12.11.12

Ειμαι κι εγω εκει...



Σε μια λογικη που ο κοσμος καταφευγει τρελος κι αλαφιασμενος πισω απ'τον ισκιο του,εκει που το ονειρο φυγαδευεται απ'την πικρη μας πραγματικοτητα,ολα γυρω μου,μου μοιαζουν τοσο ξενα,τοσο παραταιρα κι αλλοκοτα μαζι...
Κι ομως!
Ειμαι κι εγω εκει...
Εϊ,με βλεπει κανεις;
...

10.11.12

Κορμι δεινο και αμετακλητο...


Σε μια ρωγμη που ο διαβολος μ'αφησε πισω του,εγω βαδιζω και παραμιλω...
Μυαλο και σκεψεις φευγαλεα!
Κορμι δεινο και αμετακλητο...
Κι εκει,καπου στην σιωπη,η ψυχη μου αιμοραγει!

Σκοτεινος καθρεφτης...


Αιθιζομαι ολο και πιο πολυ στο σκοταδι...
Και μεσα μου,και γυρω μου,σκοταδι!
Αλλα δεν το φοβαμαι...
Περιεργο,αλλα μεσα σ'αυτο νιωθω τοση ασφαλεια!
Σαν να ζουσα για χρονια μαζι του...
Σαν να εβλεπα παντου το δικο μου προσωπο,μεσα απ΄τον δικο μου σκοτεινο καθρεφτη!

9.11.12

Δαίμονας χωρίς ταυτότητα, Ι

Ο ήρωας αυτού του βιβλίου... δεν είναι παρά μια υπερβατική ιδέα, ένα όραμα.
Μια λάμψη φιλοσοφική, που όποιος την αγγίζει... τυφλώνεται,
όποιος την αγνοεί... σώζεται αλλά μένει μισός,
και όποιος τη βιώνει... χάνεται
Ίσως αυτοί που δε την βλέπουν κάν... να είναι και οι πιο τυχεροί.

Δεν έχει σημασία η ώρα, το μέρος, ο χρόνος, το φύλο.
Τίποτα.
Χωρίς στοιχεία. Χωρίς ονόματα. Χωρίς ταυτότητα.
Όλα τα άσχετα είναι μεταξύ τους σχετικά.
Όπως και το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Άντρας ή Γυναίκα.  Όν.
Όν ανθρώπινο. Με πάθη και αδυναμίες.
Συναισθήματα και Λογική.
Όν ανθρώπινο. Με απορίες. Με εικασίες.
Όν ανθρώπινο. Με εαυτό-Δαίμονα και Θεό-Εαυτό.
Όν ανθρώπινο. Με Αρχή και Τέλος.

Δεν έχει σημασία...
το ανθρώπινο όν ή η υπερβατική ιδέα, η στοιχειωμένη από οράματα μιας ποίησης, που αποτελούσε αυτοσκοπό και τροφοδότη ζωής.
Πρόκειται για την ιστορία μιας ψυχής δαιμονοκρατούμενης.
Μιας ψυχής με συνείδηση στο Καλό και στο Κακό που αποτέλεσε γι' αυτήν ακούσια τιμωρία.
Ο καθρέφτης μιας εποχής;  Η τρέλα προσωποποιημένη;
Η πλάνη που βολεύει; Ο φόβος δίχως λόγο; Η ήττα πρίν τη μάχη;
Το ανύπαρκτο όνειρο; Η μάταιη ελπίδα; Κενοδοξία;
Στυγνή μοιρολατρία; Φενακισμός; Φασματικός εαυτός;
Φωτιά χωρίς αλήθεια; Θεός - παγίδα;
Ένα ακόμη άλυτο αίνιγμα της Σφίγγας;

Αφιερώνεται:

Σε μια ενδότερη, μυστηριακή δύναμη.
Στο δαίμονα που κρύβει ο καθένας μέσα του,
και τον καθοδηγεί, με μια φωνή...
σιγοψιθυρίζοντάς του.

Σ' ΕΣΕΝΑ, Σ' ΕΣΑΣ

Της Άτης Σολέρτη

ETERNAL BATLLE...


"Οταν μια ψυχη περνα στην μεταθανατον ζωη,καταληγει σε ενανα απο τους δυο αντιθετους κοσμους.
Ή προς μια θεια πηγη αρμονιας και ευημεριας ή προς μια καταστροφικη πηγη,μισους και μοχθηριας.
...
Υπαρχει ενας ενδιαμεσος κοσμος για τις ψυχες που δεν εχουν ακομα κριθει,αυτος ο κοσμος αναφερεται
συχνα ως καθαρτηριο.
...
Εδω και αιωνες,επτα αρχαγγελοι,προστατες του φωτος,κι επτα εκπτωτοι,στρατιωτες του σκοτους,αγωνιζονται σιωπηλα προκειμενου να ασκησουν εξουσια σ'αυτες τις ψυχες.
Καθε πλευρα,επιτρεπεται να στελνει μονο εναν πολεμιστη σε καθε κυκλο...
Μια μαχη που ξεκινα απο παρα πολυ παλια και που αραγε,ποιος ξερει πως και ποτε θα παρει ενα τελος..."

8.11.12

(06.05.2012)


(06.05.2012)
Ειναι φορες που η θλιψη της ψυχης βυθιζεται σε ληθαργο αργο κι απροσμενο.
Εκει που η σκοτεινια της υπαρξης σου αναθαρευει και νιωθει πως γεννηθηκε για να ζει μοναχα εκει!
Φωτα αχνα,μορφες θαμπες που μενουν πισω σου καθως εσυ βαδιζεις στο νεο σου σκοτος,σ'εκεινο που λατρεψες πραγματικα,σ'εκεινο που αναζητουσες μια ζωη μα δεν το εβρησκες ποτε...
Διαβηκες τελματα βαθεια,ατερμονους λαβυρινθους,λουστηκες με δακρυα απο το ερεβος που κρυβαν εκεινα τα ματια!
ποση μοναξια κρυβουν μεσα τους αυτα τα ματια;
Αφορητη,ανυποφορη,αγρια και βασανιστικη...
Μια απεραντη ερημια ,φερμενη απο τα πιο μαυρα ταρταρα τουτου εδω του κοσμου!
Πιο σκοτεινη,ακομα κι απο κεινη την κολαση του Δαντη...

...ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΚΕΙ ΔΕΝ ΘΑ'ΜΑΙ ΜΟΝΟΣ...

(03.05.2012)


(03.05.2012)

Τα φωτα της πολης θολα κι απομακρα...
Σαν να τα 
νιωθω μεσα μου που τρεμοσβηνουν πισω απ'ανθρωπινες ανασες.
...
Ανασες,πνοες...
Αλλες λιγομενες απο ερωτα,αλλες ζητιανες της μοναξιας τους,κι αλλες απλα να στεκονται εκει,αναμεσα σε μενα και στην λαμψη μιας φτωχης λαμπας πετρελαιου που
ισα-ισα φεγγοβολα!
Κι η νυχτα να συνεχιζει εκεινο το ρυθμικο της τραγουδι...
Βηματα,γελια,ουσιες,μουσικες.
ολα μες στης βραδιας την ψυχη...

7.11.12

SECTA PERFECTA...


(05.11.2012)

ΝΟΣΤΟΣ...

Τελικα ειναι αληθεια...
Ο τροχος γυριζει!
Η ιδια η ζωη κανει μια πληρης περιστροφη 360 μοιρων κι ολα επανερχονται εκει που τα ειχες αφησει.
Σαν να μην περασε ουτε μια μερα!
Οτι εμεινε πισω και σου αξιζε πραγματικα,επιστρεφει και παλι σε σενα.
Αργα και σταθερα...
Ανθρωποι που ξεχαστηκαν πισω σου για τον οποιοδηποτε λογο,βρισκονται και παλι στο πλαϊ σου!
...
Και ποσο μαλλον οταν καποιος απ'αυτους υπηρξε η πρωτη και η μεγαλυτερη σου αγαπη...
Τα χρονια περασαν στα σιγουρα και ειναι αρκετα,ομως αυτο που ειχαμε κρατησει μεσα μας δεν εσβησε ποτε!
Ζει σαν ασβεστη φλογα και που φαινεται πως ηρθε η ωρα ν'αναψει και παλι ξανα!
Πιοτερο δυνατη απο ποτε!

(29.10.2012)


(29.10.2012)

Βρεχει καταρρακτοδως σημερα!
Ριχνει παπαδες που λενε!
Φωλιασμενος σ'ενα σοινικιακο καφε πινω κατι ζεστο και ειπα να σου γραψω...
...
Την αληθεια;
Σε σκεφτομαι...
Κατι τετοιες στιγμες σε σκεφτομαι τοσο εντονα που το κεφαλι μου παει να σπασει!
Ξερω και καταλαβαινω πως φως στο τουνελ δεν υπαρχει αλλα εγω δεν μπορω να παω κοντρα στην καρδια μου...
Πως φτασαμε εδω γαμωτο;
Γιατι;
...
Ας μην μπαινω σε τετοιες σκεψεις καλυτερα γιατι μονο καλο δεν μου κανουν.
Ετσι κι αλλιως σε κουβαλαω και θα συνεχεισω να σε κουβαλαω μια ζωη μαζι μου!
...
Η βροχη σαν να κοπασε.
Το τσιγαρο στο τασακι εσβησε και θελω να αναψω ακομα ενα...
Τζουρα-καφε,τζουρα-τσιγαρο.
Μικρα περιτεχνα δαχτυλιδια καπνου ξεγλυστρουν απ'τα χειλη μου,κι ευθης την επομενη κι ολας στιγμη χανονται στην ατμοσφαιρα!
Οπως κι εσυ απ'την ζωη μου...

31.10.12

"Dream land" του Endgar Allan Poe...


"Μεσα απο δρομο ερημο και ισκιωμενο,
μ'αγγελους του Αδη μονο στοιχειωμενο,
εκει που ειδωλο μ'ονομα Νυχτα βασιλευει,
σε μαυρο θρονο ψηλα στα Έρεβη.
Κατω στα μερη αυτα εχω φτασει τωρα,
απο μια θαμπη της Θουλης Χωρα.
Απο μιαν αγρια γη θλιμμενη,
που αϋλη,
μαγεμενη περα απο τον χωρο και τον χρονο μενει..."

(Αποσπασμα απο το: "Dream land"  του Endgar Allan Poe.)

11.9.12

Ληθη και Λησμονια...



Ληθη...
Λησμονια...
Λεξεις μαγικες,
ομορφες,
γεματες απο εικονες ετοιμες να σε ταξιδεψουν πιο μακρια, ακομα κι απο'κεινα τα πιο κρυφα σου ονειρα!
Ποσες φορες δεν την αναζητησες;
Ποσες φορες την βρηκες κρυμμενη μεσα σε ουσιες που σ'οδηγησαν σε μονοπατια ψυχοτροπα,
καποιας νωχελικης νιρβανα;

ΛΗΘΗ ΚΑΙ ΛΗΣΜΟΝΙΑ,
ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ ΚΑΡΠΟΙ 

ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΔΕΝΤΡΟ... 

22.8.12

Τωρα πια σου΄μεινε μοναχα ο πονος!


Τωρα πια σου΄μεινε μοναχα ο πονος!
Ξερεις,
ο πονος ειναι ενα πολυ ισχυρο οπλο,
οταν ξερεις βεβαια να το χειριστεις...
Ο πονος τελικα ειναι και η μονη αληθινη σου δυναμη!
Σαν την εμμονη...

Μοναξια και δοξα...


Η δοξα εχει παντα το δικο της τιμημα...
...
Και η μοναξια της σοφιας επισης!

20.8.12

Αποψε,ανοιξαν οι σιωπες...


