αδεσμευτη,
ανυπακουη,
ατιθαση,
αυτονομη...

Και πανω απ'ολα...

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗ!

Αυτος ειμαι εγω και σ'οποιον γουσταρω,
οι υπολοιποι...ξεπαρεου!

22.9.11

Σκορπιες σκεψεις...



Η αιωνια μαχη του ποιητη με τους δαιμονες του...

...

Ριζωμενος βαθια σ'εναν κοσμο που μοναχος τον ορισα!

...

Γραφω οτι γουσταρω γιατι ειμαι ο εαυτος μου!
Ναι,
καμαρωνω για μενα...

20.9.11

Οι καιροι αλλαξανε...





Οι καιροι αλλαξανε...

Οι εποχες τρεχουν κυνηγημενες απ'τον χρονο!

Ρολογια παντου...

Λεπτα,
δευτερολεπτα...

Καταδικασμενες ανασες,
κλειδωμενες στο χρονοντουλαπο της ιδιας μου της ζωης!

Αγκομαχω για να προλαβω...

Κι εγω,
πισω απ'τον βραχο της σιωπης,
να μετρω δακρυα στο κομποσκοινι της ψυχης μου...

17.9.11

Η υπερτατη ηδονη!




Στις σκοτεινες ρωγμες του χρονου σαπιζω νωχελικα...

Οι ωρες,
οι στιγμες,
περνουν απο πανω μου,
χαριζοντας στο κορμι μου αφθονες πληγες!

Πληγες σαν απο ξυραφια που χαραζουν γραμμες νοητες απο αιμα και σαρκα...

Καπου εκει κι εγω!

Μαζι μου κι ο παντοτινος μου συντροφος...

...Ο ΠΟΝΟΣ...

Η υπερτατη ηδονη!

15.9.11

Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή (Μέρος πρώτο)





Εκεί κατά τα τέλη τού φθινοπώρου τού 1902, ο Franz Xaver Kappus, σπουδαστής τής Στρατιωτικής Ακαδημίας τής Wiener Neustadt, καθόταν στο πάρκο τής σχολής και διάβαζε κάτω από τις γέρικες καστανιές. Απορροφημένος καθώς ήταν, δεν αντιλήφθηκε τον καθηγητή και ιερέα τής σχολής, Horaček, που τον πλησίασε, του πήρε το βιβλίο απ' τα χέρια, κοίταξε το εξώφυλλο, το ξεφύλλισε, διάβασε μερικούς στίχους και τελικά είπε: «Έτσι λοιπόν, ο εύελπις René Rilke έγινε ποιητής;»

Άρχισε τότε να αφηγείται στον Franz πως γνώριζε τον Rilke εδώ και δεκαπέντε χρόνια, από τότε που οι γονείς τού τελευταίου τον είχαν στείλει στο Στρατιωτικό Προπαιδευτήριο τού Sankt Pölten, προορίζοντάς τον για αξιωματικό. Ο Horaček ήταν τότε ιερέας εκείνου του σχολείου κι ακόμα θυμόταν τον παλιό μαθητή του. Ένα σιωπηλό, σοβαρό, χαρισματικό αγόρι που του άρεσε να μένει αποτραβηγμένο κι υπέμενε καρτερικά τον ζυγό τού οικοτροφείου. Μετά από τέσσερα χρόνια προβιβάστηκε στην Ανώτερη Σχολή τού Mährisch-Weisskirchen αλλά την εγκατέλειψε για λόγους υγείας κι επέστρεψε στην Πράγα.

Μετά απ' αυτό ο Franz Kappus, εικοσάχρονος εύελπις που κι ο ίδιος είχε βρεθεί ν' ακολουθεί μια καριέρα αντίθετη απ' τους πόθους και τα όνειρά του, αποφάσισε να στείλει τα ποιήματά του στον Rilke που ένιωθε πως ήταν σε θέση να τον καταλάβει περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλον. Τα ποιήματα τα συνόδεψε κι ένα γράμμα στο οποίο ο νεαρός Franz άνοιγε την καρδιά του όσο ποτέ πριν και ποτέ άλλοτε σε κανέναν άλλον.

Αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας αλληλογραφίας των δυο τους, που κράτησε ως τα 1908. Στη διάρκειά της δέκα γράμματα έστειλε ο Rilke στον άγνωστό του νέο, που κι αυτός σύντομα παράτησε το στρατιωτικό κι αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Τα δέκα αυτά γράμματα εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα 1929 με τον τίτλο Briefe an einen jungen Dichter και σ' αυτά ξεδιπλώνεται «μια σύντομη, αλλά ουσιαστική, εικόνα τής "Ποιητικής" τού Ρίλκε και, προπάντων, της καλλιτεχνικής "Ηθικής" του», όπως γράφει στο εισαγωγικό του σημείωμα τής ελληνικής έκδοσης ο Μάριος Πλωρίτης, που μετέφρασε το βιβλίο στη γλώσσα μας.

Από αυτό, λοιπόν, το βιβλίο, το κιτρινισμένο από την πολυκαιρία και την πολυχρησία, (Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ) παραθέτω σ' αυτήν και την επόμενη ανάρτησή μου για να μοιραστώ μαζί σας, εκείνα τα γράμματα που με άγγιξαν πιο πολύ και πιο καθοριστικά όταν τα πρωτοδιάβασα εκεί γύρω στα είκοσί μου χρόνια.



I

Παρίσι, 17 του Φλεβάρη 1903

Φίλε Κύριε,

Εδώ και λίγες μέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα... Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν' αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε —όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ' όσα μάς συμβαίνουν δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Και απ' όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα τής τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή.

Πρέπει, έπειτ' από τούτη την παρατήρηση, να προσθέσω ακόμα πως οι στίχοι σας δεν έχουν δική τους ατομική έκφραση, κι ωστόσο βρίσκω μέσα κει, δειλό κι αβλάστητο ακόμα, το έμβρυο μιας προσωπικότητας. Το 'νιωσα αυτό εντονότερα στο τελευταίο σας ποίημα: "Η ψυχή μου". Εκεί, κάτι Δικό σας γυρεύει να βρει έκφραση και μορφή. Και μέσ' απ' τ' όμορφο ποίημά σας "Στο Leopardi" αναδίνεται μια κάποια συγγένεια μ' εκείνο τον Μεγάλο Ερημίτη. Ωστόσο, τα ποιήματά σας δεν έχουν δική τους υπόσταση, δεν έχουν αυθυπαρξία —ούτε καν το ποίημα για το Leopardi. Το γράμμα σας, που τα συντρόφευε, δεν παρέλειψε να μου εξηγήσει μια κάποιαν ατέλειά τους, που την ένιωσα διαβάζοντάς τα, χωρίς όμως και να μπορώ να της δώσω ένα όνομα.

Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ' άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάχτες σάς γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω κι εμπρός (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ' απαρνηθείτε όλ' αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω˙ αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ' τις πιο βαθιές γωνιές τής καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ' απ' όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα τής νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ' αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδειαν ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής. Ζυγώστε, τότε, τη φύση. Πασχίστε, τότε, να πείτε, σα να 'σαστε ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τι ζείτε, τι αγαπάτε, τι χάνετε. Μη γράφετε ερωτικά τραγούδια. Αποφύγετε, πρώτ' απ' όλα, τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα, κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ' όλη την τρανή ωριμότητα τής δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου, σίγουρη και λαμπερή —κάποιες φορές— η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία. Μακριά απ' τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σ' εκείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά —ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σάς φαινεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δε μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της. Για το δημιουργό δεν υπάρχει φτώχεια, ούτε φτωχοί κι αδιάφοροι τόποι. Και μέσα σε φυλακή ακόμα αν ήσαστε κλεισμένος, κι οι τοίχοι της δεν αφήνανε τους ήχους τού κόσμου να φτάσουν ως εσάς —δε θα σας έμεναν, ωστόσο, αμόλευτα μέσα σας, τα παιδικά σας χρόνια, ο ακριβός, βασιλικός τούτος πλούτος, ο θησαυρός αυτός των αναμνήσεων; Γυρίστε κατά κει το νου σας. Πασχίστε ν' ανασύρετε, απ' το βυθό αυτών των περασμένων, τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Η προσωπικότητά σας θα δυναμωθεί, η μοναξιά σας δε θα 'ναι πια άδεια και θα σας γίνει ένα καταφύγιο ονείρου, όπου κανένας θόρυβος απ' έξω δε θα φτάνει. Κι αν από τούτη την επιστροφή στον εαυτό σας, από τούτη την καταβύθιση στον δικό σας κόσμο, στίχοι ξεπηδήσουν, δε θα σκεφτείτε να ρωτήσετε τους άλλους αν είναι καλοί στίχοι. Κι ούτε θ' αποζητήσετε να ενδιαφερθούν τα περιοδικά γι' αυτούς: οι στίχοι σας δε θα 'ναι, για σας, παρά ένα αγαπημένο φυσικό σας χάρισμα, ένα κομμάτι κι ένας φθόγγος απ' τη ζωή σας. Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη. Για να το κρίνεις, πρέπει να δεις ποια είν' η πηγή του. Γι' αυτό, φίλε Κύριε, δε μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο τη συμβουλή: βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη, απ' όπου πηγάζει η ζωή σας. Εκεί θα βρείτε την απόκριση στο ρώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; Δεχτείτε την, όπως θ' αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σάς καλεί. Τότε, αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ' όλο το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν' αποζητήσετε καμιάν αμοιβή απ' έξω. Γιατί ο δημιουργός πρέπει να 'ναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση, που μαζί της είναι δεμένος.

Μπορεί όμως, έπειτ' απ' αυτή την "κάθοδο" μέσα στον εαυτό σας και στον εντός σας "ερημίτη", να πρέπει ν' απαρνηθείτε τη μοίρα τού ποιητή. (Φτάνει, όπως σας είπα, να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράφει —κι ευθύς το γράψιμο του είναι απαγορευμένο.) Μα και τότε ακόμα, αυτή η αυτοσυγκέντρωση, που σας ζητώ, δε θα 'χει σταθεί μάταιη. Η ζωή σας θα βρει, δίχως άλλο, μέσ' από κει, τους δικούς της δρόμους˙ κι εύχομαι, περισσότερο απ' όσο δύνονται τα λόγια μου να σας πουν, οι δρόμοι σας τούτοι να 'ναι άξιοι, πλατιοί κι ευτυχισμένοι.

Τι άλλο μπορώ να πω; Νομίζω πως τόνισα ό,τι έπρεπε. Κι ακόμα μια φορά, ένα θέλω να σας συμβουλέψω: ν' αναπτυχθείτε, γαλήνια και σοβαρά, σύμφωνα με το δικό σας νόμο. Θα συνταράζατε, όσο γίνεται πιο βίαια κι ολέθρια, την εξέλιξή σας, αν στρέφατε τη ματιά σας προς τα έξω κι αν προσμένατε απ' έξω απόκριση σε ρωτήματα, όπου μόνο το πιο βαθύ αίσθημά σας, στην πιο χαμηλόφωνη ώρα σας, μπορεί ίσως ν' αποκριθεί.

Με χαρά μου βρήκα το όνομα τού καθηγητή Horaček στο γράμμα σας. Διατηρώ πάντα, από τα χρόνια κείνα, βαθύ σεβασμό κι ευγνωμοσύνη για τον αγαπητόν αυτό σοφό. Θα είχατε την καλοσύνη να του το πείτε; Είναι τόσο καλός που με θυμάται ακόμα, και του χρωστώ χάρη γι' αυτό.

Σας στέλνω πίσω τους στίχους, που φιλικά μού εμπιστευτήκατε. Και σας ευχαριστώ, άλλη μια φορά, για τη μεγάλη κι εγκάρδια εμπιστοσύνη σας. Προσπάθησα, στην ανυπόκριτη τούτη απάντησή μου, γραμμένη όσο δυνόμουν καλύτερα, να φανώ της εμπιστοσύνης αυτής κάπως περισσότερο άξιος απ' ό,τι πραγματικά είμαι, ο ξένος εγώ.

