29.5.12

Παλι λαθος εκανα...


Για μια στιγμη πιστεψα
πως ειχα φιλους πλαϊ μου!
Μαλλον υαινες ειχα και τις ταϊζα
και με την αγαπη μου...
Γαμωτο!
Παλι λαθος εκανα...

Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) – Το λιοντάρι της Ρούμελης...

α

«Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!».
Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος, αποτελεί μια από τις πιο θρυλικές μορφές της Επανάστασης του 1821. Υπήρξε αρχικά Αρματολός και στην συνέχεια αρχιστράτηγος της Ρούμελης (Στερεά Ελλάδα) κι ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα.

Απ’ όλους τους ιστορικούς αναφέρεται ως «γιος της καλογριάς» Ζωής Διμισκή (ανιψιά του περίφημου κλεφταρματολού της Άρτας Γώγου Μπακόλα και χήρα του Γιαννάκη Μαυροματιανού που πέθανε νωρίς), που γεννήθηκε το 1782 εντός σπηλαίου κοντά στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας. Για κάποιους, πατέρας του ήταν ο κλεφταρματωλός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος (Φωτιάδης) ή Καραΐσκος (Περραιβός, Γαζής, Βλαχογιάννης), για κάποιους άλλους ο κλέφτης Αραπόγιαννος, ενώ για κάποιους άλλους παραμένει μυστήριο. Υπάρχει όμως και μία σημαντική μαρτυρία του υπαρχηγού του Ναπολέοντος Ζέρβα και του ΕΔΕΣ Μιχάλη Μυριδάκη που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν για την πατρική του καταγωγή. Στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση ΕΔΕΣ-ΕΘΕΑ 1941-44 τόμος Α΄», αναφέρει ότι όταν βρισκόταν στο χωριό Σκουληκαριά της Ηπείρου πολεμώντας τους Ιταλούς, συνομιλούσε με κατοίκους του χωριού.

Ένας απ’ αυτούς του είπε για την καταγωγή του Καραϊσκάκη:
«Εγνώριζα ότι ο Καραϊσκάκης καταγόταν απ’ την Σκουληκαριά αλλά μου έκανε εντύπωση, όταν μου είπαν, ότι πρώτα είχε αρχίσει αυτός τον εθνικό αγώνα απ’ τον Αη Λια. Όταν δε, ερώτησα αυτόν πως το γνωρίζει αυτός μου απήντησε, ότι απ’ τις ιστορίες παλαιοτέρων συγχωριανών του και από ένα μικρό βιβλίο που είχαν εκδώσει το 1843 δώδεκα δημογέροντες της Σκουληκαριάς, δηλαδή δεκαοκτώ έτη μετά απ’ τον θάνατό του, σχετικά με τον τρόπο που εγεννήθη απ’ τους γονείς του και την ιστορία των πρώτων χρόνων της ζωής του.

Συγκεκριμένα μου είπε ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν νόθο παιδί μιας πεντάμορφης κοπέλας της Σκουληκαριάς της Διαμάντως Διμισκή και ενός αρματωλού του Νικολάου Πλακιά κι αυτού κατοίκου της Σκουληκαριάς και ότι εγεννήθη μέσα σ’ ένα κελί του μοναστηριού της Παναγίας της Σκουληκαριάς. Εκεί είχαν κλείσει την Διαμάντω οι δύο κλέφτες αδελφοί της, Κώστας και Γιώργος, για ν’ αποφεύγει τις ενοχλήσεις των Τούρκων, που είχαν μόνιμα εγκαταστημένα καρακόλια στο χωριό. Γι’ αυτό τον λόγο αυτή ύστερα από απόφαση της μάνας της και των αδελφών της ζούσε στο μοναστήρι και φορούσε ράσα χωρίς να είναι καλογριά.

Η Διαμάντω όταν ζούσε στο μοναστήρι εσυνδέθη ερωτικά με τον αρματωλό συγχωριανό της Νικόλαο Πλακιά απ’ τον οποίο και έμεινε παράνομα έγκυος και η εγκυμοσύνη της είχε μείνει μυστική ακόμα και απ’ τον ηγούμενο του μοναστηριού, Καλλίνικο, συγγενή της Διαμάντως.

Ύστερα από σαράντα μέρες μετά την γέννηση του παιδιού ο ηγούμενος του μοναστηριού με κάθε μυστικότητα και με το όνομα Ζωή, έστειλε αυτήν και το νεογέννητο στον φίλο του ηγούμενο του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας, που πριν με επιστολή του τον είχε ειδοποιήσει. Εκείνος για να την προστατεύσει την πήρε χωρίς ράσα βέβαια για να εργάζεται στην υπηρεσία του μοναστηριού και να μεγαλώνει το παιδί της.

Μετά από οκτώ έτη ξαναγύρισε στην περιοχή του τόπου της γεννήσεώς της. Εγκαταστάθηκε σαν Ζωή πάλι στο χωριό Δούνιτσα του Βάλτου γειτονικό χωριό της Σκουληκαριάς. Εκεί δούλευε και είχε μαζί της τον γιο της Γεώργιο στο αρχοντικό του Δημητρίου Ίσκου, που σαν τραυματία τον είχε περιποιηθεί στο μοναστήρι τ’ Αη Γιώργη της Καρδίτσας. Επειδή το παιδί δούλευε σαν παραγιός του Ίσκου και είχε πολύ μαύρο δέρμα, τα παιδιά της Δούνιτσας τον φώναζαν Καρά (από την τουρκική λέξη kara=μαύρος, πολύ μελαχροινός) του Ίσκου. Λόγω του ότι το μυστικό είχε μαθευτεί οι κλέφτες αδελφοί της Διαμάντως σκότωσαν τον σπιούνο Νικόλαο Πλακιά μέσα στον συνοικισμό Γιαννιώτη, όταν αυτός οδηγούσε τούρκικο ασκέρι εναντίον τους».

Επομένως σύμφωνα με αυτή την μαρτυρία ο Καραϊσκάκης, ούτε γιος καλόγριας υπήρξε, όπως αρέσκεται να προσφωνείται απ’ την «επίσημη ιστορία» μας, ούτε πατέρα είχε τον Ίσκο ή τον Αραπόγιαννο. Οι πρώτοι βιογράφοι του, Γεώργιος Γαζής, Δημ. Αινιάν και Κων/νος Παπαρρηγόπουλος ομολογούν και γράφουν, πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Οι αγωνιστές του ’21 Νικόλαος Κασομούλης και Λάμπρος Κουτσονίκας γράφουν, ότι «Ο Καραϊσκάκης κατήγετο από το Ραδοβύζι» εννοώντας, βέβαια, τη Σκουληκαριά. Οι ξένοι Ιστορικοί Φ. Πουκεβίλ. Μ. Μπαρθόλντι και ο Αύγουστος Φάμπρ γράφουν πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν για τον πατέρα του, παρά αποκαλούσε τον εαυτό του περήφανα και σαρκαστικά μπάσταρδο ή μούλο.

Τα παιδικά χρόνια
Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, τρώγοντας «ξύλο και μπομπότα». Ντύνονταν με κουρέλια με ήλιο και με χιόνι. Ξυπόλητος όπως ήταν χειμώνα καλοκαίρι συνήθισε να περπατάει στις πέτρες και στα χιόνια στ’ αγκάθια και στις τσουκνίδες, ανέβαινε τα βουνά πιο γρήγορα από τα κατσίκια που φύλαγε, έγινε ένα με αυτά έμαθε τα κατατόπια και τα περάσματα σκαρφάλωνε μαζί τους εκεί που δεν πήγαινε άνθρωπος, γιατί μαζί τους αισθάνονταν καλύτερα πιο άνετα, έβλεπε τον κόσμο από μακριά. Σε ηλικία οκτώ ετών έχασε την μητέρα του τον μόνο άνθρωπο που του φέρονταν ανθρώπινα. Η ζωή του έγινε κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί περισσότερο από ποτέ και γύρευαν μ’ αδιάκοπη δούλεψη να τους πληρώνει το ξεροκόμματο που του έδιναν να φάει. Όταν τσακώνονταν με κάποιο άλλο παιδί μαζευόντουσαν όλοι μαζί, τον έδερναν και τον αποκαλούσαν μπάσταρδο και μούλο άσχετα αν είχε δίκιο η όχι. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.

Όταν μεγάλωσε δεν ξέχασε την μιζέρια την φτώχεια και την αδικία που πέρασε στα παιδικά του χρόνια. Γι’ αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγορούσε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια μεγάλωσε έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».

Η φτώχια, η μιζέρια κα η αδικία ήταν η μόνη του συντροφιά και έτσι κάποια στιγμή πηγαίνει στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο). Εκεί έξω από το χωριό βρίσκει μια σπηλιά (σπηλιά του Λώλου) και κατασκηνώνει. Στη σπηλιά κοιμόταν πάνω στο χώμα και σκεπάζονταν με κλαριά και κουρέλια έκλεβε ότι χρειάζονταν για να μπορέσει να ζήσει. Ήταν τέτοια η ζωή του που μέχρι πριν μερικά χρόνια οι μανάδες όταν ήθελαν να μαλώσουν τα παιδιά τους έλεγαν: «Σαν τον Καραϊσκάκη θα καταντήσατε, βρε!».

Όταν πήγε στην Γράλιστα στην αρχή τα παιδιά του χωριού τον κυνήγησαν άγρια αλλά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αρκετά έξυπνος και πιο γρήγορος, άρχισαν να τον κάνουν παρέα. Με τον καιρό το ταλαιπωρημένο από την ζωή αλλά πανέξυπνο παιδί κατάφερε να τους επιβληθεί, να γίνει αρχηγός τους και να φτιάξουν μια ψευτοσυμμορία. Στην αρχή η ομάδα του Καραϊσκάκη ξεκίνησε με πετροπόλεμο με τα παιδιά από τα διπλανά χωριά, έπειτα άρχισαν να κλέβουν φρούτα, αργότερα άρχισαν να κλέβουν κότες και αργότερα γίδια και πρόβατα. Οι κλεψιές μεγάλωναν συνέχεια και η φήμη ότι η συμμορία του Καραϊσκάκη έκλεβε ζώα και ότι έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και η τοπική κοινωνία ζήτησε την βοήθεια της τουρκικής εξουσίας.

Κάποια στιγμή ένα τουρκικό απόσπασμα έφτασε στη Γράλιστα. Πέρασε από το δάσος της Αγίας Μαρίνας, με σκοπό να φθάσει στον Άη Θανάση να κυκλώσει το χωριό για να συλλάβει τον Καραϊσκάκη και τους συντρόφους του. Αλλά ο Καραϊσκάκης τους αντιλήφθηκε και βγήκε πιο μπροστά στον Άη Θανάση. Τους άφηνε να πλησιάσουν και έδωσε το πρώτο πολεμικό του πρόσταγμα: «Βαράτε παλικάρια!».

Τρεις τσοχαντζαραίοι σκοτώθηκαν και οι άλλοι το ‘βαλαν στα πόδια για να γλιτώσουν. Κατά τη ντόπια παράδοση ο Καραϊσκάκης ήταν τότε 18 χρονών. Μετά τη μάχη μάζεψαν τα τουφέκια και ότι άλλο είχαν οι σκοτωμένοι Τούρκοι, τους έκοψαν και τα κεφάλια και γύρισαν στο χωριό. Εκεί υποχρέωσαν το μοναδικό γύφτο (σιδηρουργό), να γδάρει τα τούρκικα κεφάλια και να τα γεμίσει με χόρτο για να τα στείλουν πίσω στον Πασά. Ο γύφτος από τον φόβο του τρελάθηκε.

Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια (δεύτερη μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγανε να διασκεδάσουν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφρόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες (κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η τουρκιά και περικύκλωσε το σπίτι (του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.
- Πάρτε, λέει στ’ άλλα κλεφτόπουλα, ότι κάπες είναι κι’ άμα ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας.

Όπως το ‘πε έγινε. Ακούνε οι Τούρκοι ν’ ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. Ώσπου να τα ξαναγεμίσουν, ορμούν όξω τα κλεφτόπουλα και γίνονται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγεί λοιπόν απ’ άλλον δρόμο τους συντρόφους του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές. Ο Καραϊσκάκης μετά από τα γεγονότα δεν μπορούσε πλέον να μείνει στη Γράλιστα. Ανέβηκε πιο ψηλά στ’ Άγραφα.

Με το Αλή Πασά και τον Κατσαντώνη
Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.

Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο».

Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και ιατρούς Έλληνες και ξένους. Διαρκούσης της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα.

Λίγο καιρό αργότερα πήγε στον Κατσαντώνη, όπου και έγινε το πρωτοπαλίκαρό του. Ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Βεληγκέκα, πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά. Δίπλα στον Κατσαντώνη, ο Καραϊσκάκης έμαθε τα μεγάλα μυστικά του ανταρτοπόλεμου. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη ο Καραϊσκάκης και οι λίγοι Κλέφτες που είχαν απομείνει προσκύνησαν τον Αλή πασά, όπου και διέμειναν στην αυλή του ακολουθώντας τον στις διάφορες εκστρατείες του.

Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Βραδύτερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ’ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.

Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρής ηλικίας φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισθείς ακόμη και από τις σουλτανικές αρχές της Λάρισας.

Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Στο μεταξύ είχε μυηθεί στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. Αντιπροσώπευε τα Άγραφα σε σύσκεψη την Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821. Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος, τον υποψιαζόταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους.

Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν και τα «δικαιώματα» θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους. Έτσι ενωμένοι ο Κ. με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά προβήκαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, αγοράζοντας και εξαγοράζοντας τον καιρό περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.

Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα του οποίου ηγούνταν από τους Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και του Άγου, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς παρά τον Άγιο Βλάση μετά από πεισματώδη μάχη να οπισθοχωρήσει στο Αγρίνιο. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.

Η δίκη του Καραϊσκάκη
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο.

Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη (ο οποίος ήταν άνθρωπος του Ράγκου), που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: «ο γιος της καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».

Η δίκη του Καραϊσκάκη για προδοσία έγινε στο Μεσολόγγι από την 1 με 2 Απριλίου 1824. Το κατηγορητήριο στηρίχθηκε στις καταθέσεις του ψευδομάρτυρα Κ. Βουλπιώτη, ανθρώπου του Γιαννάκη Ράγκου και κατά συνέπεια οργάνου του Μαυροκορδάτου. Κύριο στοιχείο της κατηγορίας ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον Ομέρ Βρυώνη, γεγονός πού συνδέθηκε με την αντίδραση του Καραϊσκάκη προς μια μελετούμενη επιχείρηση εναντίον της Άρτας και μια τυχαία σύγκρουση του Καραϊσκάκη με τους κυβερνητικούς στο Μεσολόγγι, όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Οι συνεννοήσεις του Καραϊσκάκη με τον Ομέρ Βρυώνη υπήρξαν ένα πραγματικό γεγονός, αλλά δεν είναι δυνατό με κανένα τρόπο να χαρακτηρισθούν ως προδοσία. Αποσκοπούσαν να κερδηθεί η υποστήριξη του Αλβανού πασά, ώστε να επιτευχθεί ή ανάληψη του αρματολικιού των Αγράφων πού κατείχε ο μαυροκορδατικός Ράγκος, από τον Καραϊσκάκη και επεκτάθηκαν στο θέμα μιας γενικότερης ελληνοαλβανικής συμμαχίας. Ο Μαυροκορδάτος πληροφορήθηκε από τον Καραϊσκάκη τις διαθέσεις του Βρυώνη για συμμαχία κι άρχισε μάλιστα μαζί του μυστική αλληλογραφία. Το να μπλέξει το όνομα του Βρυώνη ο Μαυροκορδάτος στη δίκη δεν κρίνεται ως πράξη εύστοχη.