Πιστευω πως οι ανησυχες ψυχες,
περιπλανιουνται καπου...
Με το βαρος της θλιψης τους περιμενουν την ευκαιρια να διορθωσουν το κακο.
μονο τοτε θα επανενωθουν μ'αυτους που αγαπουν!
Μερικες φορες,
ενα κορακι τους δειχνει τον δρομο...
Γιατι μερικες φορες,
η αγαπη ειναι πιο δυνατη κι απ'τον ιδιο τον θανατο!

25.6.12

Η καταραμένη ροκ ποίηση...



εξάρσεις 
Η αστική μουσική των τελευταίων δεκαετιών, τουλάχιστον στην «αντέργκραουντ» εκδοχή της, έδωσε μια ποιητική διάσταση στον λόγο της, ανατρέποντας μάλιστα κανόνες και δεδομένα του ποιητικού λόγου. Ο λόγος και η αισθητική του δρόμου, επεξεργασμένα από παιδιά μεσοαστικών συνήθως οικογενειών που πολλές φορές ζουν στο περιθώριο, κάνουν τη ροκ ποίηση να έχει «εξωκοινωνική» προέλευση, που συχνά τη μετατρέπει σε όχημα κοινωνικής κριτικής και αντίδρασης. Δεν είναι αναγκαίο να δεχθούμε ότι οι ροκ μουσικοί είναι επαναστάτες αλλά ότι βλέπουν και καταγράφουν από τη δική τους κοινωνική γωνία όσα συμβαίνουν γύρω τους και τους απασχολούν με έναν τρόπο άμεσο, δεικτικό, με λέξεις και εκφράσεις που η «κανονική» ποίηση αποφεύγει να χρησιμοποιεί. Ετσι δεν έχουμε μόνο τη μουσική της πόλης (από τη δεκαετία του '50 και μετά) αλλά και την αντίστοιχη ποίηση. Ο ποιητικός λόγος του ροκ βρήκε πολλούς επικριτές στη διαδρομή του, που τον κατηγόρησαν για χυδαιότητα, για φτωχά εκφραστικά μέσα, για άτεχνη δομή, χωρίς να κατανοήσουν ότι στην ουσία αυτά ήταν τα προτερήματά του. Για να φθάσουμε στις ημέρες μας που η αποδοχή αυτής της ποίησης δίνει το δικαίωμα σε πολλούς καθηγητές αμερικανικών πανεπιστημίων να διδάσκουν μαθήματα για την ποίηση του Bob Dylan ή του Tupac Shacur. Μπορεί ο λόγος της σύγχρονης αστικής μουσικής να έχει μια αυτονομία και να είναι προϊόν των αστικών συνθηκών, έχει όμως δεχθεί επιδράσεις από αρκετούς ποιητές, κυρίως του περασμένου αιώνα, που λειτουργούσαν σαν φετίχ για τη ροκ κοινότητα. Το 1965 οι Fugs (από τα πρωτοπάνκ γκρουπ της Νέας Υόρκης) χρησιμοποιούν στίχους του Blake και του Swinburne στον πρώτο τους δίσκο και ο Dylan διάβαζε Ρεμπό όταν δημιουργούσε τον παράνομο ήρωα John Wesley Harding. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Ρεμπό είναι ο πιο επιδραστικός ποιητής για τη ροκ κουλτούρα αφού τον συναντάμε να έχει σχέση με τελείως αντιφατικά μουσικά δημιουργήματα, επηρεάζοντας από το Rock 'n' Roll High School ως τονTom Verlaine, την Patti Smith και τον Van Morrison, ο οποίος το 1985 γράφει το «Tore down a la Rimbaud». Οι λογοτέχνες μουσικοί Το όνειρο του Wilko Johnson (Dr. Feelgood) ήταν να μελοποιήσει την «Ωδήστην αθανασία» του Wordsworth αλλά οι τραγουδιστές του συγκροτήματός του τον αποθάρρυναν γιατί δεν μπορούσαν να το πουν σωστά. Το 1959 στο ποίημά του «Σπουδές του Ναρκίσσου» ο Delmore Schwartz έγραφε: «Ο νουςγνωρίζει αλλά και καταλαμβάνεται από όλα τα συντρίμμια κάθε στοιχειωμένης,κυνηγημένης τελετής των γενεών»... Αν το σκεφθείτε, θα διαπιστώσετε ότι είναι μια άποψη που έχει επιδράσει στην ποίηση του Lou Reed που τον είχε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών και ο οποίος του αφιερώνει τον δίσκο του «Blue Mask» και το τραγούδι «My House». Ο ρομαντισμός του Blake είναι πανταχού παρών στα τραγούδια του Marc Bolanκαι των Τ-Rex και στο άλμπουμ του συγκροτήματος Unicorn (1969) ο Bolan εμφανίζεται στο οπισθόφυλλο κρατώντας ένα βιβλίο με ποιήματά του. Ο Σέλεϊ είναι από τους αγαπημένους του Mick Jagger και πολλοί λένε ότι ο τίτλος του δίσκου «Let it bleed» (απάντηση στο «Let it be» των Beatles) προέρχεται από τον στίχο του Σέλεϊ: «Πέφτω πάνω στ' αγκάθια της ζωής.Ματώνω!». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επιδράσεις είναι πολλές, κυρίως από τους ρομαντικούς και «καταραμένους» ποιητές του περασμένου αιώνα, που έδωσαν τη δυνατότητα στους «ποιητές του ροκ» να φτιάξουν ένα καινούργιο κράμα λόγου όπου η καθημερινότητα, ο αισθησιασμός, η σκληρή πραγματικότητα του δρόμου, οι ονειροπολήσεις και οι εικόνες των παραισθησιογόνων συνθέτουν ένα καινούργιο, εκρηκτικό και εν πολλοίς επαναστατικό χαρμάνι. Αλλωστε δεν είναι τυχαίο που υιοθετούνται από τους ρόκερ οι οργισμένοι ποιητές του περασμένου αιώνα αφού ενσαρκώνουν με την ποίησή τους αλλά και με τον τρόπο ζωής τους αισθητικά πρότυπα που το ροκ πρόβαλλε ως άποψη και στάση ζωής. Φυσικά όλα αυτά καθόλου δεν σημαίνουν ότι το σύνολο του ροκ έχει μια ποιητική διάσταση. Κάθε άλλο μάλιστα... Οι περισσότεροι στίχοι των σύγχρονων τραγουδιών (όχι μόνο από το ροκ αλλά και από τα υπόλοιπα είδη αστικής μουσικής) είναι ευτελείς, γραμμένοι με τη λογική του σουξέ και την ευκολία στην απομνημόνευση, έτοιμοι να καταναλωθούν από αγοράκια και κοριτσάκια αλλά και μεγαλύτερους σε ηλικία με ανύπαρκτη παιδεία και αισθητική. Από την άλλη, όμως, δεν είναι καθόλου λίγες οι περιπτώσεις των δημιουργών των οποίων ο λόγος παίζει πρωταρχικό ρόλο στο έργο τους, που βασανίζονται με τις λέξεις συχνά περισσότερο από ό,τι με τις νότες, και δεν είναι τυχαίο που υπάρχουν τόσο πολλοί μουσικοί που κατά καιρούς έχουν εκδώσει ποιητικές συλλογές και αν σε αυτούς προσθέσουμε όσους έχουν εκδώσει πεζά (όχι αυτοβιογραφίες), τότε ο αριθμός των «λογοτεχνών» μουσικών δεν είναι καθόλου μικρός. Πιο συγκεκριμένα, μουσικοί που κατά καιρούς έχουν εκδώσει βιβλία με ποίηση ή λογοτεχνία είναι: Jim Carroll, Patti Smith, Tom Verlaine, Bob Dylan, EdSanders, Ian Hunter, Mick Farren, Alan Hull, Peter Hammill, WoodyGuthrie, Al Cooper, John Lennon, Jim Morrison, Marc Bolan, PhilLynott, Robert Palmer, Debbie Harry, Graham Parker, Eric Burdon,Diamanda Galas, Nick Cave, Henry Rollins, Lydia Lunch και πολλοί άλλοι ακόμη. Η καινούργια αστική ζωή Το σίγουρο είναι ότι η ροκ ποίηση είναι πανταχού παρούσα πια, μέσα από τις επιδράσεις της, τις επιρροές της, τα βιβλία των μουσικών, τα τραγούδια που σημάδεψαν και σημαδεύουν τη ζωή μας, τους στίχους που σιγοψιθυρίσαμε. Και καθ' όσον με αφορά προσωπικά (αλλά πιστεύω και πολλούς ακόμη), έμαθα από τη ροκ ποίηση όσα άλλοι μαθαίνουν διαβάζοντας «κανονική» ποίηση. Αισθάνομαι, σκέφτομαι, προβληματίζομαι και κατανοώ με όσα μου λένε τα τραγούδια, τα ποιήματα του Jim Morrison, της Patti Smith και του Peter Hammill και τα ταξίδια μου έχουν να κάνουν πάλι με «ταξιδιάρικα» τραγούδια του ροκ παρά με περιηγητικά βιβλία ή με το «On the road» του Τζακ Κέρουακ. Οσα πολύπλοκα και φευγάτα ειπώθηκαν στην ψυχεδέλεια, η άμεση ποίηση του πανκ, η σκληρή πραγματικότητα του ραπ, τα αισθητικά κομψοτεχνήματα των μουσικών - ποιητών που προαναφέρθηκαν αποτελούν ένα πεδίο μελέτης και γνώσης που καταγράφει με απλό, άμεσο, πυκνό και περιεκτικό τρόπο την καινούργια αστική ζωή, όπως τη βίωσαν και τη βιώνουν οι άνθρωποι που τη ζουν και δεν τη βλέπουν από το παράθυρο. Δεν ξέρω αν η λογοτεχνία θα ήταν φτωχότερη χωρίς τους μουσικούς - ποιητές, σίγουρα όμως θα ήταν η ζωή και η σκέψη πολλών ανθρώπων τους οποίους αυτά τα τραγούδια τους βοήθησαν να μεταβούν σε ένα άλλο επίπεδο, να κοιτάξουν τη ζωή κατάματα, όπως οι «καταραμένοι» ήρωές τους, και να ξορκίσουν τα φαντάσματα με τον λυτρωτικό τρόπο των τραγουδιών. Θα τελειώσω αυτό το σημείωμα (που δεν είναι παρά απλώς μια αφορμή για μια προσεκτική ματιά στα λόγια τραγουδιών που μπορεί να μην προσέχθηκαν) με την αντίληψη του Ray Davis των Kinks για το ροκ και την ποίηση, την οποία αντιλαμβάνεται φυσικά μέσα από τη ροκ αισθητική: «Ενα βράδυ καθόμουν σε έναμπαρ πίνοντας, οπότε με πλησιάζει ένας τύπος και μου λέει: "Ρέι, σε γουστάρωπάρα πολύ και τη μουσική που κάνεις αλλά και τους στίχους σου. Είσαι έναςποιητής". Πήρα ένα μπουκάλι και του έσπασα το κεφάλι. Ακου εκεί ποιητής...».

18.6.12

Villon Francois: Μέγας Καταραμένος Ποιητής...