Μ' αφοσίωση και συμπάθεια
RAINER MARIA RILKE

Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή (Μέρος δεύτερο)





Συνεχίζω το αφιέρωμα στον Ρίλκε και το βιβλίο "Γράμματα σ' ένα νέο Ποιητή" με τη δημοσίευση ενός ακόμη γράμματος.


VII


Ρώμη, 14 του Μάη 1904


Αγαπητέ μου Κύριε Kappus,

Πέρασε τόσος καιρός από τότε που πήρα το τελευταίο γράμμα σας!... Μη με συνεριζόσαστε: δουλειά στην αρχή, καθημερνές έγνοιες έπειτα, κακοδιαθεσίες τέλος, μ' εμπόδιζαν ολοένα να σας γράψω˙ κι ήθελα η απάντησή μου νά 'ναι καρπός καλών και γαλήνιων ημερών. Τώρα νιώθω πάλι κάπως καλύτερα (νιώσαμε κι εδώ έντονα τις απότομες κι οδυνηρές εναλλαγές που φέρνει πάντα η άνοιξη στην ψυχική μας διάθεση), κι έρχομαι να σας σφίξω το χέρι και να σας πω, όσο μπορώ πιο καλά (και μ' όλη μου την καρδιά), τόσα και τόσα γύρω στο τελευταίο σας γράμμα.

Βλέπετε: έχω αντιγράψει εδώ το σονέτο σας, επειδή βρίσκω πως είναι όμορφο κι απλό και πως η φόρμα, όπου το ποίημά σας γεννήθηκε, του επιτρέπει να πορεύεται με τόσο γαλήνια σεμνότητα. Οι στίχοι αυτοί είν' οι καλύτεροί σας — απ' όσους έχω διαβάσει ως σήμερα. Και τώρα σάς στέλνω τούτο το αντίγραφο, επειδή ξέρω πόσο σπουδαίο, πόσο διδαχτικό είναι να ξαναβρίσκεις το έργο σου γραμμένο από ξένο χέρι. Διαβάστε αυτούς τους στίχους, σα νά 'ταν ξένοι, και θα νιώσετε μέσ' στα εσώτατα βάθη σας πόσο είναι δικοί σας.

Χαιρόμουν αληθινά σαν διάβαζα και ξαναδιάβαζα το σονέτο αυτό και το γράμμα σας. Σας ευχαριστώ και για τα δυο.

Μην αφήσετε να σας κυριέψει στη μοναξιά σας ανησυχία και ταραχή, επειδή νιώθετε μέσα σας έναν αόριστο πόθο να ξεφύγετε απ' τη μόνωσή σας. Ίσα-ίσα, αυτός ο πόθος — αν τον μεταχειριστείτε γαλήνια και στοχαστικά, σα μέσο για κάποιο σκοπό — θα σας βοηθήσει ν' απλώσετε τη μοναξιά σας σε πιο πλούσιο και πιο πλατύ χώρο. Οι άνθρωποι έχουν βρει για το κάθε τι την ευκολότερη (συμβατική) λύση, την ευκολότερη απ' όλες τις εύκολες λύσεις. Είναι, ωστόσο, φανερό πως πρέπει να στεκόμαστε στο Δύσκολο˙ κάθε ζωντανή ύπαρξη σ' αυτό στέκεται. Το κάθε τι στη φύση αξαίνει κι "αμύνεται" κατά το δικό του τρόπο˙ από μέσα του ξεπηδάει μια ατομικότητα ολότελα δική του, που μάχεται να μείνει δική του με κάθε μέσο κι ενάντια σ' όλα τα εμπόδια. Λίγα πράματα ξέρουμε˙ όμως, για το ότι πρέπει να στεκόμαστε στο Δύσκολο, θά 'μαστε πάντα σίγουροι. Είναι γόνιμη η μοναξιά, επειδή είναι δύσκολη. Ένας παραπάνω λόγος για να επιχειρήσουμε κάτι, πρέπει νά 'ναι η δυσκολία που το κάτι αυτό παρουσιάζει.

Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό νά 'ναι το δυσκολότερο απ' όσα μάς έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ' άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι' αυτό κι οι νέοι — που είναι "αρχάριοι" στο κάθε τι — δεν ξέρουν ακόμα ν' αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν ν' αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου "εγκλεισμού". Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν' ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δυο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;)˙ είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν' αποχτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου˙ είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ' απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θά 'πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο ("ν' ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα"). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ' ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν-πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα.) Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι˙ ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.

Εδώ όμως λαθεύουν οι νέοι τόσο συχνά και τόσο βαριά: ορμάνε ακράτητοι ο ένας προς τον άλλον, όταν τους αγγίξει η αγάπη (είναι στη φύση τους να μη μπορούν να περιμένουν), σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ενώ η ψυχή τους είναι γεμάτη ακεφιά, ακαταστασία και ταραχή... Τι μπορεί όμως να βγει απ' αυτό; Τι μπορεί να κάνει η ζωή τούτο το μπερδεμένο σωρό τών μισοσπασμένων υλικών, που αυτοί τα ονομάζουν "ένωσή" τους και πολύ θά 'θελαν να τα ονομάσουν "ευτυχία" τους; Και τι τούς μέλλεται το αύριο; Καθένας τους αφανίζεται για χάρη τού άλλου κι αφανίζει σύγκαιρα τον άλλον κι άλλους πολλούς ακόμα, που ίσως να 'ρχόντουσαν κατόπι. Χάνει το νόημα τής απεραντοσύνης, χάνει όλες του τις δυνατότητες˙ ανταλλάζει το "πήγαιν'-έλα" των σιωπηλών, γεμάτων υποσχέσεις, πραγμάτων, με ένα στείρο ανακάτεμα, απ' όπου δε μπορεί να βγει άλλο τίποτα παρά σιχασιά, απογοήτευση και φτώχεια. Δεν του μένει παρά να γυρέψει σωτηρία σε μιαν απ' τις άπειρες συμβατικές καταστάσεις που είναι παντού στημένες, σα δημόσια καταφύγια, γύρω απ' αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Καμιά περιοχή τής ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ: σωσίβια, βάρκες και ναυαγοσωστικά είναι στη διάθεσή του, κάθε είδους βοήθεια που η κοινωνία έχει επινοήσει για τούτο το σκοπό. Για τους ανθρώπους ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεις τών δρόμων.

Αλήθεια, πόσοι και πόσοι νέοι στάθηκαν ανίκανοι να βρουν το σωστό δρόμο τής αγάπης, για πόσους τα σύνορα τού έρωτα σταματάνε στο εύκολο, βιαστικό δόσιμο του εαυτού τους! (Οι περισσότεροι, άλλωστε, δε θα προχωρήσουν — σίγουρα — πιο πέρα από κει.) Νιώθουν, πολλοί, να λυγίζουν κάτ' απ' το βάρος αυτού τού λάθους και πασχίζουν να κάνουν βιώσιμη και γόνιμη, με το δικό τους προσωπικό τρόπο, την κατάσταση αυτή όπου βρέθηκαν ριγμένοι. Η φύση τους τούς λέει πως τα προβλήματα του έρωτα — λιγότερο από άλλα, που είναι το ίδιο σημαντικά — δε μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τούτον ή εκείνον το γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σ' όλες τις περιπτώσεις˙ νιώθουν πως τα προβλήματα αυτά — άμεσα προβλήματα ανθρώπου προς άνθρωπο — χρειάζονται, για κάθε περίπτωση, καινούρια, ιδιαίτερη, αποκλειστικά προσωπική απάντηση. Πώς όμως αυτοί — μια και μπερδεύτηκαν πια έτσι αναμεταξύ τους που δεν ξεχωρίζουν ο ένας απ' τον άλλον, μια και δεν έχουν πια τίποτα Δικό τους — πώς θα μπορούσαν να βρουν μέσα τους κάποιαν έξοδο, για να ξεφύγουν απ' την άβυσσο όπου έχει βουλιάξει η μοναξιά τους;