Οι επικοινωνίες με τους Τούρκους για να εξασφαλισθεί ένα αρματολίκι δεν είναι κάτι καινοφανές για την εποχή. Ο Ράγκος, άνθρωπος του Μαυροκορδάτου, για να κατοχυρώσει τη θέση του στ’ Άγραφα δε διστάζει να έρθει σε συνεννοήσεις με τον Αλβανό Σούλτζε Κόρτζα, πράγμα για το όποιο δε δικάστηκε βέβαια. Ο Καραϊσκάκης για ν’ αντιμετωπίσει την άρνηση της Κυβέρνησης απευθύνθηκε στον εχθρό του Σούλτζε Κόρτζα, Ομέρ Βρυώνη, χωρίς όμως οι συνεννοήσεις αυτές ν’ αποτελούν προδοσία. Το τότε καθεστώς δεν τον κατηγόρησε ποτέ όμως για την προδοσία του αυτή, λόγω της καλής σχέσης του με τον Μαυροκορδάτο και του κατεστημένου του.

Για τον Καραϊσκάκη ο Μαυροκορδάτος ήταν «το τζογλάνι του Ρέιζ αφέντη, ο τεσσαρομάτης». Ο Φωτιάδης γράφει γι’ αυτόν: «Ο πιο διαβολεμένος απ’ όλους τους Φαναριώτες, που ήρθανε στην Ελλάδα στάθηκε ο Μαυροκορδάτος. Το τι κακό έκανε αυτός ο άνθρωπος σε τούτον τον τόπο δεν λέγεται. Και δεν το πλέρωσε μονάχα η γενιά του Εικοσιένα. Ίσαμε τώρα το δικό του πνεύμα μας κυβερνάει και δεν μας αφήνει να προκόψουμε».

Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε επιτροπή. Ο Μαυροκορδάτος όρισε πρόεδρο της εισαγγελικής επιτροπής τον επίσκοπο Πορφύριο από την Άρτα. Η δίκη παρωδία έγινε στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό που χρησίμευσε σαν δικαστήριο. Ο επίσκοπος Πορφύριος ανήγγειλε τις κατηγορίες και κάθε μία απ’ αυτές οδηγούσε τον Καραϊσκάκη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως εκείνος αντιμετώπισε θαρραλέα ειρωνικά και με εύστοχη αστειολογία τις ψευδείς αυτές κατηγορίες των εχθρών του. Το κατηγορητήριο απαγγέλθηκε την 1η Απριλίου. Η καταδικαστική απόφαση δε δημοσιεύθηκε, και στη θέση της μπήκε στα «Ελληνικά Χρονικά» μια προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος», χρονολογημένη στις 2 Απριλίου 1824 εκδόθηκε. Αυτό ήταν σαφής ένδειξη, ότι το κατηγορητήριο είχε αποδειχτεί ψευδέστατο και προετοιμασμένο. Η προκήρυξη είχε ως εξής:

«ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ TΩN EΓΚΛHMATΩN ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
αρ. 1167
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

Προς τους στρατιωτικούς και πολιτικούς αρχηγούς της Δυτικής Eλλάδος και προς πάντας τους Έλληνας.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, επειδή απαρχή ευρέθη σύντροφος των αρμάτων εις τον Ιερόν υπέρ της Ελευθερίας αγώνα, η Πατρίς τον τίμησε με αξιώματα. Πως εφέρθη ως εις την εκστρατείαν του Σκόνδρα, είναι γνωστόν εις όλους. Μ’ όλον τούτo η Πατρίς παρέβλεψε τα σφάλματά του, δια να τον τpαβήξη εις μεταμέλειαν. Ήλθε εις τας δύο χώρας επί προφάσει της ασθένειας του, και τον υπεδέχθησαν φιλοφρόνως. Άλλ’ αυτός δεν εφέρθη ως πατριώτης, και ως Χριστιανός. Αυθαδίασε να πιάσει άρματα εναντίον της πατρίδος. Έκαμε εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου. Έπιασε το φρούριον του Βασιλαδίου, διώξας εκείθεν την φρουράν. Οι στρατιώται του έλαβαν δύω εκ των Προκρίτων της πόλεως ως αιxμαλώτoυς, από τους οφθαλμούς της Διοικήσεως, και έφεραν τούτους προς αυτόν την νύκτα, ευρισκόμενον εις το Ανατολικόν. Εξηγήθη δε και εις πολλούς ότι θέλει εμβάσει Τούρκους εις την πατρίδα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Υποπτευθείς η Διοίκησις, έλαβε τα ανηκoντα μέτρα, και διώρισεν επιτροπή τόπον επέχουσα στρατιωτικού Δικαστηρίου συνθεμένη υπo στρατηγούς και χιλιάρχους, οίτηνες εξετάσαντες αυτόν τε και όλα τα αίτια τα οποία καθ’ ημέραν ηύξαναν τας υποψίας εναντίον του.

ΕΥΡΗΚΑΝ

«Ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδας».
«Ότι απo τον Όμερ – πασάν ζήτησε μπουγιουρντί δια να γένη καπιτάνος των Αγράφων»
«Ότι υπέσχετο εις τον εχθρό να πιάση την Tατάραιvαν με χίλιους στρατιώτες και συμβούλευσε να εύγη ο αποστάτης Βαρακιώτης με χίλιους εις το Ξηρόμερον».
«Ότι υπεσχετο εις τον εχθρό να τραβηξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδας».
«Ότι εν ω εγίνοντο αυτά εις Μεσολόγγιον, συγχρόνως ευγήκεν ο εχθρικός στόλος από Πάτρας και άραξεν εις το Βασιλάδι, και έγινε μυστική εκστρατεία Τούρκων από Καστέλια και Ναύπακτον εναντίον του Μεσολογγίου, η οποία δεν ευδοκίμησε, διότι ολίγοι σταθεροί Έλληνες τους κτύπησαν εις την Κακήν Σκάλαν και τους εγύρισαν οπίσω».

Ή επιτροπή έλαβε τέλος πάντων πολλά διδόμενα δια να γνωρίση αυτόν επίβουλο της πατρίδος και προδότην.
Επειδή όμως η πατρίς αγαπά τα τέκνα της, και μακροθυμεί δια να τα, ελευθεpώσει από την απάτην, και να τα φέρη εις μετάνοιαν, να γνωρίσουν τα χριστιανικά χρέη των, απεφασίσθη παρά της διορισθείσης επιτροπής, τη συναινέσει όλων των παρευρεθέντων αρχηγών των αρμάτων και των πολιτικών και εδόθη προσταγή προς τον αυτόν Καραϊσκάκην να αναχωρήση αμέσως απ’ εδώ, μ’ όλο όπου είναι και ασθενής, όστις και ανεχώρησεν σήμερον.
Αν μετανοήση αληθώς και επιστρέψη εις τα χριστιανικά, και Ελληνικά χρέη του, η Πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν, ει δ’ επιμείνει εις την κακίαν του, ας όψεται.
Σεις δε, αδελφοί, ειδοποιείσθε δια του παρόντoς, ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα και δεν έχει καμμίαν εξουσία παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμώv και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Όσοι δε απατηθέντες ηκολούθησαν αυτόν προσκαλούνται να γυρίσουν εις τα οπίσω, και να ενωθούν με τους αρχηγούς, τους υπερασπιστές της Πατρίδος. Πάντες, δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, εν’ όσω να μετανoήση και να προσπέση εις τo έλεoς του έθνους και ζητήση συγχώρησιν.

Εν Ανατολικώ την 2 Απριλίου 1824

Α. ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ

Οι στρατηγοί: ΝΟΤΗΣ ΜΠΟΤΖΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΟΡΝΑΡΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΖΙΩΓΚΑΣ, ΔΗΜΟΣ ΣΚΑΛΤΖΑΣ, ΑΛΕΞΙΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΙΟΛΝΤΑΣΗΣ.
Οι χιλίαρχοι: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΣΤΑθΗΣ ΚΑΤΖΑΡΟΣ.
Οι καπιτάνοι: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΣΟΥΛΤΑΝΗΣ».
Τελικά η απόφαση ήταν καταδικαστική κηρύσσοντας τον Καραϊσκάκη επίβουλο κατά της πατρίδας και ένοχο προδοσίας, αν και ποινή της επί τόπου εξορίας του, που του επιβλήθηκε ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τις βαρύτατες κατηγορίες που τον βάρυναν. Ύστερα απ’ την επαίσχυντη δολοφονία του Ανδρούτσου απ’ τους καθεστωτικούς ο Καραϊσκάκης είχε πάρει τα μέτρα του, φροντίζοντας να έχει μέσα και γύρω απ’ την εκκλησία-δικαστήριο εξακόσιους αρματωμένους άνδρες αφοσιωμένους προς αυτόν, έτοιμους να τον προστατεύσουν ανά πάσα στιγμή με τη ζωή τους. Είχε επίσης και την συμπαράσταση του καπετάνιου Α. Ίσκου, που κατέβαινε ήδη απ’ τον Βάλτο με τους άνδρες του για να βοηθήσει το φίλο του. Ο Μαυροκορδάτος και οι κατήγοροί του φοβήθηκαν το μακελειό που θα επακολουθούσε αν τον καταδίκαζαν σε θάνατο. Έτσι η λύση της εξορίας ήταν η πιο συμφέρουσα. Ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι.

Τον πήγαιναν σηκωτό σε ξυλοκρέβατο, γιατί υπέφερε από την φυματίωση και δεν μπορούσε να βαδίζει. Περνώντας απ’ το σπίτι του Μαυροκορδάτου, άφησε τα παλικάρια, του να προχωρούν και μπήκε μόνος του μέσα. Εκεί βρισκόταν ο Μαυροκορδάτος, οι δικαστές του, οπλαρχηγοί φίλοι του Μαυροκορδάτου κι ο Βουλπιώτης, ο κατήγορος του Καραίσκάκη, να τρων και να πίνουν. «Η τιμή αυτή έγινε εις τoν Βουλπιώτη, δια την τρίτη κατάθεσιν που έβγαλε από τη δυσκολία τον Mαυροκορδάτο», γράφει ο Kασoμούλης.

Ο Καραϊσκάκης δεν μπόρεσε να το κρατήσει:
- Φάγε, ορέ Boυλπιώτη, φάγε και συ μαζί με τον πρίντζιπα και με τους καπεταναίους για να θανατώσεις τον Kαραϊσκάκη. Κι εσύ πρίντζιπα δεν ντpέπεσαι να έχεις στο τραπέζι σου έναν ψεύτη κι έναν προδότη;
Κι ύστερα λέει στους καπεταναίους:
- Αδελφοί καπιταναίοι. Αν με καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός να με το στείλει (το βόλι) εις το κεφάλι ευθύς, αυτού όπου βγαίνω. Kαι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψει εις το δικό σας κεφάλι.
Απευθυνόμενος στον Μαυροκορδάτο, είπε:
- Ε, ορέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου την γράψω εις το μέτωπο σου, δια να φαvεί ποίος είσαι! Εδώ! (και κτύπησε το μέτωπο του με τα τέσσερα δάκτυλα, δείχνοντας τον Mαυροκορδάτο). Έχετε υγείαν.
Αυτοί το αποκρίθηκαν:
- Έχε υγεία…

Η περίφημη αυτή σκηνή δείχνει όλο το μεγαλείο και την τόλμη του συκοφαντημένου ήρωα. Ο Mαυροκορδάτος, δεν τόλμησε ν’ ανoίξει το στόμα, για ν’ απαντήσει.

Ακολούθησε η αποκήρυξη και ο επίσημος αφορισμός του απ’ την Εκκλησία. Στις 27 Μαΐου του 1824 ο Καραϊσκάκης έκανε χρήση της παραγράφου της αποκήρυξης και του αφορισμού του, όπου γινόταν λόγος για συγνώμη. Έτσι έστειλε γράμμα στον Μαυροκορδάτο ζητώντας άφεση των υποτιθεμένων αμαρτιών του, που όμως δεν εισακούσθηκε. Στην επιστολή του, που σώζεται μέχρι σήμερα αναφέρει: «Εμένα η κακή μου τύχη έφερε αρρώστεια οπίσω. Δεν εξεύρω κι όλα απ’ τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τους τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως». Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.

Αρχιστρατηγία
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθωτών. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι παρά τα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας».

Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από τον Μοριά και τη Ρούμελη εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.

Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των πολιορκούντων το Μεσολόγγι Τούρκων, σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς να ολοκληρωθεί, πλην όμως επέφερε διακοπή της πολιορκίας, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες σπεύδει στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).

Την νύκτα 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των «ελεύθερων πολιορκημένων» έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας, όμως έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοί σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα «πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου».

Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο, καθόσον η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τότε, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, κατά μήνα Ιούλιο πρότεινε στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον «Γιο της Καλογριάς» ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.

Ο βιογράφος του μεγάλου οπλαρχηγού, Δημήτρης Φωτιάδης, περιγράφει παραστατικά τη στιγμή της ύψιστης δικαίωσης:
«Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του.
- Η πατρίδα, του λέει ο Ζαΐμης, γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε.
- Ναι, το γυρεύει! Αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης και ρίχνεται στην αγκαλιά του Ζαΐμη, φιλήθηκαν και ξέχασαν τα περασμένα.
Σε τούτη τη σκηνή έλαχε να βρίσκεται κι ο Υδραίος μεγαλονοικοκύρης Βασίλης Μπουντούρης.
- Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει, ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός…
- Δεν το αρνούμαι! Απαντάει ο μεγαλόκαρδος άντρας. Όταν θέλω γίνουμαι άγγελος κι όταν πάλι θέλω γίνουμε διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».

Ο Καραϊσκάκης δεν ζήτησε ούτε άνδρες, ούτε χρήματα από τη Διοίκηση. To μόνο που αξίωσε ήταν η δυνατότητα να διορίζει στα διάφορα στρατιωτικά αξιώματα άτομα της δικής του επιλογής. Όταν το αίτημά του έγινε αποδεκτό, ξεκίνησε πυρετωδώς την προετοιμασία για την εκστρατεία του στην Αττική. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, η επίτευξη του κύριου στόχου του, δηλαδή η συνένωση των διαφόρων ομάδων αγωνιστών, στάθηκε εντελώς αδύνατη.

Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών και μαζί με λιγοστούς καπεταναίους, τον Νάκο Πανουργιά, τον Κωνσταντίνο Βέρη, τον Γιαννάκη Φραγκίστα και τον αδελφό του Οδυσσέα Ανδρούτσου Γιαννάκη, ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, ένεκα της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ’ όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας τον αποκλεισμό ανεφοδιασμού των Τούρκων.

Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των ευρισκομένων στη πεδιάδα του χωριού Τούρκων (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από Δόμβραινα και Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των πολιορκούντων την Ακρόπολη Τούρκων.