α

     Ο πρώτος "καταραμένος ποιητής" της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 ως Francois de Montcorbier ή des Loges από πολύ φτωχούς γονείς. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την ανατροφή του ανέλαβε ο ιερέας Guillaume de Villon, ένας άνθρωπος αγαθός και με πολύ ψηλή μόρφωση. Από τον προστάτη του, που 'τρεφε απέραντην αγάπη κι αφοσίωση, δανείστηκε το επώνυμο του. Στα 12, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και το 1452 παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος Των Τεχνών. Έχοντας το δικαίωμα να εισαχθεί σ' οποιαδήποτε ανώτερη πανεπιστημιακή σχολή, επιλέγει τη νομική, αλλά πολύ γρήγορα περνά στην όχθη της παρανομίας. Τα κεφάλαια της άσωτης ζωής του περιελάμβαναν κλοπές, ληστείες, προστασία γυναικών, φόνους και παρέα του ήταν τα "εκλεκτά" μέλη του παρισινού υποκόσμου.
     Η εγκληματική δράση του αρχίζει το 1455 με τον φόνο του ιερέα Σερμουάζ. Αν κι ο ιερέας, προτού πεθάνει, ζητά να μη φυλακιστεί, έχει ήδη, εγκαταλείψει το Παρίσι. Επόμενος σταθμός, το Κολέγιο Ναβάρας, από όπου κλέβει 500 χρυσά σκούδαΑ μαζί μ' άλλους τέσσερις συνεργάτες. Έχοντας πάρει μερίδιο, περιπλανάται στη Γαλλία και μπλέκει με τη φοβερή συμμορία των "Κοκιγιάρ" από τους οποίους μαθαίνει το ακατανόητο γλωσσικό ιδίωμα, το "ζαργκόν", στο οποίο έγραψε ορισμένες από τις μπαλάντες του. Σ' αυτές, μάλιστα, δίνει συμβουλές στους φίλους, πως να κάνουν τις δουλειές τους, χωρίς να τους πιάνει η αστυνομία.
     Ο πλάνητας κακοποιός φτάνει πεινασμένος και σ' άθλια κατάσταση στο Μπλουά. Εκεί ο Κάρολος, Δούκας της Ορλεάνης κι αξιόλογος ποιητής, του προσφέρει άσυλο. Η περίφημη μπαλάντα του με τις αντιθέσεις σε κάθε στίχο -όπως το: "πεθαίνω από δίψα πλάι στη πηγή..."- γράφτηκε κείνη τη περίοδο σε ποιητικό διαγωνισμό που οργάνωσε ο Κάρολος. Γι' άγνωστο όμως λόγο, φυλακίστηκε στην Ορλεάνη και περίμενε τη θανάτωση. Ο προστάτης Κάρολος, τον αποφυλακίζει. Ξαναγυρίζει στο Παρίσι όπου έχει πάρει αμνηστία για τη κλοπή στη Ναβάρα, αλλά η συμμετοχή στον τραυματισμό ενός συμβολαιογράφου, τον οδηγεί, το 1462 και πάλι στα σκοτεινά κι υγρά κελιά. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σ' εξορία 10 χρόνων κι από το 1463, τα ίχνη του χάνονται. Ουδείς γνωρίζει που, πότε και πως πέθανε. Από το ποιητικό έργο του σώθηκαν μόνο 3.000 στίχοι. Θεωρείται βέβαιο πως το έργο του "Το Ρομάντζο Της Διαβολοπορδής", που 'γραψε μετά τις φοιτητικές αναταραχές του 1453, έχει χαθεί.
     3 χρόνια μετά γράφει το ποίημα "Κληροδοσία" (Le Lais) πιο γνωστό με το όνομα "Μικρή Διαθήκη", όπως το παρουσίασαν αργότερα οι εκδότες, σ' αντιδιαστολή με τ' άλλο του έργο, τη "Μεγάλη Διαθήκη" που έγραψε όταν αποφυλακίστηκε από το Μαιν-Συρ-Λουάρ το 1461. Η "Κληροδοσία" είναι ένα πολύ εύθυμο ποίημα, που 'γραψε όταν εγκατέλειπε το Παρίσι απογοητευμένος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Σ' αυτό κληροδοτούσε στους φίλους του "τα παλιά του παπούτσια, τη "καλή" του φήμη, "το γάιδαρο και το σπαθί του", αν και το τελευταίο το 'χεν ήδη δώσει ως ενέχυρο. Το πιο σημαντικό του έργο είν' η "Διαθήκη" αποτελούμενη από 163 οκτάστιχες στροφές, στις οποίες παρεμβάλλονται 16 μπαλάντες και μικρότερα ποιήματα. Ανάμεσα στις αριστοτεχνικά δομημένες μπαλάντες, είναι η "Μπαλάντα Των Παροιμιών", η "Μπαλάντα Των Κυράδων Του Παλιού Καιρού", η "Μπαλάντα-Προσευχή", η "Μπαλάντα Των Κρεμασμένων", η "Μπαλάντα Για Τη Πόρνη Χοντρό-Μαργκό", τις οποίες ο Βάρναλης είχε χαρακτηρίσει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
     Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του έγινε το 1489 με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία και ξυλογραφίες. Αν και κυνηγημένος από το νόμο και τη τάξη, το ποιητικό έργο του κέρδισε την αποδοχή του κόσμου, αφού όταν ζούσε, τα χειρόγραφα του κυκλοφορούσαν σε πολλαπλά αντίγραφα. Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο "Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος".
     Οι μπαλάντες ακόμη και σήμερα είναι δροσερές, πρωτότυπες και με μεγάλην εκφραστική δύναμη. Η ποίηση του αναδύεται ολοζώντανη χωρίς επιτήδευση, προσποίηση, ρητορεία ή περίτεχνα γλωσσικά στολίδια. Είναι γνήσια κι ειλικρινής, πηγάζει από την ίδια του τη ζωή, τα εγκλήματα του, τον φόβο της φυλάκισης, τη φρίκη της αγχόνης. Το κέφι του, όμως, δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ούτε στις χειρότερες του στιγμές.

1.6.12

Εγχειρίδιο καλλιέργιας Κάνναβης σε αστικές και αγροτικές περιοχές της Ελλάδας...


Το λιγερό μπιφτέκι

Πρόλογος


Αυτό το ανάγνωσμα αποτελεί οδηγίες του πως μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει το φυτό της Κάνναβης με σκοπό την συλλογή του άνθου του φυτού (Φούντα) καθώς και οδηγίες παρασκευής Χασίς (σοκολάτα – τάκος) από τα υπολείματα μετά την συγκομιδή.



Βήμα 1

Γεννετική


Η επιλογή του βιολογικού υλικού που θα χρησιμοποιηθεί επιρρεάζει σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα όχι μόνο από άποψη ποιότητας της φούντας αλλά και από άποψη βιοσημώτητας του φυτού. Πολλοί πρώτοι καλλιεργητές μπορεί να έχουν ως στόχο την καλλιέργεια του τελευταιου επιτευγματος της Ολλανδικής τράπεζας σπόρων και να καταριούντε το αλβανικό χόρτο πρέπει όμως να έχουν υπόψιν τους ότι τα αλβανικά φυτά θα είναι (και είναι) πολύ πιο απροβλημάτιστα κατά την καλλιέργια σε σχέση με μερικές εξωτικές ποικιλίες «σκανκ». Μία καλά καλλιεργημένη αλβανική φούντα δεν έχει πολλα να ζηλέψει απο μία φούντα «Ράτσας» (Ναι φιλαράκι ελληνικό είναι 10ευρώ το τζι). Επίσης μία καλά καλιεργημένη αλβανική φούντα είναι πάντα καλύτερη από μία φτωχά καλλιεργημένη φούντα «σκανκ»


Το γένος της κάναβις όπως την ξέρουμε αποτελείται απο 2 τύπους και συνδιασμούς αυτών. Η μία είναι γνωστή ως «Σάτιβα» και η άλλη είναι γνωστή ως «Ιντικα». Αυτές οι δύο κατηγορίες έχουν ως κύρια διαφορά τον τύπο της «μαστούρας» καθώς και την γενική εμφάνιση του φυτού. Η πιο εμφανής διαφορά μεταξύ των 2 θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα φύλλα του κάθε φυτού. Η «Σάτιβα» έχει μακρια λεπτά δάχτυλα στα φύλλα με μητερή άκρη ενώ ή «Ιντικα» έχει πλατιά πιο κοντόχοντρα δάχτυλα στα φύλλα της με κάπως οβάλ άκρη. Οι συνδιασμοί θα φέρουν και τα 2 χαρακτηριστικά στα φύλλα τους. Μακρόστενα αλλα όχι πολύ στενά φύλα με κάπως στρόγγυλες άκρες π.χ. Το φυτό μπορεί να έχει παραπάνω ποσοστό από το ένα είδος σε σχέση με το άλλο αυτό επίσης φαίνεται στα φύλλα τα οποία θα έχουν εντονότερα τα χαρακτηριστικά του ενός τύπου.


Τα «σκανκ» είναι συνδιασμός αυτών των 2 φυτών με διαλεγμένη διαστάυρωση για την δημιουργεία φυτών με κάποια επιθυμητά χαρακτηριστικά. Μπορείς να καταλάβεις ένα καλό φυτό μόνο από το σχήμα των φύλλων του. Θα ανακαλύψετε ότι σχεδόν όλα τα φυτά της μαριχουάνας της «πιάτσας» όταν φυτευτούν θα παράγουν φυτά τα οποία είναι εμφανές ότι περιέχουν και τους 2 τύπους φυτού, όπως τα «σκανκ».Θα ανακαλύψετε επίσης ότι τα φυτά απο σπόρο της «πιάτσας» είναι και αυτά διασταυρωμένα για την αποκομοιδή κάποιον χαρακτηριστικών, αυτά σηνύθως είναι η μεγάλη και απροβλημάτιστη παραγωγή, πράγμα το οποίο μπορεί να φανεί ως σύμαχος στην απόπειρά σας.






Μία από τις τελευταιίες ανακαλύψεις των ολλανδών είναι οι ποικιλίες που ανθίζουν αυτόματα. Οι ποικιλίες της κάνναβης ανάλογα από τον τύπο θα αρχίζουν να ανθίζουν μόλις το φως της ημέρας μειωθεί κάτω από τις 12 ώρες. Από προσωπική έρευνα του συγγραφέα μερικές ποικιλίες της πιάτσας θα αρχίσουν να ανθίζουν με πάνω από 14 ώρες φως, απόδειξη ότι οι μαζικοί παραγωγοί της αλβανίας κάνουν επιλεκτική διαστάυρωση είτε επίτιδες είτε καταλάθως. Οι καινούριες αυτές ποικιλίες της ολλανδίας θα φυτρώσουν από σπόρο, θα βγάλουν λίγα φύλλα και θα αρχίσουν αμέσως να ανθίζουν ανεπιρέαστα από το φως. Χαρακτηριστική ποικιλία αυτού τού είδους φυτού είναι η «Low Ryder» (ναι με “Y” ) Επίσης αυτά τα φυτά αφού δεν μεγαλώνουν συνέχεια μέχρι να μειωθεί το φως θα φτάσουν μέχρι 25 εκατοστά μέσα στο σπίτι ή 40 εκατοστά στον ήλιο πράγμα το οποίο τα κάνει ιδιαίτερα «διακριτικά». Η ποικιλία καλλιεργήθηκε από την «Joint Doctor» που κάνει και την εμπορία μέσω ίντερνετ.


Η επιλογή του φυτού θα πρέπει να είναι ανάλογη με το χώρο που θα καλλιεργηθεί. Αν φυτέψετε στην εξοχή στα ανοιχτά καλό θα ήταν να χρησιμοποιήσετε τις ποικιλίες που χρησιμοποιούν οι αλβανοί τόσα χρόνια με τόση επιτυχία. Αν έχετε μία ποιο κοντινή επαφή με τα φυτά σας μπορείτε να καλλιεργήσετε πιο απαιτητικές ποικιλίες αλλά η απογοήτευση μπορεί να είναι λίγο πότισμα παραπάνω μετά...



Βήμα 2

Επιλογή του χώρου.


Εδώ θα χωρίσουμε αυτό το κεφάλαιο σε 3 κατηγορίες, στην εξοχή, στην πόλη με φυσικό φως και στην πόλη με τεχνιτό φως.