Έρημοι κι αβοήθητοι, πορεύονται στα τυφλά κι ο ένας κι ο άλλος. Σκορπάνε τις καλύτερες δυνάμεις τους για να γλιτώσουν από συμβατικότητες όπως ο γάμος, και πέφτουν σ' άλλες συμβατικές λύσεις, λιγότερο χτυπητές, το ίδιο όμως θανάσιμες. Επειδή μονάχα για συμβατικότητες είναι άξιοι. Ό,τι βγαίνει απ' αυτές τις βιαστικές κι ανυπόμονες, θολές και ταραγμένες ενώσεις, είναι πάντα συμβατικό. Κάθε σχέση που είναι καρπός αυτής της πλάνης έχει κάτι το συμβατικό, ακόμα κι αν είναι ασυνήθιστη (ή, όπως λέει ο κόσμος, ανήθικη). Κι ο χωρισμός ακόμα θά 'ταν μια συμβατική χειρονομία, μια απρόσωπη τυχαία απόφαση, αδύναμη κι άκαρπη.

Στο δρόμο τού Έρωτα (όπως και στο δρόμο τού Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις — άμα τον αντικρύζεις σοβαρά — κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δυο τούτα καθήκοντα, που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα τού έρωτα και τού θανάτου. Οι απαιτήσεις που, τραχύς και δύσκολος, ο έρωτας έχει απ' τη ζωή μας σ' όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία — αντίς να χανόμαστε σ' όλα εκείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτερη σοβαρότητα της ζωής — ίσως τότε, κείνοι που θά 'ρθουν καιρό έπειτ' από μάς, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξαλάφρωμα˙ και θά 'ταν σημαντικό τούτο.

Σήμερα μόλις, μπορούμε κι αντικρύζουμε χωρίς προκατάληψη τις σχέσεις τού ενός ανθρώπου με τον άλλον˙ οι προσπάθειές μας να "ζήσουμε" αυτές τις σχέσεις δεν έχουν μπροστά τους κανένα πρότυπο, κανένα παράδειγμα για να τις οδηγήσει. Κι όμως μέσα στο διάβα τού καιρού υπάρχουν μερικά πρότυπα, που άλλο δε θέλουν παρά να βοηθήσουν τα δισταχτικά πρώτα μας βήματα.

Η Νέα Κοπέλα κι η Γυναίκα, στην καινούργια τους, την ατομική τους εξελικτική πορεία, μονάχα για λίγον καιρό θ' αντιγράφουν τις αντρικές συνήθειες, καλές και κακές, μονάχα για λίγον καιρό θα μαϊμουδίζουν τ' αντρικά επαγγέλματα. Άμα περάσει η αβεβαιότητα των μεταβατικών αυτών περιόδων, τότε θ' αποφανεί πως οι γυναίκες διάβηκαν απ' όλα αυτά τα (συχνά γελοία) μασκαρέματα, μόνο και μόνο για να ξεπλύνουν την εσώτατη ύπαρξή τους απ' τις παραμορφωτικές επιδράσεις τού άλλου φύλου. Οι γυναίκες — που μέσα τους κατοικεί μια ζωή πιο αυθόρμητη, πιο γόνιμη, γεμάτη από περισσότερη εμπιστοσύνη — είναι, σίγουρα, πιο ώριμες, πιο "ανθρώπινες" απ' τον άντρα — το φαντασμένο κι ανυπόμονον αρσενικό, που καταφρονάει ό,τι νομίζει πως αγαπάει, επειδή δε γνώρισε ποτέ την τραχιά καρποφορία τών σπλάχνων, που θα του ξάνοιγε (όπως στη γυναίκα) τα μυστικά βάθη τής ζωής. Αυτή η "ανθρωπιά" τής γυναίκας, ωριμασμένη μέσα στον πόνο και την καταφρόνια, θα βγει στο φως τής μέρας, όταν η γυναίκα λυτρωθεί απ' τις κοινωνικές συμβατικότητες, όπου την καταδικάζει η αποκλειστικά θηλυκή υπόστασή της. Κι οι άντρες, που δε νιώθουν ακόμα σήμερα πως η ώρα αυτή ζυγώνει, θα ξαφνιαστούν με τον ερχομό της και θα νικηθούν. Δεν αργεί η μέρα (σίγουρα σημάδια το μαρτυράνε κιόλας, προπάντων στις χώρες του βορρά), δεν αργεί η μέρα που η Νέα Κοπέλα θα υπάρξει, η Γυναίκα θα υπάρξει˙ που οι λέξεις "νέα κοπέλα" και "γυναίκα" δε θα σημαίνουν πια μονάχα το αντίθετο του αρσενικού, μα κάτι ξεχωριστό, που θά 'χει δική του αξία κι υπόσταση, κάτι που δε θά 'ναι απλό συμπλήρωμα άλλου, μα ολοκληρωμένη μορφή τής ζωής και της ύπαρξης — : η γυναίκα-γνήσιος άνθρωπος.