Η μάχη της Αράχωβας
Προ­ε­λαύ­νο­ντας ο Καραϊσκάκης στην πε­ρι­φέ­ρεια της Λι­βα­δειάς έ­δω­σε μά­χες σε διά­φο­ρα μέ­ρη, προ­σβάλ­λο­ντας τις το­πι­κές ε­χθρι­κές φρου­ρές, και, α­φού ε­γκα­τέ­στη­σε τμή­μα­τα των 100 και 60 α­γωνι­στών α­ντι­στοί­χως, στις Μο­νές Ο­σί­ου Σε­ρα­φείμ στο Δο­μπό και Ο­σί­ου Λου­κά στο Στεί­ρι, για την α­σφά­λειά τους, προ­ω­θή­θη­κε και, στις 17 Νο­εμ­βρί­ου, στρα­τοπέ­δευ­σε στο Δί­στο­μο. Στο με­τα­ξύ, κα­τά τη διάρ­κεια της προ­ε­λά­σε­ως, ε­νι­σχύ­θη­κε με το σώ­μα των Σου­λιω­τών, το ο­ποί­ο στρα­το­πέ­δευε στην πε­ριο­χή της Θή­βας και με το σώ­μα του Αλέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα στο Δί­στο­μο. Την ί­δια πε­ρί­ο­δο, οι ι­σχυ­ρές ο­θω­μα­νικές δυ­νά­μεις, οι ο­ποί­ες έ­λεγ­χαν την πε­ρι­φέ­ρεια της Λι­βα­δειάς, με Αρ­χη­γό το Μου­στά­μπε­η, α­φού α­σφά­λι­σαν τις α­πο­θή­κες ε­φο­δια­σμού τους στην Α­τα­λά­ντη, κα­τευ­θύν­θη­καν στη Λι­βα­δειά και στις 17 Νο­εμ­βρί­ου στρα­το­πέ­δευ­σαν στην πε­ριο­χή της Δαύ­λειας. Οι υ­ψη­λό­βαθ­μοι α­ξιω­μα­τού­χοι διανυκτέρευσαν στη Μο­νή της Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, δυ­τι­κώς της Δαύ­λειας.

Τις βρα­δυ­νές ώ­ρες της 17ης Νο­εμ­βρί­ου 1826, στο Στρα­τη­γεί­ο στο Δί­στο­μο, έ­νας στρα­τιώ­της της ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κής πα­ρου­σιά­σθη­κε στον Καραϊσκάκη και του ανέ­φε­ρε, ό­τι έ­νας μο­να­χός προ­σήλ­θε στο στρα­τό­πε­δο και θέ­λει κα­τε­πει­γό­ντως να τον δει προ­σω­πι­κώς και ι­διαι­τέρως. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης τον δέ­χθη­κε και με­τα­ξύ τους έ­γι­νε πε­ρί­που ο ε­ξής διά­λογος:
- Εί­μαι α­νη­ψιός και υ­πο­τα­κτι­κός του η­γου­μέ­νου της Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ κο­ντά στη Δαύ­λεια. Ο η­γού­με­νος με έ­στει­λε να σου φα­νε­ρώ­σω, ό­τι στη Μο­νή βρί­σκο­νται ο
Κε­χα­γιά­μπεης του Κιου­τα­χή και ο Μου­στά­μπε­ης με 2.500-3.000 Ο­θω­μα­νούς, οι ο­ποί­οι σταθ­μεύ­ουν στη Δαύ­λεια και σε άλ­λα χω­ριά της πε­ριοχής. Αύ­ριο το πρω­ί σκο­πεύ­ουν να περάσουν α­πό την Α­ρά­χω­βα, με προ­ο­ρι­σμό την Άμφισ­σα, για να λύ­σουν την πο­λιορ­κί­α των δι­κών τους, οι ο­ποί­οι εί­ναι κλει­σμέ­νοι στο Φρού­ριο, α­νέ­φε­ρε ο μο­να­χός.
- Πώς έ­μα­θε το σχέ­διο ο η­γού­με­νος και πώς βε­βαιώ­θη­κε, ό­τι αυ­τό πρό­κει­ται να κά­μουν και μά­λι­στα αύ­ριο; τον ρώ­τη­σε ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης.
- Έ­νας υ­πο­τα­κτι­κός, γνώ­στης της τουρ­κι­κής γλώσ­σας, ο ο­ποί­ος ε­ξυπη­ρε­τού­σε τους αρ­χη­γούς στην τρα­πε­ζα­ρί­α, ά­κου­σε το σχέ­διο του Μου­στά­μπεη, ο ο­ποί­ος το α­νέ­πτυσ­σε στον Κεχα­γιά­μπε­η και το α­νέ­φε­ρε στον η­γού­με­νο, του α­πά­ντη­σε ο Μο­να­χός.
- Για ε­μάς γνω­ρί­ζουν που βρι­σκό­μα­στε; τον ξα­να­ρώ­τησε.
- Νο­μί­ζουν, ό­τι εί­στε α­κό­μα στη Δομ­βραί­να, ό­πως τους βε­βαί­ω­σε και ο η­γού­με­νος, αν και γνώ­ρι­ζε, ό­τι έ­χε­τε φθά­σει ε­δώ, του α­πά­ντησε.
Και ο αρ­χι­στρά­τη­γος έ­κλει­σε τη συ­ζή­τη­ση, λέ­γο­ντας «Να ε­πι­στρέψεις στο Μο­να­στή­ρι και να με­τα­φέ­ρεις τις ευ­χα­ρι­στί­ες μου στον η­γού­με­νο. Να του πεις να ο­ρί­σει ευ­χές και παρακλήσεις για ε­μάς και για τον α­γώ­να που κά­νου­με για την πί­στη και την πα­τρί­δα».

Το Γε­νι­κό Σχέδιο των Ο­θω­μα­νών προ­έ­βλε­πε, σε πρώ­τη πε­ρί­ο­δο, την ε­ξου­δε­τέ­ρω­ση κά­θε ε­στί­ας α­ντι­στά­σε­ως στη Ρού­με­λη και την ε­ξα­σφά­λι­ση του ε­λέγ­χου της πε­ριο­χής και, σε δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο, την ο­λο­κλή­ρω­ση κα­τα­λή­ψε­ως της Πε­λο­πον­νή­σου. Ει­δι­κότε­ρα, ο Μου­στά­μπε­ης, α­φού ε­νι­σχύ­θη­κε με ι­κα­νή δύ­να­μη υ­πό τον Κε­χα­γιά­μπε­η, υ­παρ­χη­γό του Κιου­τα­χή, και με συ­νο­λι­κή δύ­να­μη 2.000 πε­ρί­που αν­δρών (πε­ζι­κό 1.700 και ιπ­πι­κό 300), προ­ε­λαύ­νο­ντας δια­μέ­σου της Α­ρά­χω­βας, θα ε­πι­χει­ρού­σε να λύσει την πο­λιορ­κί­α του Φρου­ρί­ου της Άμφισσας και να προ­σβά­λει το σώ­μα του Αλέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα, το ο­ποί­ο στρα­το­πέ­δευε στο Δί­στο­μο.

Για την υ­λο­ποί­η­ση της πρώ­της πε­ριό­δου σχε­δί­α­σε να κα­τα­λά­βει την Α­ρά­χωβα και να ε­ξα­σφα­λί­σει τον έ­λεγ­χο σε ό­λη τη, στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας, πε­ριο­χή, ενερ­γώ­ντας α­πό το πρω­ί της 18ης Νο­εμβρί­ου 1826, ως ε­ξής:
* Με τμή­μα 500 Τουρ­καλ­βα­νών στην κα­τεύ­θυν­ση Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – υ­ψώ­ματα Μά­νας προς Α­ρά­χω­βα.
* Με την κύ­ρια δύνα­μη, δια­μέ­σου του Στε­νού Ζε­με­νού προς Α­ρά­χω­βα.
* Σε περί­πτω­ση α­ντι­στά­σε­ως στο Στε­νό Ζε­με­νού α­πό ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, η δύ­να­μη η οποί­α θα φθά­σει νω­ρί­τε­ρα στην Α­ρά­χω­βα, να στρα­φεί προς το Ζε­με­νό, προ­κει­μένου να συνδράμει την κύ­ρια δύ­να­μη, προ­σβάλ­λο­ντας α­πό τα νώ­τα τα ε­κεί ελ­ληνι­κά τμή­μα­τα.

Το Γε­νι­κό Σχέ­διο των Ελ­λήνων, με πρό­τα­ση του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και έ­γκρι­ση της Ελ­λη­νι­κής Κυ­βερ­νή­σε­ως και των ο­πλαρ­χη­γών, προ­έ­βλε­πε εκ­στρα­τεί­α στη Ρού­με­λη, για α­να­ζω­πύ­ρω­ση της Επα­να­στά­σε­ως και πρό­κλη­ση α­ντι­πε­ρι­σπα­σμού, προ­κει­μέ­νου να α­να­κου­φι­σθούν οι πο­λιορ­κού­με­νοι στην Α­κρό­πο­λη της Α­θή­νας, α­φού ο Κιου­τα­χής θα ε­ξα­ναγκα­ζό­ταν να αποσπάσει δυ­νά­μεις α­πό την Α­θή­να, για να ε­νι­σχύ­σει τα στρα­τεύμα­τα στη Ρού­με­λη. Ει­δι­κό­τε­ρα, ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, με συ­νο­λι­κή δύ­να­μη 4.000 πε­ρί­που αν­δρών, α­πο­φά­σισε και σχε­δί­α­σε, να ε­νερ­γή­σει α­πό τη νύ­χτα της 17ης (ξη­μέ­ρω­μα 18ης) Νο­εμ­βρί­ου, θέ­το­ντας σε ε­φαρ­μο­γή τα ε­ξής:
* Α­μυ­ντι­κή ε­γκα­τά­στα­ση στην Α­ρά­χω­βα, με προ­α­πο­στο­λή τμή­μα­τος 500 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τους Ο­πλαρ­χη­γούς Α­λέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και Γε­ώρ­γιο Βά­για, για την απαγόρευση των κα­τευ­θύν­σε­ων των ο­θω­μα­νι­κών δυ­νά­με­ων (υ­ψώ­μα­τα Μάνας – Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα) και την α­πό­κρου­ση ε­χθρι­κής ε­πι­θέσε­ως.
* Ε­γκα­τά­στα­ση μι­κρών τμη­μά­των, με­τά την ά­φι­ξη του τμή­μα­τος προ­α­πο­στο­λής στην Α­ρά­χω­βα, ως φυ­λα­κί­ων προ­φυ­λα­κών μά­χης, σε κα­τάλ­λη­λα ση­μεί­α στα δρομο­λό­για των ί­διων κα­τευ­θύν­σε­ων, έ­γκαι­ρης προ­ει­δο­ποι­ή­σε­ως των α­μυ­νο­μένων, για την προ­ώ­θη­ση και ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων προς την Α­ρά­χω­βα.
* Ε­νί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων (Γαρ­δι­κιώ­τη και Βά­για) με τμή­μα 400 αν­δρών, με ε­πικε­φα­λής τον ο­πλαρ­χη­γό Χρι­στό­δου­λο Χα­τζη­πέ­τρο, το ο­ποί­ο να α­να­χω­ρή­σει από το στρα­τό­πε­δο του Δι­στό­μου, για την Α­ρά­χω­βα με την α­να­το­λή του η­λί­ου.
* Ε­γκα­τά­στα­ση σκο­πών (κα­ρα­ού­λια) σε εμ­φα­νή ση­μεί­α, κα­τά μή­κος των δρο­μο­λογί­ων Δί­στο­μο – Σκληβ­νί­τσα – Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, έ­γκαι­ρης προ­ει­δο­ποι­ή­σε­ως του αρ­χι­στρα­τή­γου, με συν­θη­μα­τι­κούς πυ­ρο­βο­λι­σμούς (α­πό σκο­πό σε σκο­πό), για την προ­ώ­θη­ση των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων προς την Α­ράχω­βα.
* Ε­τοι­μό­τη­τα ά­με­σης κι­νή­σε­ως της υ­πό­λοι­πης δυ­νά­με­ως, με­τά α­πό προ­ει­δοποί­η­ση, υ­πό τον αρ­χι­στρά­τη­γο, για την προ­ώ­θη­σή της στην κα­τεύ­θυν­ση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα και με δυ­να­τό­τη­τα προ­σβο­λής α­πό τα νώ­τα της κύ­ριας δυνά­με­ως του Μου­στά­μπε­η, την ο­ποί­α θα α­κο­λου­θού­σε, κα­τά την προ­έ­λα­ση και ε­πιθε­τι­κή ε­νέρ­γειά της ε­να­ντί­ον της Α­ρά­χω­βας.
* Ε­νί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων (Γαρ­δι­κιώ­τη και Βά­για) με τα τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α πο­λιορ­κού­σαν το Φρού­ριο της Άμ­φισ­σας, με ε­πι­κε­φα­λής τους Οοπλαρ­χη­γούς Γε­ώργιο Δυο­βου­νιώ­τη και Νά­κο Πα­νουρ­γιά και με άλ­λα τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α βρί­σκονταν σε άλ­λες α­πο­στο­λές στα χω­ριά της πε­ριο­χής, με­τά α­πό γρα­πτή ει­δο­ποί­ηση (ε­πι­στο­λή του αρ­χι­στρα­τή­γου) των οπλαρχηγών, α­πε­σταλ­μέ­νη με έ­κτα­κτους αγ­γε­λια­φό­ρους.

Στις 17 Νο­εμ­βρί­ου, τις βρα­δι­νές ώ­ρες, ο Καραϊσκάκης ε­ξέ­δω­σε προ­φο­ρι­κή δια­τα­γή ε­πι­χει­ρήσε­ως προς τους ο­πλαρ­χη­γούς, α­να­πτύσ­σο­ντας το σχέ­διο του Μου­στά­μπε­η και το δι­κό του, με τις ε­πι­μέ­ρους α­πο­στο­λές των ελ­λη­νι­κών τμη­μά­των και τις ο­δηγί­ες προ­πα­ρα­σκευ­ής και διοι­κη­τι­κής μέ­ρι­μνας (πα­ρα­σκευ­ή άρ­του κ.ά.). Ε­πί­σης διέ­τα­ξε την προ­ε­τοι­μα­σί­α της κύριας δυ­νά­με­ως, στη διάρ­κεια της νύ­χτας, με ε­τοι­μό­τη­τα α­να­χω­ρή­σε­ως την ε­πο­μέ­νη, σύμ­φω­να με το σχέ­διο. Τέ­λος, κά­λε­σε το γραμ­μα­τέ­α του Δη­μή­τριο Αι­νιά­να, για να του συντάξει τις ε­πι­στο­λές, με ε­ντο­λή προς τους ο­πλαρ­χη­γούς των τμη­μά­των, τα ο­ποί­α πο­λιορκού­σαν το Φρού­ριο της Άμ­φισ­σας και άλ­λων, τα ο­ποί­α βρί­σκο­νταν σε α­πο­στολές στα χωριά της πε­ριο­χής, προ­κει­μέ­νου να σπεύ­σουν στην Α­ρά­χω­βα, για την ενί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων.

Σε ε­κτέ­λε­ση της δια­τα­γής ε­πι­χει­ρή­σε­ως του Καραϊσκάκη, η δύ­να­μη προ­α­πο­στο­λής α­να­χώρη­σε α­μέ­σως τη νύ­χτα της 17ης (ξη­μέ­ρω­μα 18ης) Νο­εμ­βρί­ου για την Α­ρά­χω­βα και ό­ταν έφτασε στη νό­τια πα­ρυ­φή της, ο Γαρ­δι­κιώ­της διέ­τα­ξε στά­ση, ώ­στε να συ­γκε­ντρω­θεί ό­λη η δύ­να­μη και να δοθούν ο­δη­γί­ες για τις πε­ραι­τέ­ρω ε­νέρ­γειες. Α­μέ­σως με­τά προ­ω­θή­θη­καν τμή­μα­τα α­να­γνω­ρί­σε­ως (πε­ρί­πο­λοι) σε διά­φο­ρες κα­τευ­θύνσεις, τα ο­ποί­α α­νέ­φε­ραν, ό­τι η Α­ρά­χω­βα δεν κα­τέ­χε­ται α­πό ε­χθρι­κά τμή­μα­τα. Έτσι, ό­λη η δύ­να­μη προ­α­πο­στο­λής προχώρησε στην πε­ριο­χή της εκ­κλη­σί­ας του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα σπί­τια της α­να­το­λι­κής πα­ρυ­φής, ό­που άρ­χι­σε την οργά­νω­ση θέ­σε­ων μά­χης και την α­μυ­ντι­κή ε­γκα­τά­στα­ση. Επίσης, σε ε­φαρ­μο­γή του σχε­δί­ου ά­μυ­νας, μι­κρά τμή­μα­τα προ­ω­θή­θη­καν στα δρο­μο­λό­για κα­τευ­θύν­σε­ων του ε­χθρού (υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζεμε­νού – Α­ρά­χω­βα), για την ε­κτέ­λε­ση της α­πο­στο­λής τους, ως φυ­λά­κια προ­φυ­λακών μά­χης.