Στην εξοχή


Όλοι έχουμε ακούσει για τα δέντρα του βοσκού στο ποτάμι και το κατσικο-φαγωμένο δέντρο του τοπικού κάνγκουρα. Συνήθως η καλλιέργια του φυτού στην εξοχή έχει προβλήματα και αυτό μπορεί να είναι για διάφορους λόγους. Ένας είναι ότι η εξοχή δεν είναι ελεγχόμενο περιβάλον. Τα ζώα που περνάνε (όχι μόνο τα τετράποδα) μπορεί να βλάψουν το φυτό σας (οι κατσίκες τελικά τρώνε μόνο κάνναβη ?) Ο καιρός μπορεί να κόψει το φυτό σας λόγω αέρα, ο πανικοβλημένος τύπος που μόλις ανακάλυψε το φυτό σας απλά θα το ξεπατώσει και θα το μοστράρει για δικό του. Αν επιμένετε να καλιεργήσετε στην εξοχή κάντε το τουλάχιστον με γλάστρες, με πολλές τρύπες στον πάτο. Ετσι έχετε την αποστράγγιση της γης με καλό χώμα και το φως του ήλιου που είναι ανώτερο από κάθε είδος λάμπας. (και άλλα για τις λάμπες παρακάτω). Στην εξοχή οι θερμοκρασίες είναι ακραίες. Ένα μαλακό κρύο στην πόλη είναι παγετός στην εξοχή και το φυτό σας μπορεί να παγώσει. Δεν συζητάμε καν για χαλάζι. Μετά από μελέτη ανακάλυψα ότι υπάρχουν 2 βασικοί εχθροί για την καλλιέργεια της κάνναβης στην εξοχή: Οι μπάτσοι και ο χρόνος.




Οι μπάτσοι θα σας κάνουν να φυτέψετε κυριολεκτικά «στου διαόλου τη κάλτσα» με αποτέλεσμα παραμελημένα φυτά αφού δεν θα πηγένετε να τα βλέπετε. Επίσης μπορεί να σας ακολουθήσουν εύκολα αφού η εξοχή είναι πολυ εύκολο να παρακολουθηθεί. Όταν πηγαίνετε στα δέντρα σας ντυθήτε σα λοκατζης και πάρετε μαζί σας τη καραμπίνα του παππού και ένα ζευγάρι κυάλια. Έτσι μπορείτε να πείτε ότι βγήκατε για κυνήγι και απλά πέσατε πάνω στα δέντρα, πάρτε και το κυνηγιτικό «κανίς» σας μαζί. Αν αντέξετε και το ξύλο μπορεί και να γλιτώσετε.


Ο χρόνος της ηλιοφάνιας στην ελλάδα πέφτει κάτω από 12 ώρες όταν είναι ήδη πολύ αργά γιατι πέφτει παγωνιά. Η παγωνιά είναι χειρότερη στην εξοχή και τα φυτά σας θα γίνουν γρανίτα πολύ πριν ανθοφορήσουν. Θα πρότεινα αποκλειστικά να φυτέψετε αυτόματες ποικιλίες πχ «Low Ryder» αφού αυτές θα σας παρέχουν από σπόρο σε φούντα σε 8 εβδομάδες. Κάτω από το φως του ηλιου μπορούν να παράγουν μεγάλες ποσότητες φούντας αλλά πολύ μικρότερες από τα εμπορικά φυτά της αλβανίας. Πάντων εάν δεν είστε διατεθιμένοι να τα φυτέψετε για να μη βγάλουν φούντα ποτέ και να παγώσουν βάλτε αυτόματα φυτά. Απλά βάλτε πολλά.


Στην πόλη με φυσικό φως


Μπορεί να είναι ακάλυπτοι χώροι, γλάστρες στο μπαλκόνι και στην ταράτσα. Το καλό είναι ότι μπορείτε να έχετε κοντινή και συχνή επαφή με τα φυτά σας. Το κακό είναι και πάλι οι μπάτσοι ο χρόνος αλλά τώρα και οι συμπολίτες σας. Όσο πιο πολυσύχναστη είναι η περιοχή που θα φυτέψετε τόσο πιο πιθανό είναι να πέσει η καλλιέργια σας στην αντίληψη της αστυνομίας. Επίσης οι πόλεις είναι κατακλησμένες από γηραιούς κυρίους και κυρίες που το να σας καρφώσουν στην αστυνομία θα τους προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από οτιδήποτε.


Επίσης λόγο του χρόνου η καλλιέργια σας θα αρχίσει να ανθοφορεί πάλι όταν είναι αρκετά αργά αλλά στην πόλη έχετε την πολυτέλεια να καλύπτετε τα φυτά σας με 3πλη σακούλα σκουπιδιών κάθε μέρα αφήνοντας τα φυτά λιγότερο από 12 ώρες στο φως κάνοντας τα να ανθίσουν όποτε εσείς θέλετε. Αυτό μπορεί να αποδειχθει πολύ κουραστικό και δεν συζητάμε καν για τα βλέματα που θα τραβήξετε.


Θα ήταν επίσης πολύ χρήσιμο να χρησιμοποιήσετε μία αυτόματη ποικιλία. Αυτός ίσως να είναι και ο καλύτερος συνδιασμός. Έχετε το φως του ήλιου, την ασφάλεια της πόλης, είστε κοντά στα φυτά σας και τα φυτά αυτά τα οποία δε μεγαλώνουν πολύ μπορούν να «χωθούν» σε κάθε μπαλκόνι χωρίς να τραβήξουν τα βλέματα.


Στην πόλη με τεχνιτό φως


Αυτή είναι η μέθοδος που έρχεται στο μυαλό του καθενός όταν ακούει την φράση «έβαλα δέντρα». Είναι η καλλιέργεια μέσα σε κάποιο σπίτι η διαμέρισμα με τη χρήση του τεχνιτού φωτός. Η αρχή είναι απλή, αν το δωματιο δεν έχει φως τότε μαλλον δεν βλέπει και κανένας τι γίνεται μέσα. Επίσης με τα φώτα μπορείτε να ελέγξετε πόση ώρα φως πέρνουν τα φυτά και να τα κάνετε να ανθίσουν όποτε εσείς θέλετε. Στην περίπτωση που η αστυνομία μπει σε τέτοιο χώρο τότε μαλλον μπορείτε να ξεχάσετε την φράση «προσωπική χρήση» και αν έχετε παλαιότερη καταδίκη τότε πληρώστε την πιστωτική, χαρίστε το σκύλο και τελειοποιήστε την τεχνική του αυνανισμού σας. Αν η αστυνομία έρθει τότε μην πείτε απολύτως τίποτα εκτός από το αν έχουν ένταλμα. Αν έχουν ένταλμα ανοιξτε την πορτα και μην πείτε τίποτε, απλά πάρτε το δικηγόρο σας. Αν δεν έχουν ένταλμα θα προσπαθήσουν να σας πείσουν ότι είναι καλύτερα για σας να ανοίξετε την πόρτα τώρα, μπούρδες, κλείστε την πόρτα και έχετε γύρω στη μία ώρα να εξαφανίσετε τα πάντα μέσα από το σπίτι. Η τουαλέτα είναι καλή λύση.


Οι λάμπες που χρησιμοποιούντε είναι είτε του τύπου «HPS» είτε του τύπου «MH». Θα τις δείτε στο ίντερνετ να πωλούντε από πολλές σελίδες. Η τιμή είναι κάπως τσουχτερή αλλα αυτές οι λάμπες είναι έτοιμες για τοποθέτηση. Στην περίπτωση που δεν θέλετε να πληρώσετε λάμπες (και καλά θα κάνετε για την πρώτη σας καλλιέργεια) μπορείτε να κάνετε μία βόλτα στην πόλη. Θα δείτε λάμπες να φωτίζουν κτίρια στερεωμένες στο έδαφος βγάζοντας ένα πορτοκαλί – ροζ φως. Αυτές είναι οι λάμπες «HPS» όπου είναι και οι καλύτερες και ακριβότερες από τις 2. Είναι οι ίδιες λάμπες που φωτίζουν τους δρόμους από τις κολώνες στο πεζοδρόμιο. Κλέψτε τη λάμπα με όποιο τρόπο θέλετε αρκεί να πάρετε όλη τη μονάδα μαζί σας. Ανοίξτε τη μονάδα σπίτι και βγάλτε τη λάμπα, το καθρέπτη και τον ενισχυτή, Τοποθετίστε επιπλέον μέτρα καλώδιο ανάμεσα στον ενισχυτή και τη λάμπα και βάλτε τις λάμπες στα 1,80 μέτρα από το έδαφος. 2 λάμπες των 400βατ είναι μια χαρά για 10-15 δέντρα και δε θα χρειαστεί να τις χαμήλώνετε και να καίτε τα φυτά σας. Στην αρχή μπορείτε να τις δουλεύετε για όλο το 24ωρο μέχρι τα φυτά σας να γίνουν 60εκ μέχρι 1 μέτρο, μετά αλλαξτε το φως σε 11 ώρες με ένα χρονοδιακόπτη και αν δεν υπάρχει φως δυνατότερο από ένα κερί για πάνω από ένα λεπτό κατά την σκοτεινή περίοδο τα φυτά θα αρχίσουν να ανθιζουν. Κρατήστε τη θερμοκρασία στο δωματιο γύρω στους 30 βαθμούς. ( 27 – 34)



Βήμα 3

Φυτεύοντας τα φυτά


Το χώμα


Πάρτε χώμα από μαγαζί ή από καινούριο πάρκο. Προσέξτε το χώμα να αποροφάει το νερό, να μη λασπώνει και να μη πετρώνει. Βάλτε μία δόση λίπασμα και ανακατέψτε καλά. Βάλτε το στις γλάστρες και ποτίστε καλά. Ανοίξτε τρύπες γύρω στο 1,5 εκατοστό και βάλτε τις ρίζες. Οι γλάστρες θα πρέπει να είναι 40 Χ 40 Χ 40 εκ. Μεγαλύτερες γλάστρες προσφέρουν επιπλέον προστασία από το υπερβολικό πότισμα.


Ο σπόρος


Πάμε λοιπόν στην τοποθέτηση του φυτού. Πρώτα από όλα θα χρειαστείτε σπόρους ή μικρά φυτά. Αν έχετε μικρά φυτά βάλτε τα σε μεγάλες γλάστρες 40 Χ 40 Χ 40 εκ. και ποτίστε με ένα ψεκαστήρι. Μη ποτίζετε με μπουκάλια γιατί μπορεί να κουνηθεί η ρίζα και να καταστραφεί το φυτό. Αρχίστε να ποτίζετε με ποτιστήρι όταν τα φυτά σας βγάλουν τουλάχιστον 6 φύλα.


Πάρτε ένα πιατάκι για γλυκό κουταλιού λίγο βαθύ (έρε Ελλαδάρα) τοποθετήστε ένα στρώμα βαμβάκι και βρέξτε το βαμβάκι πολύ αλλα χωρίς να επιπλέει στο νερό το βαμβάκι. Τοποθετήστε τους σπόρους επάνω στο βαμβάκι και κλείστε το πιατάκι με αλουμινόχαρτο. Βάλτε το πιατάκι στο συρτάρι και ελέγχετε κάθε 12 ώρες. Ο σπόρος θα σκάσει και θα βγάλει ρίζα. Βγάλτε το σπόρο 15 ώρες αφότου σκάσει και βάλτε τον με τη ρίζα κάτω (κατά προτίμιση) 1-2 εκατοστά βαθιά στο χώμα. Ανοίξτε την τρύπα βάλτε το σπόρο και κλείστε απαλά. Ποτίστε με ψεκαστήρι και ξαναποτίστε μόλις ξεραθεί λίγο το νερό στην επιφάνεια της γλάστρας. Προσοχή αυτή είναι η πιο ευαίσθητη στιγμή του φυτού. ΜΗΝ ποτίσετε πολύ θα πνίξετε το φυτό.Μεταφέρετε και φυτέψτε το σπόρο ΑΠΑΛΑ. Ποτίστε με ψεκαστήρι μόλις ξεραθεί λίγο το χώμα στην επιφάνεια. Οι πρωτάριδες δεν κάνουν τίποτα λίγο, με αποτέλεσμα πνιγμένα φυτά και καμένα φυτά από λίπασμα.



Βήμα 4

Μεγαλώνοντας τα φυτά.