Αυτή η πρόοδος (ενάντια στη θέληση του άντρα, που θα μείνει, στην αρχή, πίσω) θα μεταμορφώσει ριζικά την ερωτική ζωή, πλημμυρισμένην από τόσες πλάνες σήμερα: ο έρωτας δε θά 'ναι πια σχέση άντρα με γυναίκα, αλλά Ανθρώπου με Άνθρωπο˙ θα στέκει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση (γεμάτος άπειρη απαλότητα και σεβασμό, καλός και καθάριος σε όλα κείνα που σμίγει και χωρίζει). Θά 'ναι ο έρωτας που προετοιμάζουμε μ' αγωνία και μόχθο: δυο Μοναχικοί Άνθρωποι, που θα προστατεύουν, θα συμπληρώνουν, θα περιορίζουν και θα σέβονται ο ένας τον άλλον.

Και τούτο ακόμα: μη νομίσετε πως χάθηκε ο μεγάλος έρωτας που σας κυρίεψε κάποτε στα εφηβικά σας χρόνια˙ δε μέστωσαν, τότε, εντός σας τρανοί κι ευγενικοί πόθοι και σχέδια που, σήμερα ακόμα, τροφοδοτούν τη ζωή σας; Πιστεύω πως αυτός ο έρωτας μένει έτσι άφθαρτος και δυνατός μέσα στη θύμησή σας, επειδή στάθηκε η πρώτη σας βαθιά μόνωση, ο πρώτος εσώτερος μόχθος που κάνατε στη ζωή σας.

Σας εύχομαι κάθε καλό, αγαπητέ Κύριε Kappus.

Δικός σας

12.9.11

Στασιμοτητα...



Στασιμοτητα...

Ωρες νεκρες,
διχως αρχη και τελος.

Στιγμες που αιωρουνται στο κενο...

...

Χαμενος κοπος,
τιποτα δεν αξιζε τελικα!

Ολα τα ρημαξε η ιδια μου η ζωη,
η ιδια μου η φυση...

Δεν με νοιαζει τιποτα πια!

Βαρεθηκα,
κουραστηκα...

...

...Ελπιζω να τα ξαναπουμε συντομα...

9.9.11

Εσυ και μονο εσυ!




Και να που φτασαμε στης τρελας τις μερες...

Στις μερες της παρανοιας και της παραφροσυνης!

...

Μονοπατια που ενδομυχα σε καλουν και σε φωναζουν και παλι κοντα τους!

Μονοπατια γνωριμα απο παλια...

...Ξερεις πολυ καλα πως δεν εισαι πια μονος,
πως εχεις διπλα σου ανθρωπους που σε νοιαζονται και σ'αγαπουν!

Πρεπει ν'αφησεις πισω σου καθε τι κακο,
αψυχο ή εμψυχο...

Να προχωρησεις μπροστα!

Εισαι ηδη βασανισμενος και καταπονημενος απο τις καταστασεις τοσων χρονων,
η ψυχη σου εχει "βιαστει" κι εχει "κατακρεουργηθει" ανεπανορθωτα!

Οχι,
δεν σου αξιζει εσενα κατι τετοιο,
εισαι ανωτερη φυλη,
εισαι μια οντοτητα τοσο πληρως ολοκληρωμενη,
κι αυτο που μεχρι και χθες εψαχνες να βρεις,
σιγουρα δεν θα το βρεις εκει που γυρνουσες μεχρι χθες.

Πρεπει να πας πιο περα απ'αυτο που σε ποναει...

Δεν αντεχεις αλλο πονο,
δεν σου πρεπει!

...

Ξερω...