Πρώτη μέρα της μάχης – 18 Νοεμβρίου 1826
Τα μι­κρά ελ­ληνι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α εί­χαν προ­ω­θη­θεί ως φυ­λά­κια προ­φυ­λα­κών μά­χης και είχαν ε­γκα­τα­στα­θεί στις δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις, υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και Στενό Ζεμενού – Α­ρά­χω­βα, τις προ­με­σημ­βρι­νές ώ­ρες (πε­ρί­που στις 10:00) α­νέ­φε­ραν στους Ο­πλαρ­χη­γούς Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και Γε­ώρ­γιο Βά­για, ό­τι εμ­φα­νί­σθη­καν οι ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κές των ε­χθρι­κών τμη­μά­των, στην πρώ­τη κα­τεύ­θυν­ση, κα­τερ­χόμε­νες τα βο­ρειο­α­να­το­λι­κά υ­ψώ­μα­τα της Α­ρά­χω­βας και στη δεύ­τε­ρη, ει­σερ­χόμε­νες στο Στε­νό Ζε­με­νού.

Τις με­σημ­βρι­νές ώ­ρες, οι Τουρ­καλ­βα­νοί, α­φού προ­ω­θή­θη­καν, ε­πι­τί­θο­νταν α­πό διά­φο­ρες κα­τευθύν­σεις και συ­γκρού­ο­νταν με τα ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α α­μύ­νο­νταν στην πε­ριο­χή της εκ­κλη­σί­ας του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα γύ­ρω σπί­τια. Η μά­χη γε­νι­κεύ­θη­κε και για πε­ρί­που δύ­ο ώ­ρες ε­ξα­κο­λουθού­σε σφο­δρή, ε­νώ τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α ε­νερ­γού­σαν στην κα­τεύ­θυν­ση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, εί­χαν αρ­χί­σει να κα­τα­λαμ­βά­νουν τα πρώ­τα σπί­τια της α­να­το­λι­κής πα­ρυ­φής της Α­ρά­χω­βας.

Στην ί­δια κα­τεύ­θυν­ση, η κύ­ρια ε­χθρι­κή δύ­να­μη, υ­πό τους Μου­στάμπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η, φθά­νει στην Α­ρά­χω­βα και ε­νερ­γεί σφο­δρή ε­πί­θε­ση, με αλλε­πάλ­λη­λες ε­φό­δους ε­να­ντί­ον των Ελ­λή­νων, οι ο­ποί­οι δια­τη­ρούν τις θέ­σεις τους. Ό­μως, πα­ρά τη σθε­να­ρή α­ντί­δρα­σή τους, οι ε­πι­τι­θέμε­νοι προ­χω­ρούν και κα­τα­λαμ­βά­νουν με­ρι­κά α­κό­μη σπί­τια.

Στη σχε­τι­κώς κρί­σι­μη αυ­τή φά­ση, το τμή­μα των 400 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τον οπλαρ­χη­γό Χρι­στό­δου­λο Χα­τζη­πέ­τρο, προ­ερ­χόμε­νο α­πό το Δί­στο­μο, κα­τα­φθά­νει και κα­τα­λαμ­βά­νει τα υ­ψώ­μα­τα Α­φα­νός και Κου­μού­λα, ε­νι­σχύ­ο­ντας έ­τσι την ά­μυ­να στη νό­τια πα­ρυ­φή της Α­ρά­χω­βας.

Ταυ­το­χρό­νως, η υ­πό­λοι­πη δύ­να­μη, πε­ρί­που 800 άνδρες, υ­πό τον Αρ­χι­στρά­τη­γο, η ο­ποί­α, σύμ­φω­να με το σχέ­διο, α­κο­λου­θού­σε την κύ­ρια δύ­να­μη του Μου­στά­μπε­η, στην κατεύθυνση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, προ­σβάλ­λει α­πό τα νώ­τα τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα της ο­πι­σθο­φυ­λα­κής, ει­δο­ποιώ­ντας συ­νά­μα και τα α­μυ­νό­με­να φί­λια τμή­μα­τα για την ά­φι­ξη και την προ­ώ­θη­σή της και ε­πι­διώ­κο­ντας να α­πο­κλεί­σει, κα­τά το δυ­να­τόν, τους Ο­θω­μα­νούς και α­πό την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή.

Ο Μου­στά­μπε­ης, ε­κτι­μώ­ντας ό­τι οι δυ­νά­μεις του κιν­δυ­νεύ­ουν να ε­γκλω­βι­σθούν μέ­σα στην Α­ρά­χω­βα, προ­βαί­νει στις ε­ξής ε­νέρ­γειες:
* Α­πο­σύ­ρει ό­λες τις δυ­νά­μεις του και τις ε­γκα­θι­στά σε α­μυ­ντι­κή διά­τα­ξη βο­ρεί­ως της Α­ρά­χωβας, στα υ­ψώ­μα­τα Λό­φος Μου­στά­μπε­η και Λυ­κό­τρου­πο, κα­θώς και στα εν­διά­μεσα αυτών και στα γύ­ρω α­ντε­ρί­σμα­τα, α­πο­σκο­πώ­ντας στη διοί­κη­ση, τον έ­λεγ­χο και την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή ε­πέμ­βα­ση των τμη­μά­των του, με α­ντε­πι­θέ­σεις ε­να­ντίον των Ελ­λή­νων.
* Δια­τάσ­σει δύ­να­μη 500 Τουρ­καλ­βα­νών να ε­πι­τε­θεί ε­να­ντί­ον της κύ­ριας δυ­νά­μεως του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη, η ο­ποί­α προ­χω­ρού­σε α­πό την κα­τεύ­θυν­ση του Ζε­με­νού, ώ­στε να την α­να­γκά­σει να α­να­κό­ψει την προ­ώ­θη­σή της και να πα­ρα­μεί­νει έ­ξω α­πό την Α­ρά­χω­βα.
* Δια­τάσ­σει ε­πί­σης, τμή­μα πε­νή­ντα ιπ­πέ­ων, να προ­ω­θη­θεί στο ύ­ψω­μα Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, α­να­το­λι­κώς της Α­ρά­χω­βας, με α­πο­στο­λή α­φε­νός να πα­ρα­κο­λου­θεί και να α­να­φέ­ρει τις κινήσεις της κύ­ριας δυ­νά­με­ως του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και ε­ξάλ­λου να α­σφα­λί­ζει τη δύ­να­μη του Μου­στά­μπε­η, α­πο­κρού­ο­ντας ο­ποια­δή­πο­τε ε­πι­θετι­κή προ­σβο­λή ε­να­ντί­ον της, α­πό α­να­το­λι­κή κα­τεύ­θυν­ση.

Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, συ­νε­χί­ζο­ντας την προ­ώ­θη­ση της κύ­ριας δυ­νά­με­ως και προ­σεγγί­ζο­ντας στην Α­ρά­χω­βα, δια­τάσ­σει τμή­μα 300 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρχη­γούς Γιώ­τη Δαγκλή, Δια­μά­ντη Ζέρ­βα και Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό να κα­τα­λά­βουν τα υ­ψώ­μα­τα της δια­βά­σε­ως στην πε­ριο­χή Ζερ­βο­σπη­λιές, ε­πί της ο­δού πη­γές Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και να έ­χουν ετοιμότητα ταυ­τό­χρο­νης ε­πι­θέ­σε­ως στην κατεύ­θυν­ση Διά­βα­ση Ζερ­βο­σπη­λιές – ύ­ψω­μα Λυ­κό­τρου­πο – Α­ρά­χω­βα, ως δευ­τερεύ­ου­σα προ­σπά­θεια (Δ.Π.), ε­νώ ο ί­διος θα ε­νερ­γού­σε κατάμέ­τω­πο, με κύ­ρια προσπά­θεια (Κ.Π.) στην κα­τεύ­θυν­ση Μύ­λοι Πά­νιας – ύ­ψω­μα Μαύ­ρα Λι­θά­ρια – Α­ρά­χωβα.

Κα­τά την προ­ώ­θη­ση και ό­ταν τα πρώ­τα τμή­μα­τα της Κ.Π. φθά­νουν στο ύ­ψω­μα Μαύρα Λι­θά­ρια, ε­ντο­πί­ζουν δε­ξιά (βο­ρεί­ως) στο ί­διο ύ­ψος, στο ύ­ψω­μα Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός το ε­χθρι­κό τμή­μα των ιπ­πέ­ων. Α­μέ­σως ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης δια­τάσ­σει ε­πι­θε­τική κί­νη­ση και προ­σβο­λή των ιπ­πέ­ων με δι­κό του τμή­μα, στην εμ­φά­νι­ση του ο­ποί­ου οι ιπ­πείς υ­πο­χω­ρούν χω­ρίς α­ντί­στα­ση, ε­πι­στρέ­φο­ντας στην α­μυ­ντι­κή τοπο­θε­σί­α του Μου­στά­μπε­η.

Α­μέ­σως με­τά, τα προ­ω­θη­μέ­να ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα κα­τα­λαμ­βά­νουν το ύ­ψω­μα Κα­ϋμέ­νος Σταυ­ρός και με σχε­τι­κώς αρ­γό ρυθ­μό και αυ­ξη­μέ­να μέ­τρα α­σφα­λεί­ας, συνε­χί­ζουν την ε­πί­θε­ση προς την Α­ρά­χω­βα, προ­κει­μέ­νου να ε­νι­σχύ­σουν και να υ­πο­στη­ρί­ξουν, τα α­μυ­νό­με­να φί­λια τμή­μα­τα. Τη στιγ­μή αυ­τή εκ­δη­λώ­νε­ται ε­πιθε­τι­κή ε­νέρ­γεια του τμή­μα­τος των 500 Τουρκαλβανών με με­γά­λη ορ­μή, ώ­στε με­τά α­πό συ­μπλο­κή ε­νός τε­τάρ­του της ώ­ρας, α­να­στέλ­λε­ται η συ­νέ­χι­ση της ε­πι­θέσε­ως στο κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως των ε­πι­τι­θέ­με­νων ελληνικών τμη­μά­των, προ­καλώ­ντας μι­κρή υ­πο­χώ­ρη­ση της δυ­νά­με­ως της Κ.Π. και σύγ­χυ­ση στη δύ­να­μη της Δ.Π.

Στη δυ­σμε­νή αυ­τή ε­ξέ­λι­ξη, την κα­τά­στα­ση α­πο­σό­βη­σε η ά­με­ση ε­πέμ­βα­ση των Σου­λιώ­τι­κων τμη­μά­των με ε­πι­κε­φα­λής τους οπλαρ­χη­γούς Γε­ώρ­γιο Ζή­κου Τζαβέ­λα και Γιαν­νού­ση Πανομάρα. Τα τμή­μα­τα αυ­τά, ευ­ρι­σκό­με­να στην πλευ­ρά, η οποί­α κλο­νί­σθη­κε, δια­τη­ρούν τις θέ­σεις τους και α­μέ­σως με­τά ε­πι­τί­θε­νται με α­πο­τέ­λε­σμα, α­φε­νός να α­να­κό­ψουν την επιθετική ορ­μή του ε­χθρι­κού τμή­ματος ε­να­ντί­ον τους, φο­νεύ­ο­ντας μά­λι­στα τον αρ­χη­γό του Ο­σμάν Α­γά και α­φε­τέρου να συ­γκρα­τή­σουν ό­σους α­πό τους Έλ­λη­νες υ­πο­χω­ρού­σαν, να συ­νε­χί­σουν την ε­πί­θε­ση και να α­να­γκά­σουν τους Ο­θω­μα­νούς να τρα­πούν σε φυ­γή, δυ­τι­κώς της Α­ρά­χω­βας, στα υ­ψώ­μα­τα Πλό­βαρ­μα και Κα­να­λά­κι, δια­φεύ­γο­ντας προς την πε­ριοχή των Δελ­φών. Τα ε­χθρι­κά αυ­τά τμή­μα­τα βρέ­θη­καν α­ντι­μέ­τω­πα με τα τμή­μα­τα των ο­πλαρ­χη­γών Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά, τα ο­ποί­α προ­έρ­χο­νταν α­πό τους Δελ­φούς και κατευθύνονταν στην Α­ρά­χω­βα για ε­νί­σχυ­ση των φί­λιων δυ­νά­με­ων, ο­πό­τε δέ­χθη­καν ε­πί­θε­ση, α­πό τους Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά, κα­τά τη διαφυ­γή τους και α­να­γκά­σθη­καν να στρα­φούν και πά­λι, υ­πο­χω­ρώ­ντας προς την Αρά­χω­βα. Ε­κεί και άλ­λα ο­θω­μα­νι­κά τμή­μα­τα διέ­φευ­γαν α­πό την Α­ρά­χω­βα προς τους Δελ­φούς, ε­ξαι­τί­ας της με­τω­πι­κής ε­πι­θέ­σε­ως της δυνάμεως του Καραϊσκάκη και, πιε­ζό­με­να ε­κα­τέ­ρω­θεν (α­πό τη δύ­να­μη του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και τα τμή­ματα Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά), α­να­γκά­ζο­νται να τρα­πούν βο­ρεί­ως της Αράχωβας και να κα­τα­φύ­γουν στην α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α του Μου­στά­μπε­η.

Ό­ταν η δύ­να­μη των 500 Τουρ­καλ­βα­νών ε­πι­τέ­θη­κε στο κέ­ντρο της δυ­νά­με­ως του Καραϊσκάκη, οι ο­πλαρ­χη­γοί Δα­γκλής, Ζέρ­βας και Περ­ραι­βός, ε­κτι­μώ­ντας την κρι­σι­μό­τη­τα της καταστάσεως και ε­νώ δέ­χο­νταν ε­χθρι­κή ε­πί­θε­ση στη Διά­βαση Ζερ­βο­σπη­λιές, με πρω­το­βου­λί­α τους, α­πο­φα­σί­ζουν να ε­πι­τε­θούν ε­να­ντί­ον της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας (Μουστάμπεη), ε­πι­διώ­κο­ντας να α­πο­σπάσουν την προ­σο­χή του, ώ­στε α­φε­νός να α­πο­τρέ­ψουν τη δυ­να­τό­τη­τα α­ντε­πι­θέ­σε­ως, ό­που η το­πο­θε­σί­α του δε­χό­ταν ε­πί­θε­ση α­πό ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα και α­φε­τέ­ρου να α­πο­δυ­να­μώ­σουν την πί­ε­ση, την ο­ποί­α α­σκού­σε στο κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως της δυ­νά­με­ως του Αρ­χι­στρα­τή­γου. Έ­τσι προ­ω­θούν τα τμή­μα­τά τους δυ­τι­κώς του υ­ψώ­μα­τος Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, κα­τα­λαμ­βά­νουν έ­να α­νώ­νυ­μο ύ­ψω­μα (υψ. 1076) υ­περ­κεί­με­νο, βο­ρεί­ως – βο­ρειο­α­να­το­λι­κώς της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας, ως βά­ση εξορμήσεως, α­πό ό­που εκ­δη­λώ­νουν ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια ε­να­ντί­ον της τοπο­θε­σί­ας. Προ­σπά­θεια α­ντε­πι­θέ­σε­ως ε­χθρι­κού τμή­μα­τος α­πο­κρού­ε­ται, και με­τά α­πό α­γώ­να πε­ρί­που μι­σής ώρας το τμή­μα αυ­τό τρέ­πε­ται σε φυ­γή, ε­πα­νερ­χόμε­νο στην το­πο­θε­σί­α. Δύ­ο α­κό­μη α­πό­πει­ρες α­ντε­πι­θέ­σε­ως, ε­να­ντί­ον άλ­λων ελλη­νι­κών τμη­μά­των α­πο­τυγ­χά­νουν, με ση­μα­ντι­κές, σε βά­ρος των ε­χθρι­κών δυ­νάμε­ων α­ντε­πι­θέ­σε­ως, α­πώ­λειες. Στο με­τα­ξύ, η ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια του τμή­μα­τος των 500 Τουρ­καλ­βα­νών δεν ευοδώ­θη­κε, πα­ρά την πει­σμα­τώ­δη προσπάθειά του, με α­πο­τέ­λε­σμα και αυ­τό να α­νατρα­πεί και να συ­μπτυ­χθεί στο ε­σω­τε­ρι­κό της το­πο­θε­σί­ας.