Αφότου τα φυτά βγουν από το χώμα θα μεγαλώνουν μέχρι να κοπεί το φως κάτω από 12 ώρες ή αν έχετε αυτόματη ποικιλία (καταλαβατε ότι μου αρέσει αυτή η ποικιλία ?) μέχρι να ενεργοποιηθεί η διαδικασία της ανθοφόρησης. Χρησιμοποιήστε λίπασμα άλλα πάντα βάλτε λιγότερο από ότι λέει στο σακούλι. Προτιμίστε τα στερεά λιπάσματα γιατί αυτά δεν θα πάνε κατευθείαν στη ρίζα όπως τα υγρά καίγοντας τα φυτά και θα κρατήσουν περισότερο καιρό το χώμα λιπασμένο. Η κοπριά δουλεύει μια χαρά και η φούντα θα έχει πολύ καλή γεύση. Επίσης πρέπει αποβάλετε κάθε μαλακία που έχετε ακούσει για το τι πρέπει να ρίξετε στα φυτά σας (σκουριά, αίμα, καφέ, γύρο πίττα και γάλα) Ειδικά το γάλα δεσμεύει το οξυγόνο στο χώμα και κυριολεκτικά σκοτώνει τα φυτά σας. Πάντα σε αυτές τις δοξασίες υπάρχει μία δοση αλήθειας και αυτή είναι ότι το φυτό χρειάζεται 3 ουσίες για να ζήσει και μία που ρυθμίζει το Ph στο χώμα. Το χώμα αν είναι απο μαγαζί ή φρεσκοστημένο πάρκο δε θέλει τπτ. Απλά πράγματα λοιπόν, 3 ουσίες. Αυτές είναι τα 3 νούμερα που γράφουν επάνω τα λιπάσματα. Πάρτε ένα λίπασμα που να έχει λίγο από ολα και το φυτό σας θα έχει τα πάντα. Όσο μεγαλώνουν τα φυτά θα πρέπει να τα ποτίζεται και βάλετε άλλες 4 φορές το πολύ λίπασμα. Μάθετε το φυτό σας, αν είναι στερεο και τα φύλα στέκονται είναι μια χαρά. ΠΡΟΣΟΧΗ αν τα φύλλα «κρέμονται» τότε έχει ΠΟΛΥ νερό. Πολλοί νομίζουν ότι το φυτό δεν έχει νερό και το πνίγουν όταν τα φύλλα κρέμονται. Επίσης τα φύλλα κρέμονται όταν έχει πολύ ζέστη. Ποτίζεται κάθε 3 μέρες κατά προτίμιση μόλις πέσει ο ήλιος. Αν έχετε οριακές γλάστρες προσέξτε να μην πνίξετε τα φυτά σας. Ένας οδηγός θα ήταν να ποτίσετε αν τα πρώτα 2-3 εκατοστά του χώματος είναι στεγνα.









Βήμα 5

Η φούντα


Τα φυτά θα αρχίσουν να ανθίζουν όταν το φως αρχίσει να πέφτει από τις 12 ώρες ή αν έχετε βάλει αυτόματη ποικιλία. Τα φυτά θα είναι είτε αρσενικά είτε θυλικά ή ερμαφρόδιτα. Τα φυτά ειναι θυλικά ή αρσενικά από το σπόρο ακόμα και δεν υπάρχει τπτ που μπορείτε να κάνετε για να το αλλάξετε. Τα θυλικά είναι που θα βγάλουν και φούντα. Αν πετάξετε τα αρσενικα και τα ερμαφρόδιτα γρήγορα μακρυά από τα θυλικά τα θυλικά δεν θα βγάλουν σπόρο και θα παράγουν «σινσεμίλα» (χωρίς σπόρο) φούντα που είναι και η καλύτερη πχ «σκανκ» από «κοφι-σοπ» Είναι γεγονός ότι μεγάλες ποσότητες σκανκ που πωλούνται στην ελλάδα είναι απλά προσεγμένη «σινσεμίλα» αλβανική φούντα.


ΘΥΛΙΚΟ ΑΡΣΕΝΙΚΟ



Πετάξετε τα αρσενικά και τα ερμαφρόδιτα νωρίς για να μη χαλάσουν τη θυλική φούντα ή κρατήστε τα να ξεραθούν σε μία ντουλάπα στο σκοτάδι στη δροσιά για να τα κάνετε καλή σοκολάτα εκτός αν θέλετε να βγάλετε σπόρο από κάποια συγκεκριμένα φυτά. Τα αρσενικά μπορούν τα ενεργοποιήσουν τα θυλικά σε μεγάλη απόσταση. Το να βάλετε στην άκρη 2 δεντρα δεν είναι αρκετό και μπορεί να υποβαθμίσετε και τα υπόλοιπα 15 σε σποριάρικη φούντα..


Τα θυλικά θα ανθίζουν για 4 με 9 εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια της ανθοφόρισης μερικά φύλλα μπορεί να κιτρινίσουν και να πέσουν, είναι φυσιολογικό. Η φούντα θα αρχίσει από μερικές άσπρες τρίχες που θα πληθαίνουν. Μόλις η φούντα έχει πάνω από 50% καφέ τρίχες είναι ώριμη. Μερικές φούντες θα ωριμάσουν νωρίτερα από τις άλλες και μπορείτε να τις κόψετε αλλά προσέξτε μη χαλάσετε τις διπλανές φούντες. Χρησιμοποιείστε ένα κοφτερό ψαλίδι με μητερή άκρη.





Βήμα 6

Η καβάτζα


Όταν οι περισσότερες φούντες είναι ώριμες κόψτε το δέντρο από τη βάση. Κρεμάστε το ανάποδα στη ντουλάπα στο σκοτάδι και στη δροσιά και κόψτε μόνο τα πολύ μεγάλα φύλλα. Αφήστε το για 1 μέρα και η φούντα θα αρχίσει να χωρίζει από το φύλλο. Κόφτε τις φούντες και βάλτε τις σε χαρτοσακούλες ανοιχτές ή σε βάζα ανοιχτά στη ντουλάπα στη δροσιά Σε 3 μέρες περίπου η φούντα θα είναι και ξερή και θα έχει «ωριμάσει» σωστά. Έτσι θα έχει ωραία γεύση και δε θα είναι σαν την απαίσια αλβανική λάθος ξεραμένη από πέρισυ φούντα. Μην πίνετε χλωρές φούντες γιατί δεν κάνουν τπτ και μη ξερένετε σε «μπρίκια» «φούρνους» και «ήλιο» γιατί θα τις καταστρέψετε. Αν την αφήσετε στο σκοτάδι στη δροσιά δε θα χάσει καθόλου από την ενέργειά της. Λίγα φύλλα θα μείνουν επάνω στη φούντα είναι επιλόγή σας πόσο θα αφήσετε. Απλά μην τα κόψετε εντελώς γιατί θα χάσετε και λίγη φούντα. Αφότου ξεραθούν βάλτε σε νάυλον σακουλάκια που κλείνουν και αποθηκεύστε μακριά από ζέστη υγρασία και φως.



Βήμα 7

Τα σκουπίδια


Οτι μείνει από τα παραπάνω εκτός από τους κορμούς μπορείτε να τα αποστάξετε σε σοκολάτα. Είναι πολύ εύκολο. Ξεράνετε το μπάζο μέχρι να σπάει αλλά χωρίς να γίνει πολύ ξερό. Πάρτε ένα μπλέντερ βάλετε ένα στρώμα μπάζο, καλύψτε με κρύο νερό και βάλτε και ένα στρώμα πάγο. Χτυπήστε για 1 λεπτό (όχι πολυ παραπάνω πειράζει). Φιλτράρετε μέσα από ένα μεταλικό φίλτρο για καφέ και βάλτε το υγρό σε ένα ποτήρι στο ψυγείο. Βάλτε ακόμα 1-2 παγάκια, το θέλετε κρύο. Αφήστε το στο ψυγέιο για 90 λεπτά και δείτε το ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΟΥΝΗΣΕΤΕ. Μία ασπριδερή σκόνη θα κάτσει κάτω στο ποτήρι, είναι το πεντακάθαρο χασις σας (σοκολάτα). Βγάλτε το χωρις να κουνήσετε καθόλου αφίστε κάπου και αρχίστε να τραβάτε το νερό με ένα βετέξ ή χαρτι κουζίνας. Θα πάρει λίγη ώρα υπομονή (περιμένατε 2 μηνάκια έτσι και αλλιώς). Πάρτε τη σκόνη απλώστε την σε καθαρή επιφάνεια και βάλτε επάνω ένα κομάτι χαρτί κουζίνας να ρουφήξει το πολύ νερό. Μόλις βγάλετε το περισσότερο νερό θα αρχίσει να σχηματίζεται μία πλαστελίνη που είναι σχεδόν καθαρά «τρίχομα» οι αδένες της τετραυδροκαναβινόλης στο φυτό. Αυτή η ουσία «μαστουρώνει» αλλά δεν «νταγκλάρει»

Η φούντα περιέχει και «CBD» σε ποσό ανάλογα με την ποικιλία (ανάμεσα σε ίντικα και σάτιβα) η οποία σε νταγκλάρει κιόλα. Μην πατίσετε τη σοκολάτα γιατί όταν ξεραθεί θα είναι δύσκολο να την ξανακάνετε σκόνη για να την πιείτε.

http://www.youtube.com/watch?v=jyPm2mXo5F4

29.5.12

Παλι λαθος εκανα...


Για μια στιγμη πιστεψα
πως ειχα φιλους πλαϊ μου!
Μαλλον υαινες ειχα και τις ταϊζα
και με την αγαπη μου...
Γαμωτο!
Παλι λαθος εκανα...

Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) – Το λιοντάρι της Ρούμελης...

α

«Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!».
Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος, αποτελεί μια από τις πιο θρυλικές μορφές της Επανάστασης του 1821. Υπήρξε αρχικά Αρματολός και στην συνέχεια αρχιστράτηγος της Ρούμελης (Στερεά Ελλάδα) κι ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα.

Απ’ όλους τους ιστορικούς αναφέρεται ως «γιος της καλογριάς» Ζωής Διμισκή (ανιψιά του περίφημου κλεφταρματολού της Άρτας Γώγου Μπακόλα και χήρα του Γιαννάκη Μαυροματιανού που πέθανε νωρίς), που γεννήθηκε το 1782 εντός σπηλαίου κοντά στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας. Για κάποιους, πατέρας του ήταν ο κλεφταρματωλός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος (Φωτιάδης) ή Καραΐσκος (Περραιβός, Γαζής, Βλαχογιάννης), για κάποιους άλλους ο κλέφτης Αραπόγιαννος, ενώ για κάποιους άλλους παραμένει μυστήριο. Υπάρχει όμως και μία σημαντική μαρτυρία του υπαρχηγού του Ναπολέοντος Ζέρβα και του ΕΔΕΣ Μιχάλη Μυριδάκη που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν για την πατρική του καταγωγή. Στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση ΕΔΕΣ-ΕΘΕΑ 1941-44 τόμος Α΄», αναφέρει ότι όταν βρισκόταν στο χωριό Σκουληκαριά της Ηπείρου πολεμώντας τους Ιταλούς, συνομιλούσε με κατοίκους του χωριού.

Ένας απ’ αυτούς του είπε για την καταγωγή του Καραϊσκάκη:
«Εγνώριζα ότι ο Καραϊσκάκης καταγόταν απ’ την Σκουληκαριά αλλά μου έκανε εντύπωση, όταν μου είπαν, ότι πρώτα είχε αρχίσει αυτός τον εθνικό αγώνα απ’ τον Αη Λια. Όταν δε, ερώτησα αυτόν πως το γνωρίζει αυτός μου απήντησε, ότι απ’ τις ιστορίες παλαιοτέρων συγχωριανών του και από ένα μικρό βιβλίο που είχαν εκδώσει το 1843 δώδεκα δημογέροντες της Σκουληκαριάς, δηλαδή δεκαοκτώ έτη μετά απ’ τον θάνατό του, σχετικά με τον τρόπο που εγεννήθη απ’ τους γονείς του και την ιστορία των πρώτων χρόνων της ζωής του.