Απογοητευτηκες,
επεσες σε απογνωση κι ολα γυρω σου σκοταδι μαυρο!

Ειναι στιγμες που σου'ρχεται να παρεις στα χερια σου ενα 44mm Magnum και να τα γαμησεις ολα!

Ομως εσυ δεν εισαι τετοιος ανθρωπος...

Οχι!

Οχι φιλε,
σε ξερω ηδη πολυ καλα πια!

Απλα...

Προχωρα μπροστα,
γυρνα σελιδα και προχωρα!

Το'χεις κανει ξανα και ξανα στο παρελθον,
ισως τωρα να'ναι λιγακι πιο δυσκολο,
ομως ξερω πολυ καλα πως μπορεις!

Προχωρα λοιπον και μην κοντοστεκεσαι
πουθενα και για κανεναν!

Εσυ και μονο εσυ!





8.9.11

Φωτια και τεφρα...



Ο φθονος...

Η ζηλεια!

Συναισθηματα αξιας ανεκτιμητης...

Γεματα απο το πιο πλουσιο κομματι του κορμιου σου!

Της ιδιας σου της ψυχης...

Αισθηματα γεματα απο φωτια και τεφρα!

Φωτια που σε καιει απ'ακρη ως ακρη,
και τεφρα για να σου θυμηζει τι αφησες πισω σου...

Ποτε και κανενας!



Ποτε δεν σε καταλαβε κανενας...

Δεν σε πιστεψε...

Δεν σ'ενιωσε...

Κανενας δεν καταφερε ν'αγγιξει την φωτια που καιει μεσα σου!

Να καει μαζι σου και να γινει ενα μ'αυτην...

Ποτε και κανενας!

5.9.11

Σκεφτεσαι...


Δολοφονω τον χρονο με συντροφια τον πονο της ψυχης μου...

Ολα πηγαν μακρια και χαθηκαν...

Μνημες ρημαγμενες γεματες ρωγμες!


προβληματιζεσαι...

Χανεις τον λογισμο σου!

Απο την μια ο "παραδεισος" του δικου σου βασιλειοιυ κι απ'την αλλη μια εξοδος...
που μπορει να ειναι κι αδιεξοδος....

Τι θα κανεις;

Ποιον δρομο θα ακολουθησεις;

Θες να σου πω;

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΝΟΗΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ!

3.9.11

Ο θανατος...



Στον φοβο του θανατου τρεμει ο καθεις...

Τι δειλια Θεε μου!

Τι ειν'αυτος ο τρομος που τους συνεπερνει;

Ο θανατος,
ειναι μια λυτρωση!

Λυτρωση απο τα δεινα τουτης της πλασης...

Σαν μια θαλασσα που σ'αγκαλιαζει
με τα πιο δυνατα της κυμματα,

και σε βηθιζει στην γλυκια και τρυφερη της αβυσσο!

Χιλιαδες κοραλια και ψαρια πλαϊ σου,
αμετρητα κοχυλια...

Ο βυθος της θαλασσας!

Θεε μου τι μεγαλειο...

Ολοκληρο το υγρο του στοιχειο να καλυπτει την ψυχη σου
και να την κανει ενα μ'αυτο!

Ο θανατος...

Ηδονη κι απολαυση μαζι!

2.9.11

Η ΔΙΑΦΟΡΑ...


Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΝΟΣ ΣΚΛΑΒΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ...


ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟ...



1.9.11

Αυτος ειμαι και μονο...


Ποιητης,
συγγραφεας,
λογοτεχνης,
αλκοολικος,
τρελος με διπλωμα,
(στην κυριολεξια)
ευαισθητος,
ρομαντικος,
μ@λ@κ@ς,
ευκολοπιστος,
ονειρων κυνηγος,
προστατης αρχων και αξιων,
λατρης της σκοτεινης ποιησης,
μισητος εχθρος καθε απομιμησης,
πνευμα ελευθερο και ανεξαρτητο...

Ενας λυκος σωστος!

Ποτε μου δεν υπηρξα ουτε υαινα,
ουτε τσακαλι...

Ενας τυπος μποεμ μεχρι ΘΑΝΑΤΟΥ!

Αυτος ειμαι και μονο...