Στο τέ­λος της πρώ­της η­μέ­ρας της μά­χης, με τη δύ­ση του η­λί­ου, η κα­τά­στα­ση των α­ντι­πά­λων εί­χε δια­μορ­φω­θεί ως ε­ξής:

Η κύ­ρια δύ­να­μη των Ο­θω­μα­νών υ­πό τους Μου­στά­μπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η εί­χε συγκε­ντρω­θεί και εί­χε ε­γκα­τα­στα­θεί α­μυ­ντι­κώς στα υ­ψώ­μα­τα Λό­φος Μου­στά­μπεη βο­ρεί­ως της Αράχωβας και Λυ­κό­τρου­πο, βο­ρειο­α­να­το­λι­κώς της Α­ρά­χω­βας, όπου βρί­σκο­νταν οι Κα­ρυο­φίλ­μπε­ης και Ελ­μάν­σμπε­ης, ε­νώ ό­λη η υ­πό­λοι­πη δύ­ναμη με τους ε­πι­κε­φα­λής α­ξιω­μα­τι­κούς ή­ταν πλή­ρως ε­κτε­θει­μέ­νη στις κο­ρυ­φές των γυ­μνών λό­φων, με μέ­σα προ­στα­σί­ας και κα­λύ­ψε­ως τους ίπ­πους, τους η­μί­ονους και τις α­πο­σκευές.

Η ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α, ε­δα­φι­κώς πε­ριο­ρι­σμέ­νη, ή­ταν πε­ρι­κυ­κλω­μένη και η ε­γκα­τε­στη­μέ­νη σε αυ­τή δύ­να­μη ή­ταν ε­γκλω­βι­σμέ­νη.

Ο Καραϊσκάκης, α­μέ­σως με­τά α­πό αυ­τή την α­να­διά­τα­ξη της ε­χθρι­κής δυ­νά­μεως, ε­γκα­τέ­στη­σε το στρα­τη­γεί­ο του στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Για να εί­ναι η ά­μυ­να πιο αποτελεσματική, διατάσ­σει τη βελ­τί­ω­ση των θέ­σε­ων μά­χης στη βό­ρεια πλευ­ρά του πε­ρι­βό­λου της εκ­κλη­σί­ας και στα γύ­ρω σπί­τια.

Η μέ­χρι τό­τε ε­ξέ­λι­ξη και η ε­κτί­μη­ση της κα­τα­στά­σε­ως τον ο­δη­γού­σε στο συμπέ­ρα­σμα, ό­τι η θέ­ση των Ο­θω­μα­νών θα ε­πι­δει­νω­νό­ταν και έ­δω­σε ε­ντο­λή στους ο­πλαρ­χη­γούς της δυνάμεώς του να κα­τα­λά­βουν με τα τμή­μα­τά τους ε­πί­και­ρες θέ­σεις, προ­κει­μέ­νου να α­πο­κλεί­σουν τα δρο­μο­λό­για δια­φυ­γής και να πα­ρε­μπο­δί­σουν τη δυ­να­τό­τη­τα ε­νι­σχύ­σε­ως των εγκλωβισμένων με άλ­λες δυ­νά­μεις.

Τη νύ­χτα της 18ης (ξη­μέ­ρω­μα 19ης) Νο­εμ­βρί­ου εκ­δη­λώ­θη­κε δρι­μύ ψύ­χος με σύν­νε­φα, ο­μί­χλη και βό­ρειο ά­νε­μο. Τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα, ε­κτε­θει­μέ­να στο ύ­παι­θρο, υ­πό δυ­σμε­νείς καιρικές συν­θήκες, βρέ­θη­καν σε μειο­νε­κτι­κή θέ­ση, ε­νώ οι Έλ­λη­νες α­ντι­με­τώ­πι­ζαν το ψύ­χος, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ως κα­τα­λύ­μα­τα τα σπί­τια των Α­ρα­χω­βι­τών, ε­πι­στρέ­φο­ντας εκ περιτροπής στις θέ­σεις μά­χης. Ό­μως, ό­σοι (συ­νή­θως ό­χι ό­λοι) και ό­ταν ε­πέστρε­φαν πα­ρέ­με­ναν στις θέ­σεις σε ε­πα­γρύ­πνη­ση πιο λί­γο χρό­νο. Πολ­λοί μά­λιστα έ­πι­ναν ά­φθο­νο αραχωβίτικο χλια­ρό κρα­σί, τρώ­γο­ντας και λί­γες ε­λιές, από ό­σες εί­χαν α­φή­σει οι Α­ρα­χω­βί­τες, έ­πε­φταν σε βα­θύ ύ­πνο μέ­σα στα σπί­τια και συ­νε­πώς ή­ταν α­να­ξιό­μα­χοι.

Οι Ο­θω­μα­νοί, ε­νώ α­ντι­λή­φθη­καν την α­που­σί­α των Ελ­λή­νων α­πό τις θέ­σεις μάχης, υ­πο­ψιά­σθη­καν, ό­τι σχε­δί­α­ζαν κά­ποια αιφ­νι­δια­στι­κή ε­νέρ­γεια και δεν εκμε­ταλ­λεύ­θη­καν την ευκαιρία να ε­κτο­ξεύ­σουν νυ­χτε­ρι­νή α­ντε­πί­θε­ση και να ε­πι­χει­ρή­σουν δια­φυ­γή. Α­σφα­λώς, αν ε­νερ­γού­σαν, η προ­σπά­θειά τους θα ευο­δωνό­ταν. Σε σύ­σκε­ψη και σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση των Μου­στά­μπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η δεν ε­γκρί­θη­κε η πρό­τα­ση δια­φυ­γής, για­τί ο πρώ­τος θε­ω­ρού­σε τη φυ­γή πρά­ξη α­τι­μω­τική και ο δεύ­τε­ρος έλ­πι­ζε ό­τι ο Κιου­τα­χής θα έ­στελ­νε ε­νί­σχυ­ση.

Δεύτερη μέρα της μάχης – 19 Νοεμβρίου 1826
Α­πό το πρώτο φως της ημέ­ρας ό­λα τα ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρ­χη­γούς τους, σύμ­φω­να με την ε­ντο­λή του Καραϊσκάκη, η ο­ποί­α δόθη­κε την προ­η­γου­μέ­νη, είχαν ε­γκα­τα­στα­θεί σε διά­τα­ξη πε­ρι­κυ­κλώ­σε­ως της εχθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας. Ι­διαί­τε­ρα μέ­τρα εί­χαν λη­φθεί σε ε­πί­και­ρες θέ­σεις με την κα­τα­σκευ­ή μι­κρών προ­μα­χώ­νων (θέσεων μά­χης), κυ­ρί­ως στις δια­βά­σεις και στα δρο­μο­λό­για, με μι­κρά δια­στή­μα­τα με­τα­ξύ των προ­μα­χώ­νων, ώστε να α­πο­τρα­πεί κά­θε προ­σπά­θεια δια­φυ­γής.

Α­πό το πρω­ί άρ­χι­σε α­νταλ­λα­γή πυ­ρών με­τα­ξύ των α­ντι­πά­λων, με συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νο ρυθ­μό, χω­ρίς ση­μα­ντι­κές α­πώ­λειες των ε­χθρι­κών τμη­μά­των, για­τί εί­χαν ε­πί­σης κατασκευάσει προ­μα­χώ­νες, α­πό τους ο­ποί­ους προ­στα­τεύ­ο­νταν. Τη δεύ­τε­ρη αυ­τή η­μέ­ρα της μά­χης και άλ­λα φί­λια τμή­μα­τα με τους ο­πλαρ­χηγούς τους κα­τα­φθά­νουν, σύμ­φω­να με τις γρα­πτές ε­ντο­λές (ε­πι­στο­λές) του Καραϊσκάκη και ε­γκα­θί­στα­νται στα δυ­τι­κά υ­ψώ­μα­τα, ε­πι­τυγ­χά­νο­ντας έ­τσι απο­κλει­σμό των δυ­νά­με­ων του Μου­στά­μπε­η και α­πό τη δυ­τι­κή πλευρά.

Τρίτη μέρα της μάχης – 20 Νοεμβρίου 1826
Nω­ρίς το πρω­ί εί­χαν φθά­σει στην Α­ρά­χω­βα τα τμή­μα­τα των oπλαρ­χη­γών Μα­κρή, Δρά­κου, Κα­λύβα, Α­πο­κο­ρί­τη, Γιόλ­δα­ση, Κων­στα­ντή Γρί­βα, του Κο­μνά Τρά­κα με 150 άν­δρες, το οποίο βρι­σκό­ταν στο Κω­ρύ­κειο ά­ντρο, και τέ­λος του Σπύ­ρου Μή­λιου με πε­ρισ­σότε­ρους α­πό 300 άν­δρες, το ο­ποί­ο εί­χε πα­ρα­μεί­νει στο Δί­στο­μο, με ε­ντο­λή του Καρα­ϊ­σκά­κη, ό­ταν αναχώρησε για την Α­ρά­χω­βα με την κύ­ρια δύ­να­μη. Τα τμήμα­τα αυ­τά κα­τα­λαμ­βά­νουν καί­ριες θέ­σεις στην πε­ριο­χή, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας έ­τσι την πε­ρι­κύ­κλω­ση της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας.

Ε­πί­σης, μί­α ση­μα­ντι­κή δύ­να­μη συ­γκρο­τεί­ται, ως ε­φε­δρεί­α του Καραϊσκάκη, με ε­τοι­μό­τη­τα ά­με­σης ε­πεμ­βά­σε­ως, ό­που και ό­ταν η ε­χθρι­κή δρα­στη­ριό­τητα θα πα­ρου­σια­ζό­ταν ι­σχυ­ρή και ε­πι­κίν­δυ­νη για την ε­ξέ­λι­ξη του α­γώ­να των ελ­λη­νι­κών τμη­μά­των. Έ­τσι, οι Έλ­λη­νες α­πό α­μυ­νό­με­νοι που ή­σαν έ­γι­ναν ε­πι­τι­θέ­με­νοι και α­σκούσαν συ­νε­χή πί­ε­ση στην ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό έλεγ­χο των δρο­μο­λο­γί­ων δια­φυ­γής ή ε­νι­σχύ­σε­ως.

Όταν οι πο­λιορ­κού­με­νοι Τουρ­καλ­βα­νοί ε­πιχεί­ρη­σαν έ­ξο­δον κα­τά των θέ­σε­ων των πο­λιορ­κη­τών, έ­νας εξ αυ­τών βρέ­θη­κε για μια στιγ­μή πλη­σί­ον του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη, με γυ­μνό το σπα­θί του και ρίχτη­κε ξαφ­νι­κά ε­να­ντί­ον του για να τον α­πο­κε­φα­λί­σει. Τη στιγ­μή ό­μως ε­κείνη, τον έ­σω­σε α­πό βέ­βαιο θά­να­το έ­νας α­κό­λου­θός του, ο στρα­τιώ­της Μά­ρα­θος από το χω­ριό Κο­μπο­τά­δες Φθιώ­τι­δος, που βρέ­θη­κε κο­ντά του και ο ο­ποί­ος πρό­φθα­σε και σκό­τω­σε τον Τούρ­κο σπα­θο­φό­ρο, πριν αυ­τός προ­λά­βει να κα­τε­βά­σει το σπα­θί του κα­τά της κε­φα­λής του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη. Έ­κτο­τε, ο Καραϊσκάκης α­νε­γνώ­ρι­ζε ως σω­τή­ρα του τον α­νω­τέ­ρω α­κό­λου­θό του. Το επει­σό­διο αυ­τό με­τα­δό­θη­κε βρα­δύ­τε­ρα στους α­πο­γό­νους Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και Μάρα­θου, οι ο­ποί­οι έ­τρε­φαν με­γά­λη συ­μπά­θεια και α­γά­πη με­τα­ξύ τους.

Τέταρτη μέρα της μάχης – 21 Νοεμβρίου 1826
Την η­μέ­ρα αυ­τή, προ­κει­μέ­νου να υ­λο­ποι­η­θεί η τα­κτι­κή του Καραϊσκάκη για την πε­ρι­κύ­κλω­ση, τις πρω­ι­νές ώ­ρες, έ­να πρώ­το τμή­μα 300 αν­δρών με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρ­χηγούς Δια­μα­ντή Ζέρ­βα, Λά­μπρο Βέ­ι­κο ή Ζάρ­μπα, Δή­μο Τσέ­λιο και Κων­στα­ντί­νο Βέ­ρη δια­τάσ­σε­ται να ε­γκα­τα­στα­θεί στο Στε­νό Ζε­με­νού, με α­πο­στο­λή να α­πο­τρέψει τη διέ­λευ­ση ε­χθρι­κού τμή­μα­τος προς την Α­ρά­χω­βα, για την ε­νί­σχυ­ση του Μου­στά­μπε­η. Ε­πί­σης, δεύ­τε­ρο τμή­μα με ε­πι­κε­φα­λής τους Ο­πλαρ­χη­γούς Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό και Γιώ­τη Δα­γκλή δια­τάσ­σε­ται να εγκατασταθεί στα υ­ψώ­μα­τα Ζερ­βο­σπη­λιές και Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, για τον έ­λεγ­χο του δρο­μο­λο­γί­ου Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – Α­ρά­χω­βα με την ί­δια α­πο­στο­λή, ό­πως και το πρώτο.

Στο με­τα­ξύ, στην πε­ριο­χή της Δαύ­λειας, ι­κα­νή ε­χθρι­κή δύ­να­μη εί­χε συ­γκροτη­θεί σε δύ­ο σώ­μα­τα. Το πρώ­το δυ­νά­με­ως 800 αν­δρών υ­πό τον Α­βδου­λάχ Α­γά με α­ποστο­λή να προελάσει δια­μέ­σου του Στε­νού Ζε­με­νού προς την Α­ρά­χω­βα, ως συ­νοδεί­α ε­φο­διο­πο­μπής υ­πο­ζυ­γί­ων με πολ­λά ε­φό­δια για τον α­νε­φο­δια­σμό των ε­γκλω­βι­σμέ­νων και για να διευκολύνει την προ­σπά­θεια δια­φυ­γής και το δεύ­τερο πιο μι­κρής δυ­νά­με­ως, να προ­ε­λά­σει δια­μέ­σου του δρο­μο­λο­γί­ου Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα, με αποστολή την ε­νί­σχυ­ση των ε­γκλω­βι­σμέ­νων. Ό­ταν η κε­φα­λή του δεύ­τε­ρου σώ­μα­τος φθά­νει στο ύ­ψω­μα Σα­ρα­κι­νό, προ των υψω­μά­των Ζερ­βο­σπη­λιές και Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, βάλλει συν­θη­μα­τι­κά πυ­ρά, για να α­να­φέ­ρει την ά­φι­ξή του ως ε­νι­σχύ­σε­ως.