Συγκεκριμένα μου είπε ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν νόθο παιδί μιας πεντάμορφης κοπέλας της Σκουληκαριάς της Διαμάντως Διμισκή και ενός αρματωλού του Νικολάου Πλακιά κι αυτού κατοίκου της Σκουληκαριάς και ότι εγεννήθη μέσα σ’ ένα κελί του μοναστηριού της Παναγίας της Σκουληκαριάς. Εκεί είχαν κλείσει την Διαμάντω οι δύο κλέφτες αδελφοί της, Κώστας και Γιώργος, για ν’ αποφεύγει τις ενοχλήσεις των Τούρκων, που είχαν μόνιμα εγκαταστημένα καρακόλια στο χωριό. Γι’ αυτό τον λόγο αυτή ύστερα από απόφαση της μάνας της και των αδελφών της ζούσε στο μοναστήρι και φορούσε ράσα χωρίς να είναι καλογριά.

Η Διαμάντω όταν ζούσε στο μοναστήρι εσυνδέθη ερωτικά με τον αρματωλό συγχωριανό της Νικόλαο Πλακιά απ’ τον οποίο και έμεινε παράνομα έγκυος και η εγκυμοσύνη της είχε μείνει μυστική ακόμα και απ’ τον ηγούμενο του μοναστηριού, Καλλίνικο, συγγενή της Διαμάντως.

Ύστερα από σαράντα μέρες μετά την γέννηση του παιδιού ο ηγούμενος του μοναστηριού με κάθε μυστικότητα και με το όνομα Ζωή, έστειλε αυτήν και το νεογέννητο στον φίλο του ηγούμενο του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας, που πριν με επιστολή του τον είχε ειδοποιήσει. Εκείνος για να την προστατεύσει την πήρε χωρίς ράσα βέβαια για να εργάζεται στην υπηρεσία του μοναστηριού και να μεγαλώνει το παιδί της.

Μετά από οκτώ έτη ξαναγύρισε στην περιοχή του τόπου της γεννήσεώς της. Εγκαταστάθηκε σαν Ζωή πάλι στο χωριό Δούνιτσα του Βάλτου γειτονικό χωριό της Σκουληκαριάς. Εκεί δούλευε και είχε μαζί της τον γιο της Γεώργιο στο αρχοντικό του Δημητρίου Ίσκου, που σαν τραυματία τον είχε περιποιηθεί στο μοναστήρι τ’ Αη Γιώργη της Καρδίτσας. Επειδή το παιδί δούλευε σαν παραγιός του Ίσκου και είχε πολύ μαύρο δέρμα, τα παιδιά της Δούνιτσας τον φώναζαν Καρά (από την τουρκική λέξη kara=μαύρος, πολύ μελαχροινός) του Ίσκου. Λόγω του ότι το μυστικό είχε μαθευτεί οι κλέφτες αδελφοί της Διαμάντως σκότωσαν τον σπιούνο Νικόλαο Πλακιά μέσα στον συνοικισμό Γιαννιώτη, όταν αυτός οδηγούσε τούρκικο ασκέρι εναντίον τους».

Επομένως σύμφωνα με αυτή την μαρτυρία ο Καραϊσκάκης, ούτε γιος καλόγριας υπήρξε, όπως αρέσκεται να προσφωνείται απ’ την «επίσημη ιστορία» μας, ούτε πατέρα είχε τον Ίσκο ή τον Αραπόγιαννο. Οι πρώτοι βιογράφοι του, Γεώργιος Γαζής, Δημ. Αινιάν και Κων/νος Παπαρρηγόπουλος ομολογούν και γράφουν, πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Οι αγωνιστές του ’21 Νικόλαος Κασομούλης και Λάμπρος Κουτσονίκας γράφουν, ότι «Ο Καραϊσκάκης κατήγετο από το Ραδοβύζι» εννοώντας, βέβαια, τη Σκουληκαριά. Οι ξένοι Ιστορικοί Φ. Πουκεβίλ. Μ. Μπαρθόλντι και ο Αύγουστος Φάμπρ γράφουν πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν για τον πατέρα του, παρά αποκαλούσε τον εαυτό του περήφανα και σαρκαστικά μπάσταρδο ή μούλο.

Τα παιδικά χρόνια
Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, τρώγοντας «ξύλο και μπομπότα». Ντύνονταν με κουρέλια με ήλιο και με χιόνι. Ξυπόλητος όπως ήταν χειμώνα καλοκαίρι συνήθισε να περπατάει στις πέτρες και στα χιόνια στ’ αγκάθια και στις τσουκνίδες, ανέβαινε τα βουνά πιο γρήγορα από τα κατσίκια που φύλαγε, έγινε ένα με αυτά έμαθε τα κατατόπια και τα περάσματα σκαρφάλωνε μαζί τους εκεί που δεν πήγαινε άνθρωπος, γιατί μαζί τους αισθάνονταν καλύτερα πιο άνετα, έβλεπε τον κόσμο από μακριά. Σε ηλικία οκτώ ετών έχασε την μητέρα του τον μόνο άνθρωπο που του φέρονταν ανθρώπινα. Η ζωή του έγινε κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί περισσότερο από ποτέ και γύρευαν μ’ αδιάκοπη δούλεψη να τους πληρώνει το ξεροκόμματο που του έδιναν να φάει. Όταν τσακώνονταν με κάποιο άλλο παιδί μαζευόντουσαν όλοι μαζί, τον έδερναν και τον αποκαλούσαν μπάσταρδο και μούλο άσχετα αν είχε δίκιο η όχι. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.

Όταν μεγάλωσε δεν ξέχασε την μιζέρια την φτώχεια και την αδικία που πέρασε στα παιδικά του χρόνια. Γι’ αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγορούσε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια μεγάλωσε έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».

Η φτώχια, η μιζέρια κα η αδικία ήταν η μόνη του συντροφιά και έτσι κάποια στιγμή πηγαίνει στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο). Εκεί έξω από το χωριό βρίσκει μια σπηλιά (σπηλιά του Λώλου) και κατασκηνώνει. Στη σπηλιά κοιμόταν πάνω στο χώμα και σκεπάζονταν με κλαριά και κουρέλια έκλεβε ότι χρειάζονταν για να μπορέσει να ζήσει. Ήταν τέτοια η ζωή του που μέχρι πριν μερικά χρόνια οι μανάδες όταν ήθελαν να μαλώσουν τα παιδιά τους έλεγαν: «Σαν τον Καραϊσκάκη θα καταντήσατε, βρε!».

Όταν πήγε στην Γράλιστα στην αρχή τα παιδιά του χωριού τον κυνήγησαν άγρια αλλά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αρκετά έξυπνος και πιο γρήγορος, άρχισαν να τον κάνουν παρέα. Με τον καιρό το ταλαιπωρημένο από την ζωή αλλά πανέξυπνο παιδί κατάφερε να τους επιβληθεί, να γίνει αρχηγός τους και να φτιάξουν μια ψευτοσυμμορία. Στην αρχή η ομάδα του Καραϊσκάκη ξεκίνησε με πετροπόλεμο με τα παιδιά από τα διπλανά χωριά, έπειτα άρχισαν να κλέβουν φρούτα, αργότερα άρχισαν να κλέβουν κότες και αργότερα γίδια και πρόβατα. Οι κλεψιές μεγάλωναν συνέχεια και η φήμη ότι η συμμορία του Καραϊσκάκη έκλεβε ζώα και ότι έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και η τοπική κοινωνία ζήτησε την βοήθεια της τουρκικής εξουσίας.

Κάποια στιγμή ένα τουρκικό απόσπασμα έφτασε στη Γράλιστα. Πέρασε από το δάσος της Αγίας Μαρίνας, με σκοπό να φθάσει στον Άη Θανάση να κυκλώσει το χωριό για να συλλάβει τον Καραϊσκάκη και τους συντρόφους του. Αλλά ο Καραϊσκάκης τους αντιλήφθηκε και βγήκε πιο μπροστά στον Άη Θανάση. Τους άφηνε να πλησιάσουν και έδωσε το πρώτο πολεμικό του πρόσταγμα: «Βαράτε παλικάρια!».

Τρεις τσοχαντζαραίοι σκοτώθηκαν και οι άλλοι το ‘βαλαν στα πόδια για να γλιτώσουν. Κατά τη ντόπια παράδοση ο Καραϊσκάκης ήταν τότε 18 χρονών. Μετά τη μάχη μάζεψαν τα τουφέκια και ότι άλλο είχαν οι σκοτωμένοι Τούρκοι, τους έκοψαν και τα κεφάλια και γύρισαν στο χωριό. Εκεί υποχρέωσαν το μοναδικό γύφτο (σιδηρουργό), να γδάρει τα τούρκικα κεφάλια και να τα γεμίσει με χόρτο για να τα στείλουν πίσω στον Πασά. Ο γύφτος από τον φόβο του τρελάθηκε.

Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια (δεύτερη μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγανε να διασκεδάσουν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφρόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες (κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η τουρκιά και περικύκλωσε το σπίτι (του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.
- Πάρτε, λέει στ’ άλλα κλεφτόπουλα, ότι κάπες είναι κι’ άμα ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας.

Όπως το ‘πε έγινε. Ακούνε οι Τούρκοι ν’ ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. Ώσπου να τα ξαναγεμίσουν, ορμούν όξω τα κλεφτόπουλα και γίνονται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγεί λοιπόν απ’ άλλον δρόμο τους συντρόφους του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές. Ο Καραϊσκάκης μετά από τα γεγονότα δεν μπορούσε πλέον να μείνει στη Γράλιστα. Ανέβηκε πιο ψηλά στ’ Άγραφα.

Με το Αλή Πασά και τον Κατσαντώνη
Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.

Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο».

Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και ιατρούς Έλληνες και ξένους. Διαρκούσης της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα.

Λίγο καιρό αργότερα πήγε στον Κατσαντώνη, όπου και έγινε το πρωτοπαλίκαρό του. Ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Βεληγκέκα, πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά. Δίπλα στον Κατσαντώνη, ο Καραϊσκάκης έμαθε τα μεγάλα μυστικά του ανταρτοπόλεμου. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη ο Καραϊσκάκης και οι λίγοι Κλέφτες που είχαν απομείνει προσκύνησαν τον Αλή πασά, όπου και διέμειναν στην αυλή του ακολουθώντας τον στις διάφορες εκστρατείες του.

Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Βραδύτερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ’ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.

Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρής ηλικίας φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισθείς ακόμη και από τις σουλτανικές αρχές της Λάρισας.

Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Στο μεταξύ είχε μυηθεί στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. Αντιπροσώπευε τα Άγραφα σε σύσκεψη την Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821. Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος, τον υποψιαζόταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους.

Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν και τα «δικαιώματα» θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους. Έτσι ενωμένοι ο Κ. με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά προβήκαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, αγοράζοντας και εξαγοράζοντας τον καιρό περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.

Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα του οποίου ηγούνταν από τους Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και του Άγου, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς παρά τον Άγιο Βλάση μετά από πεισματώδη μάχη να οπισθοχωρήσει στο Αγρίνιο. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.

Η δίκη του Καραϊσκάκη
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο.

Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη (ο οποίος ήταν άνθρωπος του Ράγκου), που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: «ο γιος της καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».