Α­μέ­σως με­τά, ο Μου­στά­μπε­ης, κα­το­πτεύ­ο­ντας τη γύ­ρω πε­ριο­χή και δια­πι­στώνο­ντας ό­τι προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή δεν υ­πάρ­χει ι­σχυ­ρή ελ­λη­νι­κή δύ­να­μη, δια­τάσ­σει έ­να τμή­μα να επιτεθεί α­πό τα νώ­τα ε­να­ντί­ον των τμη­μά­των Περ­ραιβού και Δα­γκλή, α­φε­νός για να διευ­κο­λύ­νει την προ­έ­λα­ση της δυ­νά­με­ως ε­νισχύ­σε­ως και α­φε­τέ­ρου για να δια­τη­ρή­σει α­νοι­χτό το δρο­μο­λό­γιο προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ. Τα τμή­μα­τα Περ­ραι­βού και Δα­γκλή, τα ο­ποί­α δέ­χθη­καν την ε­χθρι­κή ε­πί­θε­ση υ­πο­χω­ρούν α­πό τα υ­ψώ­μα­τα Ζερ­βο­σπη­λιές και Καϋμένος Σταυ­ρός, ε­νώ οι ε­γκλωβι­σμέ­νοι, υ­περ­βαί­νο­ντας τους προ­μα­χώ­νες τους, ε­πι­χει­ρούν να συ­νε­νω­θούν με τη δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως. Ο θό­ρυ­βος και η α­να­τα­ρα­χή στα τμή­μα­τα των α­ντι­μαχο­μέ­νων προ­κά­λε­σαν την προ­σω­πι­κή πα­ρου­σί­α του Καραϊσκάκη, ώ­στε να εκδη­λω­θεί ά­με­ση ε­πέμ­βα­ση με ι­κα­νή δύ­να­μη ε­να­ντί­ον των Ο­θω­μα­νών, οι ο­ποί­οι ε­πι­χεί­ρη­σαν να δια­φύ­γουν, με α­πο­τέ­λε­σμα, α­φού δεν εί­χε α­κό­μη α­φι­χθεί η δύνα­μη ε­νι­σχύ­σε­ως α­πό την κα­τεύ­θυν­ση του Ζε­με­νού (του Α­βδου­λάχ Α­γά), να α­ναγκα­σθούν να υ­πο­χω­ρή­σουν και να επανέλθουν στην α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α. Με­τά την ε­ξέ­λι­ξη αυ­τή, η δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως α­πό την κα­τεύ­θυν­ση της Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, για να α­πο­φύ­γει πε­ραι­τέ­ρω φθο­ρά και περισσότερες α­πώλειες, υ­πο­χώ­ρη­σε και ε­πέ­στρε­ψε στη Δαύ­λεια, δια­μέ­σου της Μο­νής.

Η δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως υ­πό τον Α­βδου­λάχ Α­γά, κα­τά την προ­έ­λα­ση και μό­λις η εμπρο­σθο­φυ­λα­κή ει­σήλ­θε στο Στε­νό Ζε­με­νού, α­πό λαν­θα­σμέ­νη ε­κτί­μη­ση και βια­στι­κή ε­νέρ­γεια του εκεί ελ­λη­νι­κού τμή­μα­τος, δέ­χε­ται προ­σβο­λή με πυ­ρά και ση­μα­ντι­κές σε βά­ρος της α­πώ­λειες, αλ­λά το κύ­ριο σώ­μα, λό­γω της στε­νό­τη­τας του χώ­ρου και, κα­τά συ­νέ­πεια, της αδυναμίας α­να­πτύ­ξε­ως για ε­πί­θε­ση υ­ποχω­ρεί α­τά­κτως, ε­πι­στρέ­φο­ντας στη Δαύ­λεια. Με­τά την α­πο­τυ­χί­α της ε­νι­σχύ­σε­ως και της δια­φυ­γής των ε­γκλω­βι­σμέ­νων προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, ο Καραϊσκάκης, α­μέ­σως με­τά τη σύ­γκρου­ση και ε­λέγ­χο­ντας την κα­τά­στα­ση, α­πο­στέλ­λει νέ­α τμή­μα­τα και προς τις δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις ε­να­ντί­ον των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων ε­νι­σχύ­σε­ως. Ό­ταν τα νέ­α αυ­τά τμή­μα­τα έ­φθα­σαν ε­πί τό­που, οι συ­γκρού­σεις εί­χαν τε­λειώσει με α­πώ­λειες των ε­χθρι­κών τμη­μά­των 30 νε­κρούς, πολ­λούς τραυ­μα­τί­ες και 80 κτή­νη, φορ­τω­μέ­να με ε­φό­δια.

Ο Μου­στά­μπε­ης, α­πο­κλει­σμέ­νος και με το η­θι­κό της δυ­νά­με­ώς του πο­λύ χα­μηλό, ε­ξαι­τί­ας των δυ­σμε­νών και­ρι­κών συν­θη­κών (βρο­χή, δρι­μύ ψύ­χος), της ελ­λείψε­ως ε­φο­δί­ων και της α­δυ­να­μί­ας ε­νι­σχύ­σε­ως, κα­θώς και σχε­τι­κής α­παι­τή­σε­ως πολ­λών υ­φι­στα­μέ­νων του, υ­πο­χρε­ώ­νε­ται να ζη­τή­σει συν­θή­κη. Το αί­τη­μα της συν­θή­κης α­να­φέ­ρε­ται στον Καραϊσκάκη, ο οποίος α­πο­στέλ­λει ως εκ­προ­σώ­πους του, τους οπλαρ­χη­γούς Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό και Γιάν­νη Ρού­κη, προ­κει­μέ­νου να δια­πραγ­μα­τευ­θούν τους ό­ρους της συν­θή­κης με τους εεκπροσώπους του Μου­στά­μπε­η, τον χι­λί­αρ­χο Χό­το Λέ­γκα και τον ε­κα­τό­νταρ­χο Σουλε­ϊ­μάν Τό­σκα.

Ο Λέ­γκας, τε­λειώ­νο­ντας την ει­σή­γη­σή του, με­τα­ξύ άλ­λων, εί­πε: «…Σας πα­ρα­κα­λού­με λοι­πόν, να μας α­φή­σε­τε ε­λεύ­θε­ρους με τα ό­πλα μας να πά­με στο Ζη­τού­νι (Λα­μί­α). Ό­σα ζώ­α και πε­ριτ­τά πράγ­μα­τα έ­χο­με μα­ζί μας, ό­λα σας τα δί­δο­με με ευ­χα­ρί­στη­σή μας και για την πί­στη της συμ­φωνί­ας μας, ζη­τού­με να μας δώ­σε­τε πέ­ντε κα­πε­τα­ναί­ους και να πά­ρε­τε και εσείς άλ­λους τό­σους ση­μα­ντι­κούς Τούρ­κους, έ­ως να φτά­σω­με στο Ζη­τού­νι α­σφα­λείς και τό­τε λαμ­βά­νει ο κα­θέ­νας πί­σω τους δι­κούς του. Και κο­ντά σε ό­σα σας εί­παμε, σας υποσχόμεθα και φι­λί­α πα­ντο­τι­νή».

Ο Περ­ραι­βός, με­τα­ξύ άλ­λων, α­πά­ντη­σε: «…Ε­μείς δε ζη­τού­με άλ­λο τι σή­με­ρα πα­ρά την ε­λευ­θε­ρί­α μας, την ο­ποί­α ο Θε­ός ε­χά­ρι­σε σε κά­θε άν­θρω­πο να την χαί­ρε­ται εν ό­σω ζεί, χω­ρίς να βλά­ψει το γεί­το­νά του. Ε­σείς, α­γω­νι­ζό­με­νοι να μας τη σκο­τώ­σε­τε, δεν κάμνε­τε άλ­λο τι πα­ρά να κα­τα­πα­τεί­τε τη θε­ϊ­κή α­πό­φα­ση. Ό­σο για την ό­ποια ζη­τεί­τε συν­θή­κη, ε­μείς τη δεχόμεθα, κα­τά τη δια­τα­γή του Αρ­χη­γού μας, με τα ε­ξής κε­φά­λαια:
A. Η ζω­ή σας θέ­λει εί­ναι ε­λευ­θέ­ρα και α­πεί­ρα­κτος α­πό μι­κρού έ­ως με­γά­λου, ε­πει­δή ού­τε η συνεί­δη­σή μας ού­τε η θρη­σκεί­α μας συγ­χω­ρού­σι να βλά­ψω­με τους ό­σους μας ζη­τούν συγχώρηση.
Β. Προ της α­να­χω­ρή­σε­ώς σας, να μας πα­ρα­δώ­σε­τε τα Σά­λω­να και τη Λι­βα­δειά.
Γ. Η α­να­χώ­ρη­σή σας δεν συγ­χω­ρεί­ται έ­ως εις το Ζη­τού­νι, αλ­λά να υ­πά­γει έ­καστος εις τα ί­δια.
Δ. Ό­σα ό­πλα και χρή­μα­τα φέ­ρε­τε ε­πά­νω σας α­πό μι­κρού έ­ως με­γά­λου, φο­ρέ­μα­τα δι­πλά, ζώ­α πα­ντός γέ­νους και ό­λα τα κι­νη­τά, θέ­λε­τε τα πα­ρα­δώ­σει εις ό­ποιαν ε­πι­τρο­πήν δια­τά­ξει ο Αρ­χη­γός μας.
Ε. Δια την α­σφα­λή ε­κτέ­λε­ση των δια­λη­φθέ­ντων κε­φα­λαί­ων, ζη­τού­με εκ μέ­ρους σας ο­μή­ρους τον Κα­ρυο­φίλ­μπε­ην, α­δελ­φόν του Μου­στά­μπε­η και τον Κε­χα­γιάμπε­ην, σεις δε, ε­κτός του Αρ­χη­γού μας, έ­χε­τε την ά­δεια να ζη­τή­σε­τε ό­ποιους οπλαρ­χη­γούς θέ­λε­τε.

Αυ­τά εί­ναι τα, εκ μέ­ρους του Αρ­χη­γού μας και λοι­πών οπλαρ­χη­γών, ζη­τή­μα­τα, εις τα ο­ποί­α δεν συγ­χω­ρεί­ται καμ­μί­α συ­γκα­τά­βα­σις. Αν τα δέ­χε­σθε, η­μείς εί­με­θα έ­τοι­μοι να τα εκτελέσωμεν α­μέ­σως, το ε­να­ντί­ον δε, πά­λιν αρ­χί­ζο­μεν τον πό­λε­μον και ο Θε­ός, ό­ποιον γνω­ρί­ζει ά­δι­κον, ας τον παι­δεύ­σει».

Οι ό­ροι, τους ο­ποί­ους α­ντι­πρό­τει­νε ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, α­πορ­ρί­φθη­καν α­πό τους Μου­στά­μπε­η και Κε­χια­γιάμπε­η, ε­πει­δή φο­βού­νταν την ορ­γή του Κιου­τα­χή και ήλ­πι­ζαν ό­τι τε­λι­κώς δε θα τους ε­γκα­τέ­λει­πε στη δει­νή θέ­ση, στην ο­ποί­α βρί­σκο­νταν. Δύ­ο ώ­ρες, με­τά την α­να­χώ­ρη­ση των εκ­προ­σώ­πων του Μου­στά­μπε­η, η α­πά­ντη­ση της α­πορ­ρί­ψε­ως των ό­ρων της συνθήκης δό­θη­κε α­πό την ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­ποθε­σί­α, με την εκ­φώ­νη­ση της λέ­ξε­ως «Πό­λε­μος» τρεις φο­ρές.

Ο Καραϊσκάκης, βέ­βαιος πλέ­ον, ό­τι οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι θα ε­πι­χει­ρή­σουν να δια­σπά­σουν τον κλειό και να δια­φύ­γουν για να σω­θούν, ε­νί­σχυ­σε τα τμή­ματα, τα ο­ποί­α κα­τεί­χαν τις διαβάσεις, ε­πι­διώ­κο­ντας τον πιο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό έ­λεγ­χο των δρο­μο­λο­γί­ων δια­φυ­γής. Ει­δι­κό­τε­ρα, για το σκο­πό αυ­τό:
* Τα τμή­μα­τα των οπλαρ­χη­γών Δυο­βου­νιώ­τη και Τρά­κα, ε­νι­σχυ­μέ­να με τους Α­ρα­χω­βί­τες, οι ο­ποίοι κα­τοι­κού­σαν γύ­ρω α­πό την Πλη­κό­βρυ­ση, δια­τά­χθη­καν να κα­τα­λά­βουν τα υψώματα, δυ­τι­κώς και βο­ρειο­δυ­τι­κώς της Α­ρά­χω­βας, ή­τοι: Κου­κου­βά­γιες, Σφα­λάκι, Πλό­βαρ­μα, Κυ­ριά, Πί­σω Α­λώ­νια κ.α., μέ­χρι τους πρό­πο­δες της Βλα­χό­λα­κας, ώ­στε να α­πο­τρα­πεί η δια­φυ­γή προς τους Δελ­φούς και προς την Άμ­φισ­σα ή προς την πε­ριο­χή Λει­βά­δι και στη συ­νέ­χεια δυ­τι­κώς και βο­ρειο­δυ­τι­κώς του Παρ­νασ­σού.
*Τα τμήμα­τα των Ο­πλαρ­χη­γών Δα­γκλή, Περ­ραι­βού, Γε­ωρ­γί­ου Βά­για, Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και των Σου­λιω­τών, ε­νι­σχυ­μέ­να ε­πί­σης με Α­ρα­χω­βί­τες, οι ο­ποί­οι κα­τοι­κού­σαν στις συ­νοι­κί­ες της Α­ρά­χω­βας Κού­κου­ρα και Κα­λό­βρυ­ση, δια­τά­χθη­καν να κατα­λά­βουν τα υ­ψώ­μα­τα Α­γί­α Τριά­δα, Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, Ζερ­βο­σπη­λιές και Σα­ρακι­νό, μέ­χρι την ο­δό α­πό Α­ρά­χω­βα προς την πη­γή Μά­να, ώ­στε να α­πο­τρα­πεί η διαφυ­γή προς το Στε­νό και την κοι­λά­δα Ζε­με­νού.
* Ο Καραϊσκάκης με την υ­πό­λοι­πη δύ­να­μη και τους Α­ρα­χω­βί­τες των άλ­λων συ­νοι­κιών κα­τεί­χαν το κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα γύ­ρω σπί­τια.

Η ε­ντο­λή του, προς ό­λα τα τμή­μα­τα, ή­ταν να α­σκούν πί­ε­ση με συ­νε­χή πυ­ρά, χωρίς δια­κο­πή, ε­να­ντί­ον της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας. Την κα­τα­νο­μή των Α­ρα­χω­βι­τών σε αυ­τές τις α­πο­στο­λές κα­θό­ρι­σε ο ί­διος προ­σω­πι­κώς, για­τί αυ­τοί γνώ­ρι­ζαν πο­λύ κα­λά την πε­ριο­χή και τις δια­βά­σεις.