Η δίκη του Καραϊσκάκη για προδοσία έγινε στο Μεσολόγγι από την 1 με 2 Απριλίου 1824. Το κατηγορητήριο στηρίχθηκε στις καταθέσεις του ψευδομάρτυρα Κ. Βουλπιώτη, ανθρώπου του Γιαννάκη Ράγκου και κατά συνέπεια οργάνου του Μαυροκορδάτου. Κύριο στοιχείο της κατηγορίας ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον Ομέρ Βρυώνη, γεγονός πού συνδέθηκε με την αντίδραση του Καραϊσκάκη προς μια μελετούμενη επιχείρηση εναντίον της Άρτας και μια τυχαία σύγκρουση του Καραϊσκάκη με τους κυβερνητικούς στο Μεσολόγγι, όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Οι συνεννοήσεις του Καραϊσκάκη με τον Ομέρ Βρυώνη υπήρξαν ένα πραγματικό γεγονός, αλλά δεν είναι δυνατό με κανένα τρόπο να χαρακτηρισθούν ως προδοσία. Αποσκοπούσαν να κερδηθεί η υποστήριξη του Αλβανού πασά, ώστε να επιτευχθεί ή ανάληψη του αρματολικιού των Αγράφων πού κατείχε ο μαυροκορδατικός Ράγκος, από τον Καραϊσκάκη και επεκτάθηκαν στο θέμα μιας γενικότερης ελληνοαλβανικής συμμαχίας. Ο Μαυροκορδάτος πληροφορήθηκε από τον Καραϊσκάκη τις διαθέσεις του Βρυώνη για συμμαχία κι άρχισε μάλιστα μαζί του μυστική αλληλογραφία. Το να μπλέξει το όνομα του Βρυώνη ο Μαυροκορδάτος στη δίκη δεν κρίνεται ως πράξη εύστοχη.

Οι επικοινωνίες με τους Τούρκους για να εξασφαλισθεί ένα αρματολίκι δεν είναι κάτι καινοφανές για την εποχή. Ο Ράγκος, άνθρωπος του Μαυροκορδάτου, για να κατοχυρώσει τη θέση του στ’ Άγραφα δε διστάζει να έρθει σε συνεννοήσεις με τον Αλβανό Σούλτζε Κόρτζα, πράγμα για το όποιο δε δικάστηκε βέβαια. Ο Καραϊσκάκης για ν’ αντιμετωπίσει την άρνηση της Κυβέρνησης απευθύνθηκε στον εχθρό του Σούλτζε Κόρτζα, Ομέρ Βρυώνη, χωρίς όμως οι συνεννοήσεις αυτές ν’ αποτελούν προδοσία. Το τότε καθεστώς δεν τον κατηγόρησε ποτέ όμως για την προδοσία του αυτή, λόγω της καλής σχέσης του με τον Μαυροκορδάτο και του κατεστημένου του.

Για τον Καραϊσκάκη ο Μαυροκορδάτος ήταν «το τζογλάνι του Ρέιζ αφέντη, ο τεσσαρομάτης». Ο Φωτιάδης γράφει γι’ αυτόν: «Ο πιο διαβολεμένος απ’ όλους τους Φαναριώτες, που ήρθανε στην Ελλάδα στάθηκε ο Μαυροκορδάτος. Το τι κακό έκανε αυτός ο άνθρωπος σε τούτον τον τόπο δεν λέγεται. Και δεν το πλέρωσε μονάχα η γενιά του Εικοσιένα. Ίσαμε τώρα το δικό του πνεύμα μας κυβερνάει και δεν μας αφήνει να προκόψουμε».

Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε επιτροπή. Ο Μαυροκορδάτος όρισε πρόεδρο της εισαγγελικής επιτροπής τον επίσκοπο Πορφύριο από την Άρτα. Η δίκη παρωδία έγινε στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό που χρησίμευσε σαν δικαστήριο. Ο επίσκοπος Πορφύριος ανήγγειλε τις κατηγορίες και κάθε μία απ’ αυτές οδηγούσε τον Καραϊσκάκη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως εκείνος αντιμετώπισε θαρραλέα ειρωνικά και με εύστοχη αστειολογία τις ψευδείς αυτές κατηγορίες των εχθρών του. Το κατηγορητήριο απαγγέλθηκε την 1η Απριλίου. Η καταδικαστική απόφαση δε δημοσιεύθηκε, και στη θέση της μπήκε στα «Ελληνικά Χρονικά» μια προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος», χρονολογημένη στις 2 Απριλίου 1824 εκδόθηκε. Αυτό ήταν σαφής ένδειξη, ότι το κατηγορητήριο είχε αποδειχτεί ψευδέστατο και προετοιμασμένο. Η προκήρυξη είχε ως εξής:

«ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ TΩN EΓΚΛHMATΩN ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
αρ. 1167
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

Προς τους στρατιωτικούς και πολιτικούς αρχηγούς της Δυτικής Eλλάδος και προς πάντας τους Έλληνας.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, επειδή απαρχή ευρέθη σύντροφος των αρμάτων εις τον Ιερόν υπέρ της Ελευθερίας αγώνα, η Πατρίς τον τίμησε με αξιώματα. Πως εφέρθη ως εις την εκστρατείαν του Σκόνδρα, είναι γνωστόν εις όλους. Μ’ όλον τούτo η Πατρίς παρέβλεψε τα σφάλματά του, δια να τον τpαβήξη εις μεταμέλειαν. Ήλθε εις τας δύο χώρας επί προφάσει της ασθένειας του, και τον υπεδέχθησαν φιλοφρόνως. Άλλ’ αυτός δεν εφέρθη ως πατριώτης, και ως Χριστιανός. Αυθαδίασε να πιάσει άρματα εναντίον της πατρίδος. Έκαμε εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου. Έπιασε το φρούριον του Βασιλαδίου, διώξας εκείθεν την φρουράν. Οι στρατιώται του έλαβαν δύω εκ των Προκρίτων της πόλεως ως αιxμαλώτoυς, από τους οφθαλμούς της Διοικήσεως, και έφεραν τούτους προς αυτόν την νύκτα, ευρισκόμενον εις το Ανατολικόν. Εξηγήθη δε και εις πολλούς ότι θέλει εμβάσει Τούρκους εις την πατρίδα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Υποπτευθείς η Διοίκησις, έλαβε τα ανηκoντα μέτρα, και διώρισεν επιτροπή τόπον επέχουσα στρατιωτικού Δικαστηρίου συνθεμένη υπo στρατηγούς και χιλιάρχους, οίτηνες εξετάσαντες αυτόν τε και όλα τα αίτια τα οποία καθ’ ημέραν ηύξαναν τας υποψίας εναντίον του.

ΕΥΡΗΚΑΝ

«Ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδας».
«Ότι απo τον Όμερ – πασάν ζήτησε μπουγιουρντί δια να γένη καπιτάνος των Αγράφων»
«Ότι υπέσχετο εις τον εχθρό να πιάση την Tατάραιvαν με χίλιους στρατιώτες και συμβούλευσε να εύγη ο αποστάτης Βαρακιώτης με χίλιους εις το Ξηρόμερον».
«Ότι υπεσχετο εις τον εχθρό να τραβηξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδας».
«Ότι εν ω εγίνοντο αυτά εις Μεσολόγγιον, συγχρόνως ευγήκεν ο εχθρικός στόλος από Πάτρας και άραξεν εις το Βασιλάδι, και έγινε μυστική εκστρατεία Τούρκων από Καστέλια και Ναύπακτον εναντίον του Μεσολογγίου, η οποία δεν ευδοκίμησε, διότι ολίγοι σταθεροί Έλληνες τους κτύπησαν εις την Κακήν Σκάλαν και τους εγύρισαν οπίσω».

Ή επιτροπή έλαβε τέλος πάντων πολλά διδόμενα δια να γνωρίση αυτόν επίβουλο της πατρίδος και προδότην.
Επειδή όμως η πατρίς αγαπά τα τέκνα της, και μακροθυμεί δια να τα, ελευθεpώσει από την απάτην, και να τα φέρη εις μετάνοιαν, να γνωρίσουν τα χριστιανικά χρέη των, απεφασίσθη παρά της διορισθείσης επιτροπής, τη συναινέσει όλων των παρευρεθέντων αρχηγών των αρμάτων και των πολιτικών και εδόθη προσταγή προς τον αυτόν Καραϊσκάκην να αναχωρήση αμέσως απ’ εδώ, μ’ όλο όπου είναι και ασθενής, όστις και ανεχώρησεν σήμερον.
Αν μετανοήση αληθώς και επιστρέψη εις τα χριστιανικά, και Ελληνικά χρέη του, η Πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν, ει δ’ επιμείνει εις την κακίαν του, ας όψεται.
Σεις δε, αδελφοί, ειδοποιείσθε δια του παρόντoς, ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα και δεν έχει καμμίαν εξουσία παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμώv και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Όσοι δε απατηθέντες ηκολούθησαν αυτόν προσκαλούνται να γυρίσουν εις τα οπίσω, και να ενωθούν με τους αρχηγούς, τους υπερασπιστές της Πατρίδος. Πάντες, δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, εν’ όσω να μετανoήση και να προσπέση εις τo έλεoς του έθνους και ζητήση συγχώρησιν.

Εν Ανατολικώ την 2 Απριλίου 1824

Α. ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ

Οι στρατηγοί: ΝΟΤΗΣ ΜΠΟΤΖΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΟΡΝΑΡΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΖΙΩΓΚΑΣ, ΔΗΜΟΣ ΣΚΑΛΤΖΑΣ, ΑΛΕΞΙΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΙΟΛΝΤΑΣΗΣ.
Οι χιλίαρχοι: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΣΤΑθΗΣ ΚΑΤΖΑΡΟΣ.
Οι καπιτάνοι: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΣΟΥΛΤΑΝΗΣ».
Τελικά η απόφαση ήταν καταδικαστική κηρύσσοντας τον Καραϊσκάκη επίβουλο κατά της πατρίδας και ένοχο προδοσίας, αν και ποινή της επί τόπου εξορίας του, που του επιβλήθηκε ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τις βαρύτατες κατηγορίες που τον βάρυναν. Ύστερα απ’ την επαίσχυντη δολοφονία του Ανδρούτσου απ’ τους καθεστωτικούς ο Καραϊσκάκης είχε πάρει τα μέτρα του, φροντίζοντας να έχει μέσα και γύρω απ’ την εκκλησία-δικαστήριο εξακόσιους αρματωμένους άνδρες αφοσιωμένους προς αυτόν, έτοιμους να τον προστατεύσουν ανά πάσα στιγμή με τη ζωή τους. Είχε επίσης και την συμπαράσταση του καπετάνιου Α. Ίσκου, που κατέβαινε ήδη απ’ τον Βάλτο με τους άνδρες του για να βοηθήσει το φίλο του. Ο Μαυροκορδάτος και οι κατήγοροί του φοβήθηκαν το μακελειό που θα επακολουθούσε αν τον καταδίκαζαν σε θάνατο. Έτσι η λύση της εξορίας ήταν η πιο συμφέρουσα. Ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι.

Τον πήγαιναν σηκωτό σε ξυλοκρέβατο, γιατί υπέφερε από την φυματίωση και δεν μπορούσε να βαδίζει. Περνώντας απ’ το σπίτι του Μαυροκορδάτου, άφησε τα παλικάρια, του να προχωρούν και μπήκε μόνος του μέσα. Εκεί βρισκόταν ο Μαυροκορδάτος, οι δικαστές του, οπλαρχηγοί φίλοι του Μαυροκορδάτου κι ο Βουλπιώτης, ο κατήγορος του Καραίσκάκη, να τρων και να πίνουν. «Η τιμή αυτή έγινε εις τoν Βουλπιώτη, δια την τρίτη κατάθεσιν που έβγαλε από τη δυσκολία τον Mαυροκορδάτο», γράφει ο Kασoμούλης.