Πέμπτη μέρα της μάχης – 22 Νοεμβρίου 1826
Η τα­κτι­κή της πε­ρι­κυ­κλώ­σε­ως και ο αυ­στη­ρός α­πο­κλει­σμός ε­φαρ­μό­ζο­νταν και την πέ­μπτη η­μέ­ρα της μά­χης, με συ­νε­χή και πυ­κνά πυ­ρά, την ο­ποί­α ε­πι­βε­βαίω­σε ο Καραϊσκάκης, α­πό το πρω­ί, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας ε­πί­σκε­ψη και ε­πι­θε­ώ­ρηση ό­λων των τμη­μά­των, στις κα­τε­χό­με­νες θέ­σεις (προ­μα­χώ­νες).

Ο Μου­στά­μπε­ης, στην προ­σπά­θειά του να ε­νι­σχύ­σει το η­θι­κό των ε­γκλω­βι­σμέ­νων, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας και αυ­τός ε­πί­σκε­ψη και ε­πι­θε­ώ­ρη­ση των προ­μα­χώ­νων, προ­έ­τρε­πε τους Οθωμανούς να ε­κτε­λούν βο­λές ε­να­ντί­ον των Ελ­λή­νων. Η α­νταλ­λα­γή πυ­ρών ε­ξα­κο­λου­θού­σε και στη διάρ­κεια της νύ­χτας της 22ας (ξη­μέ­ρω­μα ε­πο­μέ­νης) του μή­να, οπό­τε τραυματίσθηκε ο Μου­στά­μπε­ης.

Ο Χρι­στό­φο­ρος Περ­ραι­βός α­να­φέ­ρει, σχε­τι­κώς με τον τραυ­μα­τι­σμό του Μουστά­μπε­η, τα ε­ξής: «Κα­τά την 23ην του μη­νός Νο­εμ­βρί­ου και πε­ρί την 2αν ώ­ραν της νυ­κτός, επισκεπτόμενος ο Αρ­χη­γός (Κα­ρα­ϊ­σκά­κης) ό­λα τα ελ­λη­νι­κά ο­χυ­ρώ­μα­τα, διέ­τα­ξε να πυ­ρο­βο­λή­σω­σιν εκ συμ­φώ­νου κα­τά των Τούρ­κων. Η δί­ω­ρη σχε­δόν διάρ­κεια των πυ­ρο­βο­λι­σμών έ­φε­ρεν α­προσ­δο­κή­τως τον θά­να­τον του Μου­στά­μπε­η, διό­τι εκ των ρι­πτο­μέ­νων σφαι­ρών ε­κτύ­πη­σε μί­α την κε­φα­λήν του κα­τά μέ­τω­πον, ή­τις πά­ραυ­τα τον ε­νέ­κρω­σεν και το στρατόπεδόν του ε­δει­λί­α­σε· κρύ­ψα­ντες τον θά­να­τόν του, α­πο­φά­σι­σαν την ε­πιού­σαν (23/11) να ζη­τή­σω­σι εκ δευ­τέ­ρου συν­θή­κην, ε­πί συμ­φω­νί­α να μην τους α­φαι­ρέ­σω­σιν, ει δυνατόν, τα ό­σα χρή­μα­τα φέ­ρουν εις την ζώ­νην των, εις τα λε­γό­με­να κε­μέ­ρια, τα δε άλ­λα να λά­βω­σιν ό­λα, κα­τά την ρη­θεί­σαν συν­θή­κην».

Ο α­δελ­φός του Μου­στά­μπε­η Καρυοφίλμπεης και οι υ­πη­ρέ­τες του α­πέ­κρυ­ψαν τον τραυ­μα­τι­σμό του ε­πί δύ­ο η­μέ­ρες, για να μην ε­πη­ρε­α­σθεί αρ­νη­τι­κώς το η­θικό του στρα­τεύ­μα­τος.

Έκτη μέρα της μάχης – 23 Νοεμβρίου 1826
Ε­νώ έ­τσι εί­χαν τα πράγ­μα­τα, την έ­κτη η­μέ­ρα της μά­χης, σχε­δόν ό­λοι οι α­ξιω­μα­τι­κοί των ο­θωμα­νι­κών τμη­μά­των συ­γκε­ντρώ­θη­καν έ­ξω α­πό τη σκη­νή του Κε­χα­γιά­μπε­η και, ευρισκόμενοι σε α­τα­ξί­α, α­νη­συ­χί­α και τα­ρα­χή, φι­λο­νι­κού­σαν και φω­να­σκού­σαν σε έ­ντο­νο ύ­φος, ε­ξαι­τί­ας της δει­νής κα­τα­στά­σε­ως στην ο­ποί­α εί­χαν πε­ριέλ­θει, προ­βλη­μα­τι­ζό­με­νοι για την πε­ραι­τέ­ρω τη­ρη­τέ­α στά­ση τους. Έ­νας υ­ψη­λό­βαθ­μος α­ξιω­μα­τι­κός, μα­ζί με άλ­λους οι ο­ποί­οι ει­σήλ­θαν στη σκη­νή, α­πευ­θύν­θη­κε στον Κε­χα­γιά­μπε­η, λέ­γο­ντας: « Μπέ­η, περιμένουμε τό­σες η­μέ­ρες βο­ή­θεια, για να σω­θού­με, πλην ό­μως οι ελ­πί­δες μας έ­χουν μα­ταιω­θεί. Τί πρέ­πει να κά­νου­με για να μη χα­θού­με; Ό­λο το στρά­τευ­μα βρί­σκε­ται σε με­γά­λη ανησυχία».

Έ­νας άλ­λος, α­πό τους πιό θρα­σείς, Γκέ­κας στην κα­τα­γω­γή, α­φού έρι­ξε έ­να ορ­γι­σμέ­νο βλέμ­μα στον Κε­χα­γιά­μπε­η και του λέ­ει: «Δεν βλέπεις, ό­τι κιν­δυ­νεύ­ου­με να πέ­σου­με στα χέ­ρια των Ελ­λή­νων, να μας σκο­τώ­σουν ή το χει­ρό­τε­ρο, να μας α­φο­πλί­σουν, να μας πε­ρι­φέ­ρουν α­πό χω­ριό σε χω­ριό και να μας βρί­ζουν α­κό­μα και τα μι­κρά παι­διά στους δρό­μους;».

Ό­λα αυ­τά τα ά­κου­σαν οι πιο πολ­λοί α­πό τους συ­γκε­ντρω­μέ­νους, οι ο­ποί­οι τα ε­πι­δο­κί­μα­σαν και με ζω­η­ρή συ­ζή­τη­ση, ο­μα­δο­ποι­η­μέ­νοι σχο­λί­α­ζαν τη δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση, η ο­ποί­α επικρατούσε τις τε­λευ­ταί­ες η­μέ­ρες. Ο Κε­χα­γιά­μπε­ης, μην έ­χο­ντας μί­α κά­ποια πει­στι­κή α­πά­ντη­ση, προσπά­θη­σε να κα­τευ­νά­σει τα πνεύ­μα­τα και πρό­τει­νε στους υ­ψη­λό­βαθ­μους αξιωματικούς να συ­σκε­φθούν στη σκη­νή του Μου­στά­μπε­η, για να α­πο­φα­σί­σουν για την τη­ρη­τέ­α στά­ση, ε­νώ οι συ­γκε­ντρω­μέ­νοι α­πο­μα­κρύν­θη­καν και δια­λύ­θη­καν. Τό­τε ε­κεί, ο Καρυοφίλμπεης τους α­να­κοί­νω­σε, ό­τι ο Μου­στά­μπε­ης ή­ταν τραυμα­τι­σμέ­νος και βα­ριά α­σθε­νής, α­νή­μπο­ρος και ε­τοι­μο­θά­να­τος.

Η εί­δη­ση του ε­πι­κεί­με­νου θα­νά­του του Μου­στά­μπε­η δια­δό­θη­κε α­μέ­σως, με απο­τέ­λε­σμα να προ­κλη­θεί σύγ­χυ­ση και κα­τά­στα­ση α­πελ­πι­στι­κή σε ό­λο το στράτευ­μα. Ό­ταν ό­λα αυ­τά συνέβαιναν, η σι­γα­νή βρο­χή, η ο­ποί­α εί­χε αρ­χί­σει α­πό τις 21 του μή­να και ε­ξα­κο­λου­θού­σε να πέ­φτει α­διά­κο­πα, με­τα­τρά­πη­κε σε πυ­κνό χιό­νι, το ο­ποί­ο, σε πε­ρί­που μί­α ώ­ρα, κά­λυ­ψε τα πά­ντα.

Την έ­κτη αυ­τή η­μέ­ρα της μά­χης, ο Μου­στά­μπε­ης πέ­θα­νε. Έ­τσι, οι υ­ψη­λό­βαθ­μοι ε­πι­τε­λείς και συ­νερ­γά­τες του, α­φού α­πέ­κρυ­ψαν το θά­να­τό του, α­πο­φά­σι­σαν να ζη­τή­σουν για δεύτερη φορά φο­ρά συν­θή­κη, προ­τεί­νο­ντας να ε­φαρ­μό­σουν ό­λους τους ό­ρους, ε­κτός α­πό την πα­ρά­δο­ση των χρη­μά­των και του ο­πλι­σμού. Ό­μως, ο Καρα­ϊ­σκά­κης ε­πέ­μει­νε στους όρους της αρ­χι­κής συν­θή­κης και οι εκ­πρό­σω­ποι των Ο­θω­μα­νών ε­πέ­στρε­ψαν ά­πρα­κτοι, α­να­φέ­ρο­ντας την αρ­νητι­κή α­πά­ντη­ση των Ελ­λή­νων.

Η νύ­χτα της 23ης (ξη­μέ­ρω­μα 24ης) του μή­να πέ­ρα­σε με γε­νι­κή α­να­στά­τω­ση και έ­ντο­νες συ­ζη­τή­σεις, για τις συνθή­κες κά­τω α­πό τις ο­ποί­ες δια­βιού­σαν οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι και για­τί έβλεπαν, ό­τι το τρα­γι­κό τέ­λος τους πλη­σιά­ζει.

Έβδομη μέρα της μάχης – 24 Νοεμβρίου 1826
Α­πό το πρω­ί άρ­χι­σε φο­βε­ρή θύ­ελ­λα. Ο δυ­να­τός βό­ρειος ά­νε­μος (ο Κα­τε­βα­τός) φυ­σο­μα­νού­σε ά­γριος και πα­γω­μέ­νος α­πό τις κο­ρυ­φές του Παρ­νασ­σού. Η χιο­νο­θύ­ελ­λα συ­νε­χι­ζό­ταν χω­ρίς βελ­τί­ω­ση του και­ρού και το χιό­νι σκέ­πα­ζε τα πά­ντα.

Τις πρώ­τες με­τα­με­σημ­βρι­νές ώ­ρες, οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι, μην έ­χο­ντας άλ­λη επι­λο­γή, ε­πι­χεί­ρη­σαν, μέ­σα στη χιο­νο­θύ­ελ­λα, να δια­σπά­σουν τον κλοιό, με κα­τεύ­θυν­ση βο­ρειο­α­να­το­λι­κή προς τα υ­ψώ­μα­τα της Μά­νας, α­πο­βλέ­πο­ντας να δια­φύγουν προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ. Σε αυ­τή την α­πέλ­πι­δα προ­σπά­θεια δια­φυ­γής των Ο­θω­μα­νών, οι Έλ­λη­νες ε­ξορμούν εναντίον τους με τα σπα­θιά, για­τί το χιό­νι εί­χε υ­γρά­νει την πυ­ρί­τι­δα και συ­νε­πώς η χρη­σι­μο­ποί­η­ση των ό­πλων ή­ταν α­δύ­να­τη. Η κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χί­σθη­κε μέ­χρι αρ­γά τη νύ­χτα και όσοι διέ­φυ­γαν προς τα υψώ­μα­τα και τις χα­ρά­δρες του Παρ­νασ­σού υ­πέ­στη­σαν κρυο­πα­γή­μα­τα. Αρ­κε­τοί από αυ­τούς, οι ο­ποί­οι κα­τόρ­θω­σαν να φθά­σουν στη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, πέθα­ναν α­πό τις κα­κου­χί­ες.

Την ε­πο­μέ­νη, 25η του μή­να, ο Καραϊσκάκης πε­ρι­ήλ­θε την πε­ριο­χή, ό­που έ­γι­νε η κα­τα­δί­ω­ξη και δια­πί­στω­σε το μέ­γε­θος της κα­τα­στρο­φής της ε­χθρι­κής δυ­νά­με­ως. 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων. Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψε στην Α­ρά­χω­βα, πή­γε στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και προ­σευ­χή­θη­κε σ’ αυτόν, καθώς τον θεωρούσε προστάτη άγιό του.

Ο α­ντί­κτυ­πος της πε­ρί­λα­μπρης αυτής νί­κης ε­να­ντί­ον των Ο­θω­μα­νών ε­ξύ­ψω­σε το φρό­νη­μα των σκλα­βω­μέ­νων Ελ­λήνων, α­να­πτέ­ρω­σε το η­θι­κό των μα­χο­μέ­νων και τους έ­δω­σε ελπίδα να συ­νε­χί­σουν τον Α­γώ­να της Α­νε­ξαρ­τη­σί­ας, μέ­χρι την τε­λι­κή δι­καί­ω­ση. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης στην ε­πι­στο­λή–α­να­φο­ρά του προς την Ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νηση, με η­με­ρο­μη­νί­α 26 Νοεμβρίου 1826, α­να­φέ­ρει συ­νο­πτι­κώς τα γε­γο­νό­τα της μά­χης, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντας τη νί­κη ως την πιο ση­μα­ντι­κή της ε­πα­να­στα­τη­μέ­νης Ελ­λάδος, την ο­ποί­α α­πο­δί­δει, ό­χι μό­νο στην αν­δρεί­α και τον η­ρω­ι­σμό των α­γω­νι­στών, αλ­λά και στη βο­ή­θεια του Θεού:

Ας πα­νηγυ­ρί­ση, λοι­πόν το Έ­θνος την λα­μπρο­τά­την νί­κην και ας δώ­ση δό­ξαν εις τον Ύψι­στον. Η νί­κη αυ­τή εί­ναι η ση­μα­ντι­κω­τέ­ρα της Ελ­λά­δος και θέ­λει φέ­ρει πολ­λά και με­γά­λα α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ελ­πί­ζο­μεν εις την Θεί­αν βο­ή­θειαν και εις την ευ­χήν της πα­τρί­δος και της σε­βα­στής η­μών Διοι­κή­σε­ως να κα­τα­δα­μά­σω­μεν τάχι­στα τον ε­χθρόν και να μα­ταιώ­σω­μεν δι’ ό­λου ό­λους τους ο­λε­θρί­ους αυ­τού σκο­πούς. Πέ­μπο­μεν ε­πί­τη­δες και τους Στρα­τη­γούς Γ. Α­γα­λό­που­λον, Γ. Βά­γιαν, Γιάν­νον Κου­τσο­νί­καν, αγ­γε­λού­ντας τα λα­μπρά ταύ­τα κα­τορ­θώ­μα­τα και πα­ρα­στή­σο­ντας τα κα­τά το στρα­τό­πε­δον.

Μέ­νο­μεν με το προ­σή­κον σέ­βας

Εκ του στρα­το­πέ­δου της Ρά­χω­βας 1826 Νο­εμ­βρί­ου 26

Ευ­πει­θείς πο­λί­ται

Γε­ώρ­γιος Κα­ρα­ϊ­σκά­κης

(Α­κο­λου­θούν 93 υ­πο­γρα­φές ο­πλαρ­χη­γών)
Ο απόηχος της νίκης, οι απώλειες και οι επόμενες κινήσεις
Οι α­πώ­λειες των Οθω­μα­νών ήταν 1300 νεκροί, 200 αιχμάλωτοι και ανεξακρίβωτος αριθμός τραυματιών. Πολ­λά λά­φυ­ρα, ση­μαί­ες, ο­πλι­σμός και λοι­πές α­πο­σκευές, κα­θώς και α­ριθ­μός ίπ­πων και η­μιό­νων πε­ρι­ήλ­θαν στους Έλ­λη­νες.

Οι α­πώ­λειες των Ελ­λή­νων ήταν 24 νεκροί και 60 τραυματίες. Εί­ναι πι­θα­νό όμως, για λό­γους σκο­πι­μό­τη­τας ή α­πό έλ­λει­ψη ε­παρ­κών πλη­ρο­φο­ριών να μην εί­χαν α­να­φερ­θεί οι πραγματικοί α­ριθ­μοί α­πω­λειών των Ελ­λή­νων και στους τραυ­μα­τί­ες να μην υ­πο­λο­γί­σθη­καν οι ε­λα­φρώς τραυ­μα­τι­σμέ­νοι.

Ο Κιου­τα­χής όταν έ­μα­θε την καταστροφή των στρατευμάτων του στην Αράχωβα, όπως λέγεται έπεσε σε κατάθλιψη, μένοντας άσιτος για τρεις ημέρες και κλαίγοντας αδιάκοπα. Θέλησε να πάρει εκδίκηση κινούμενος προς την Λειβαδιά, αλλά οι αξιωματικοί του τον εμπόδισαν κι έτσι έστειλε έναν Γκέκα πασά με 600 στρατιώτες. Ηττήθηκε όμως κι αυτός από τον Καραϊσκάκη στην Βελίτσα.

Στη συνέχεια, ο Καραϊσκάκης, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου του 1826, εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει και με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
Όταν ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Καραίσκάκη.

Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων», Κόχραν μαζί με τον Τσορτς, «διευθυντή χερσαίων δυνάμεων» προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την βέβαια έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Αυτό οδήγησε τον Καραϊσκάκη να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιμαχίες άσκοπους και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εμπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισμούς των Τούρκων.

Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.

Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».

Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.

Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσορτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.

Εκδοχές για τον θάνατό του
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».

Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».

Η «Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών» έχει εκδώσει τ’ απομνημονεύματα του Κύπριου αγωνιστή, που πολέμησε ο ίδιος δίπλα στον Καραϊσκάκη, Ιωάννη Σταυριανού, «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία». Στο έργο του περιγράφει την προσωπική του δράση κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 δίδοντας πλήθος στοιχείων για τα γεγονότα της εποχής. Όμως η σημαντικότερη μαρτυρία του Σταυριανού αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία:
«Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.
– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως πως τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.
Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών, και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: “Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον”. Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον…».

Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Σταυριανός δεν ανήκε σε καμία πολιτική ή άλλους είδους παράταξη και δεν επεδίωκε κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς γράφοντας αυτά. Σε μία παρόμοια αναφορά με τα γραφόμενα του Σταυριανού αναφέρεται και ο Σπύρος Αντωνιάδης για την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Ο Κασομούλης τέλος ομιλεί για έναν παπά, που του εξομολογήθηκε ότι ένας στρατιώτης του σώματος του Κίτσου Τζαβέλα ο Κώστας Στράτης ενώ έστρεφε να πυροβολήσει τους Τούρκους πλήγωσε κατά λάθος τον Καραϊσκάκη.

Ο επικήδειος λόγος από τον Γεώργιο Αἰνιάν
(αδερφός του Δημήτριου Αινιάν, γραμματέα και βιογράφου του Καραϊσκάκη)

Ἕλληνες!

Τί εἶναι αὐτὴ ἡ σκυθρωπότης ὅπου εἶναι ἐζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπά σας; τί σημαίνουν αὐτοὶ οἱ διακεκομμένοι ἦχοι τῆς βαρυφθόγγου καμπάνας καὶ αὐταὶ αἱ μελαναὶ καὶ πένθιμοι στολαὶ εἰς τοὺς δρόμους; τί τρέχουν τεθορυβημένοι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά; Ὁ Καραϊσκάκης ἀπέθανε. Τοῦτο ἦταν ἡ θλίψις τῶν ἀνδρῶν, τοῦτο ὁ ὀδυρμὸς τῶν γυναικῶν, τοῦτο ὁ στεναγμὸς τῶν μικρῶν παιδίων, τοῦτο τὸ κοινὸν πένθος τῶν Ἑλλήνων.

Δίκαιον ἔχει ὁ λαὸς νὰ κάμῃ νὰ ἀντηχῇ εἰς τὴν πόλιν τῆς Σαλαμῖνος θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς• δίκαιον εἶναι νὰ κλαίῃ ἡ Ἑλλὰς ὡς ἄλλη Ραχὴλ τὸ τέκνον της, τὸν γνήσιον υἱόν της, ἐπειδή, δὲν ἔχει πολλοὺς τούτους κάρρονας.

Ὁ ἀξιοθαύμαστος οὗτος ἀνὴρ -ἀποσιωπῶμεν τὰς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπισήμους ἀνδραγαθίας του-, μόλις εἶδεν ἠνεωγμένον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας τὸ στάδιον, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπτόητος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀθλητὴς διὰ νὰ ἐπιθέσῃ νέας δάφνας εἰς τὴν ἔνδοξον κεφαλήν του• μαρτυροῦσι τὰ στρατεύματα τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, οἱ συναγωνισταί του, μαρτυροῦσιν αἱ πεδιάδες, ραντιζόμεναι ἀπὸ τὸ αἷμα του, τῆς Ἀμφιλοχίας, μαρτυρεῖ τὸ σῶμα του σκεπασμένον ἀπὸ ἐνδόξους πληγὰς τὴν ὑπερθαύμαστον ἀνδρείαν του.

Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, καὶ ὅσα πέρυσιν ἠγωνίσατο ἔξωθεν τῆς κλεινῆς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου πετῶν ὡς ταχύπτερος ἀετὸς πότε εἰς τὴν Αἰτωλίαν καὶ πότε εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, συγκρινόμενα μὲ ὅσα ἡ ἀνήκουστος εὐτολμία του, ἡ ἀκροτάτη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀκούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τοῦτο τὸ ἔτος εἰς ὅλην τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰ πέριξ τῶν Ἀθηνῶν;

Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, καὶ μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν πτῶσιν ἔπεσεν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλάς, καὶ ὁ ἐχθρὸς παρερχόμενος κατήντησεν τελευταῖον εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῆς κλεινῆς καὶ ἐνδόξου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν• ὅλα τὰ στρατεύματα γυμνωμένα καὶ ἀπὸ ἐσχάτην ἀπορίαν ταλαιπωρούμενα ἐστέναζον εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Ναυπλίου, καὶ δὲν εἶχον ἄλλην ἐλπίδα, εἰμὴ τὸν θάνατον.

Γενναῖοι ἥρωες, ὅσοι τὸν ἠκολουθήσατε εἰς τὴν πρώτην ἀπὸ Ναυπλίου ἐκστρατείαν του• με σᾶς κατέβαλε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς συστάσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἐπαπειλεῖ σήμερον τὸν βάρβαρον ἐχθρόν μας, καὶ ὑπόσχεται βεβαίως τὴν σωτηρίαν τῆς Ἀκροπόλεως.

Ἄνδρες ἄξιοι τοῦ κλέους τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐλπίδων τῆς πατρίδος, ὑπεσχέθησαν νὰ διατηρήσωσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ ἱερὸν κειμήλιον τῆς πατρίδος, τὴν σεβαστὴν Ἀκρόπολιν, καὶ ὁ μεγαλοπράγμων ἀρχηγὸς πετᾶ ὡς ταχύπτερος ἀετὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα συντρίβει φάλαγγας τρομερὰς βαρβάρων, διασπείρει πανταχοῦ τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, ἐγείρει πύργους ἀπὸ κρανία, ἐλευθερώνει τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τὴν καθιστᾶ τρομεράν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τέλος ἐπιστρέφει νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν δόξαν μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς περιφανοῦς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.

Ἀλλ’ ἐν μέσῳ τῶν λαμπρῶν ἀγώνων, ἐν ὧ κατεδαπάνα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς διάταξιν πάντων τῶν συντελούντων εἰς τὸν πόλεμον ἔδιδε πρῶτος τῆς ἀνδρείας καὶ εὐτολμίας τὸ παράδειγμα, καταφρονῶν τὸν θάνατον, καὶ πηδῶν ἐπάνω εἰς τὰ χαρακώματα τῶν ἐχθρῶν εἶπεν: ἂς σταθῶ μίαν στιγμήν, καὶ ἂς ἀφήσω νὰ τρέξουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων.

Ἀθάνατε Καραϊσκάκη! Σὺ μεταβαίνεις ἐνδόξως εἰς μίαν ἂλλην εὐδαιμονεστέραν ζωὴν διὰ νὰ στεφανωθῆς δι’ ὅσα ἀθῶα πλάσματα διέσωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ• αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων Ἑλλήλων θέλει σὲ ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐδὲμ μὲ λαμπροτέραν ὑποδοχὴν ἀπὸ ὅ,τι σήμερον κάμουσι εἰς τὴν Σαλαμῖνα οἱ ζῶντες Ἕλληνες. Μεγάλοι ἄνδρες, περίφημοι εἰς τὰ σοφὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης, μάρτυρες αὐτόπται τῶν ἡρωικῶν ἀκαμάτων ἀγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τὸν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐχύθη ἐνδόξως τὸ αἷμα σου ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ἐβάφη ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων μὲ τόσων ἡρώων αἵματα.

Ἀλλ’ ἡμεῖς πῶς νὰ παρηγορήσωμεν τὴν στέρησίν σου ; πῶς νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἀνδρείαν σου, τὴν δραστηριότητά σου ; τὴν ἀοκνίαν σου, καὶ τὴν ἄκραν σου φιλοτιμίαν εἰς τοῦ φρουρίου τὴν ἀπολύτρωσιν; Λυπηρὰ στέρησις, ὀδυνηρὸς χωρισμὸς.

Μ’ὅλον τοῦτο δὲν ἀπελπιζόμεθα Ἕλληνες, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειλιάσωμεν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀθανάτου τούτου ἥρωος, ὅταν μάθῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅτι δὲν ἠθελήσαμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν καρτερίαν καὶ γενναιότητα, θέλει λυπηθῆ, θέλει μᾶς ὀνειδίσει πικρῶς, ἐὰν δὲν σταθῶμεν ἱκανοὶ νὰ ἐκτελέσωμεν ἐκεῖνο τὸ μέγα ἐπιχείρημα ποὺ ἐπιχειρίσθηκε.

Ἔχομεν μεγάλους ἄνδρας ὅπου μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὰς κινήσεις, μᾶς συμβουλεύουν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ πρόθυμοι συναγωνισταὶ εἰς τὸν ἔνδοξόν μας ἀγῶνα, θέλει ἐπιμένουν μετὰ γενναιότητος ἄκρας ὅπως ἰδῶσι τὴν τελείαν καταστροφὴν τῶν βαρβάρων τυράννων μας, καὶ ἡμεῖς ἐν τοσοῦτῳ εὐγνώμονες εἰς τοὺς γενναίους ὑπὲρ πατρίδος ἀγωνιζόμένους, καθὼς καθιερώσαμεν καὶ ἄλλοτε τὴν μνήμην τοσούτων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, ἃς ἐπισφραγίσωμεν καὶ τοῦ ἐνδόξως ἤδη ἀποθανόντος ἥρωος τὸ ἐπιτάφιον μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας εὐχήν:

Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιοσέβαστε Ἀρχηγέ!
Ψήφισμα της Γ’ Eθνικής Συνελεύσεως για τον θάνατο του Καραϊσκάκη:

«Προς τον εξοχώτατον Α’ Στόλαρχον, προς τον εξοχώτατον Άρχιστράτηγον και προς τους γενναιότατους οπλαρχηγούς και στρατιώτας τους συγκροτουντας το στρατόπεδον της Αττικής.

Tη 27 Απριλίου 1827

Η φιλτάτη ΙΙατρίς θρηνεί απαρηγόρητος, απωλέσασα το γνησιώτατoν τέκνον της, θρηνεί και κόπτεται στερηθείσα του θερμού προμάχου των ιερών της δικαίων, θρηνεί τον διαρρήξαντα, τας νέας αλύσεις της Στερεάς Ελλάδος, τον ένδοξον νικητή της Αραχώβης, τον εξολοθρευτή των τυράννων: θρηνεί τον αρείτολμον Γενικό Αρχηγό Καραϊσκάκην, όστις μαχόμενος υπέρ των κλεινών Αθηνών, έπεσεν ενδόξως και πνέων τα λοίσθια άλλο τι δεν, παρήγγειλε, παρά των Αθηνών την διάσωσην.

Ελλάς, πένθησον τον πολύτιμόν σου Καραϊσκάκην, Ελληνίδες! μαυρoφορέσατε δια τον υπερασπιστήν της τιμής σας! Φιλέλληνες! Έλληνες! στρατιώται, εμβριμήσατε δια τον ανδρείον συστpατιώτη σας και καταβρέχοντες την Ιεράν γην των κλεινών Αθηνών με τα καρδιοστάλακτα δάκρυά σας, εκδικηθείτε το αίμα του, τιμωρήσατε τους ασεβέστατους φονείς του και σώσατε τας Αθήνας.

Eυδαίμων Καραϊσκάκη! ορκισθείς να ζήσεις ή να αποθάνης, ελεύθερος, εφύλαξες τον ορκον σου, ως χρηστός πολίτης, ως ευσεβής χριστιανός, ως τίμιος άνθρωπος. Ως τοιούτον της ανεκτιμήτου Ελευθερίας μάρτυρα, ως αθλήσαντα και στεφανωθέντα με τας δάφνας της δόξης και της αθανασίας, Σε υπεδέχθησαν εις τα Ηλύσια πεδία προσμειδιώντες οι τpισόλβιοι εκείνoι ήρωες όσοι απέθανον διά τα δίκαια της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος.

Μεταξύ τούτων περιιπταμένη η ακτινοβόλος σκιά σου εις την αιωνίαν μακαριότητα, δέν ελησμόνησε τας Άθήνας, και ήδη επιφοιτώσα εις τας ομηγύρεις του Στολάρχoυ, του Αρχιστρατήγου, των Αρχηγων και των στρατιωτικών του στρατοπέδου της Αττικής, θεωρεί τα πoλεμικά και σωτηριώδη επιχειρήματά των και επικαλείται την εξ ύψους άντιληψιν, του υπέρτατου Βασιλέως δια να τους βοηθήση να σώσουν τας Αθήνας και την Ελλάδα εις δόξαν της Πίστεως και της Πατρίδος».
«Τάδε έφη» Καραϊσκάκης
Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ’ τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.
- Τι να δώσω ορέ!… Δεν έχω τίποτε άλλο απ’ το μουλάρι μου και το τάζω, είπε χαμογελώντας πικραμένα.
Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ’ την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι όπως πάντα είπε τ’ αστείο του:
- Που να’ ξερα εγώ Παναγιά μ’ πως ήθελες του μπλάρι μ’ για να με γιάν’ς τόσον καιρό.

- Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια (τουρκικά όργανα του ιππικού) ο πούτσος μου, έχει και τρουμπέτες (ελληνικά όργανα). Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…

- Γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς, συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-σουλτάν Μαχμούτην; Να τον χέσω και αυτόν και τον βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!

- Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα.

- Οι δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ, του λέει ο γιατρός.
- Ο πούτσος μου έπεσε, ωρέ, όχι οι δυνάμεις μου! του λέει!

Τελευταίο και καλύτερο (για τους Τούρκους):
- Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!