Ο Καραϊσκάκης δεν μπόρεσε να το κρατήσει:
- Φάγε, ορέ Boυλπιώτη, φάγε και συ μαζί με τον πρίντζιπα και με τους καπεταναίους για να θανατώσεις τον Kαραϊσκάκη. Κι εσύ πρίντζιπα δεν ντpέπεσαι να έχεις στο τραπέζι σου έναν ψεύτη κι έναν προδότη;
Κι ύστερα λέει στους καπεταναίους:
- Αδελφοί καπιταναίοι. Αν με καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός να με το στείλει (το βόλι) εις το κεφάλι ευθύς, αυτού όπου βγαίνω. Kαι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψει εις το δικό σας κεφάλι.
Απευθυνόμενος στον Μαυροκορδάτο, είπε:
- Ε, ορέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου την γράψω εις το μέτωπο σου, δια να φαvεί ποίος είσαι! Εδώ! (και κτύπησε το μέτωπο του με τα τέσσερα δάκτυλα, δείχνοντας τον Mαυροκορδάτο). Έχετε υγείαν.
Αυτοί το αποκρίθηκαν:
- Έχε υγεία…

Η περίφημη αυτή σκηνή δείχνει όλο το μεγαλείο και την τόλμη του συκοφαντημένου ήρωα. Ο Mαυροκορδάτος, δεν τόλμησε ν’ ανoίξει το στόμα, για ν’ απαντήσει.

Ακολούθησε η αποκήρυξη και ο επίσημος αφορισμός του απ’ την Εκκλησία. Στις 27 Μαΐου του 1824 ο Καραϊσκάκης έκανε χρήση της παραγράφου της αποκήρυξης και του αφορισμού του, όπου γινόταν λόγος για συγνώμη. Έτσι έστειλε γράμμα στον Μαυροκορδάτο ζητώντας άφεση των υποτιθεμένων αμαρτιών του, που όμως δεν εισακούσθηκε. Στην επιστολή του, που σώζεται μέχρι σήμερα αναφέρει: «Εμένα η κακή μου τύχη έφερε αρρώστεια οπίσω. Δεν εξεύρω κι όλα απ’ τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τους τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως». Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.

Αρχιστρατηγία
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθωτών. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι παρά τα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας».

Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από τον Μοριά και τη Ρούμελη εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.

Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των πολιορκούντων το Μεσολόγγι Τούρκων, σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς να ολοκληρωθεί, πλην όμως επέφερε διακοπή της πολιορκίας, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες σπεύδει στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).

Την νύκτα 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των «ελεύθερων πολιορκημένων» έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας, όμως έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοί σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα «πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου».

Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο, καθόσον η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τότε, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, κατά μήνα Ιούλιο πρότεινε στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον «Γιο της Καλογριάς» ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.

Ο βιογράφος του μεγάλου οπλαρχηγού, Δημήτρης Φωτιάδης, περιγράφει παραστατικά τη στιγμή της ύψιστης δικαίωσης:
«Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του.
- Η πατρίδα, του λέει ο Ζαΐμης, γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε.
- Ναι, το γυρεύει! Αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης και ρίχνεται στην αγκαλιά του Ζαΐμη, φιλήθηκαν και ξέχασαν τα περασμένα.
Σε τούτη τη σκηνή έλαχε να βρίσκεται κι ο Υδραίος μεγαλονοικοκύρης Βασίλης Μπουντούρης.
- Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει, ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός…
- Δεν το αρνούμαι! Απαντάει ο μεγαλόκαρδος άντρας. Όταν θέλω γίνουμαι άγγελος κι όταν πάλι θέλω γίνουμε διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».

Ο Καραϊσκάκης δεν ζήτησε ούτε άνδρες, ούτε χρήματα από τη Διοίκηση. To μόνο που αξίωσε ήταν η δυνατότητα να διορίζει στα διάφορα στρατιωτικά αξιώματα άτομα της δικής του επιλογής. Όταν το αίτημά του έγινε αποδεκτό, ξεκίνησε πυρετωδώς την προετοιμασία για την εκστρατεία του στην Αττική. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, η επίτευξη του κύριου στόχου του, δηλαδή η συνένωση των διαφόρων ομάδων αγωνιστών, στάθηκε εντελώς αδύνατη.

Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών και μαζί με λιγοστούς καπεταναίους, τον Νάκο Πανουργιά, τον Κωνσταντίνο Βέρη, τον Γιαννάκη Φραγκίστα και τον αδελφό του Οδυσσέα Ανδρούτσου Γιαννάκη, ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, ένεκα της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ’ όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας τον αποκλεισμό ανεφοδιασμού των Τούρκων.

Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των ευρισκομένων στη πεδιάδα του χωριού Τούρκων (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από Δόμβραινα και Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των πολιορκούντων την Ακρόπολη Τούρκων.

Η μάχη της Αράχωβας
Προ­ε­λαύ­νο­ντας ο Καραϊσκάκης στην πε­ρι­φέ­ρεια της Λι­βα­δειάς έ­δω­σε μά­χες σε διά­φο­ρα μέ­ρη, προ­σβάλ­λο­ντας τις το­πι­κές ε­χθρι­κές φρου­ρές, και, α­φού ε­γκα­τέ­στη­σε τμή­μα­τα των 100 και 60 α­γωνι­στών α­ντι­στοί­χως, στις Μο­νές Ο­σί­ου Σε­ρα­φείμ στο Δο­μπό και Ο­σί­ου Λου­κά στο Στεί­ρι, για την α­σφά­λειά τους, προ­ω­θή­θη­κε και, στις 17 Νο­εμ­βρί­ου, στρα­τοπέ­δευ­σε στο Δί­στο­μο. Στο με­τα­ξύ, κα­τά τη διάρ­κεια της προ­ε­λά­σε­ως, ε­νι­σχύ­θη­κε με το σώ­μα των Σου­λιω­τών, το ο­ποί­ο στρα­το­πέ­δευε στην πε­ριο­χή της Θή­βας και με το σώ­μα του Αλέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα στο Δί­στο­μο. Την ί­δια πε­ρί­ο­δο, οι ι­σχυ­ρές ο­θω­μα­νικές δυ­νά­μεις, οι ο­ποί­ες έ­λεγ­χαν την πε­ρι­φέ­ρεια της Λι­βα­δειάς, με Αρ­χη­γό το Μου­στά­μπε­η, α­φού α­σφά­λι­σαν τις α­πο­θή­κες ε­φο­δια­σμού τους στην Α­τα­λά­ντη, κα­τευ­θύν­θη­καν στη Λι­βα­δειά και στις 17 Νο­εμ­βρί­ου στρα­το­πέ­δευ­σαν στην πε­ριο­χή της Δαύ­λειας. Οι υ­ψη­λό­βαθ­μοι α­ξιω­μα­τού­χοι διανυκτέρευσαν στη Μο­νή της Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, δυ­τι­κώς της Δαύ­λειας.

Τις βρα­δυ­νές ώ­ρες της 17ης Νο­εμ­βρί­ου 1826, στο Στρα­τη­γεί­ο στο Δί­στο­μο, έ­νας στρα­τιώ­της της ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κής πα­ρου­σιά­σθη­κε στον Καραϊσκάκη και του ανέ­φε­ρε, ό­τι έ­νας μο­να­χός προ­σήλ­θε στο στρα­τό­πε­δο και θέ­λει κα­τε­πει­γό­ντως να τον δει προ­σω­πι­κώς και ι­διαι­τέρως. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης τον δέ­χθη­κε και με­τα­ξύ τους έ­γι­νε πε­ρί­που ο ε­ξής διά­λογος:
- Εί­μαι α­νη­ψιός και υ­πο­τα­κτι­κός του η­γου­μέ­νου της Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ κο­ντά στη Δαύ­λεια. Ο η­γού­με­νος με έ­στει­λε να σου φα­νε­ρώ­σω, ό­τι στη Μο­νή βρί­σκο­νται ο
Κε­χα­γιά­μπεης του Κιου­τα­χή και ο Μου­στά­μπε­ης με 2.500-3.000 Ο­θω­μα­νούς, οι ο­ποί­οι σταθ­μεύ­ουν στη Δαύ­λεια και σε άλ­λα χω­ριά της πε­ριοχής. Αύ­ριο το πρω­ί σκο­πεύ­ουν να περάσουν α­πό την Α­ρά­χω­βα, με προ­ο­ρι­σμό την Άμφισ­σα, για να λύ­σουν την πο­λιορ­κί­α των δι­κών τους, οι ο­ποί­οι εί­ναι κλει­σμέ­νοι στο Φρού­ριο, α­νέ­φε­ρε ο μο­να­χός.
- Πώς έ­μα­θε το σχέ­διο ο η­γού­με­νος και πώς βε­βαιώ­θη­κε, ό­τι αυ­τό πρό­κει­ται να κά­μουν και μά­λι­στα αύ­ριο; τον ρώ­τη­σε ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης.
- Έ­νας υ­πο­τα­κτι­κός, γνώ­στης της τουρ­κι­κής γλώσ­σας, ο ο­ποί­ος ε­ξυπη­ρε­τού­σε τους αρ­χη­γούς στην τρα­πε­ζα­ρί­α, ά­κου­σε το σχέ­διο του Μου­στά­μπεη, ο ο­ποί­ος το α­νέ­πτυσ­σε στον Κεχα­γιά­μπε­η και το α­νέ­φε­ρε στον η­γού­με­νο, του α­πά­ντη­σε ο Μο­να­χός.
- Για ε­μάς γνω­ρί­ζουν που βρι­σκό­μα­στε; τον ξα­να­ρώ­τησε.
- Νο­μί­ζουν, ό­τι εί­στε α­κό­μα στη Δομ­βραί­να, ό­πως τους βε­βαί­ω­σε και ο η­γού­με­νος, αν και γνώ­ρι­ζε, ό­τι έ­χε­τε φθά­σει ε­δώ, του α­πά­ντησε.
Και ο αρ­χι­στρά­τη­γος έ­κλει­σε τη συ­ζή­τη­ση, λέ­γο­ντας «Να ε­πι­στρέψεις στο Μο­να­στή­ρι και να με­τα­φέ­ρεις τις ευ­χα­ρι­στί­ες μου στον η­γού­με­νο. Να του πεις να ο­ρί­σει ευ­χές και παρακλήσεις για ε­μάς και για τον α­γώ­να που κά­νου­με για την πί­στη και την πα­τρί­δα».

Το Γε­νι­κό Σχέδιο των Ο­θω­μα­νών προ­έ­βλε­πε, σε πρώ­τη πε­ρί­ο­δο, την ε­ξου­δε­τέ­ρω­ση κά­θε ε­στί­ας α­ντι­στά­σε­ως στη Ρού­με­λη και την ε­ξα­σφά­λι­ση του ε­λέγ­χου της πε­ριο­χής και, σε δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο, την ο­λο­κλή­ρω­ση κα­τα­λή­ψε­ως της Πε­λο­πον­νή­σου. Ει­δι­κότε­ρα, ο Μου­στά­μπε­ης, α­φού ε­νι­σχύ­θη­κε με ι­κα­νή δύ­να­μη υ­πό τον Κε­χα­γιά­μπε­η, υ­παρ­χη­γό του Κιου­τα­χή, και με συ­νο­λι­κή δύ­να­μη 2.000 πε­ρί­που αν­δρών (πε­ζι­κό 1.700 και ιπ­πι­κό 300), προ­ε­λαύ­νο­ντας δια­μέ­σου της Α­ρά­χω­βας, θα ε­πι­χει­ρού­σε να λύσει την πο­λιορ­κί­α του Φρου­ρί­ου της Άμφισσας και να προ­σβά­λει το σώ­μα του Αλέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα, το ο­ποί­ο στρα­το­πέ­δευε στο Δί­στο­μο.

Για την υ­λο­ποί­η­ση της πρώ­της πε­ριό­δου σχε­δί­α­σε να κα­τα­λά­βει την Α­ρά­χωβα και να ε­ξα­σφα­λί­σει τον έ­λεγ­χο σε ό­λη τη, στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας, πε­ριο­χή, ενερ­γώ­ντας α­πό το πρω­ί της 18ης Νο­εμβρί­ου 1826, ως ε­ξής:
* Με τμή­μα 500 Τουρ­καλ­βα­νών στην κα­τεύ­θυν­ση Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – υ­ψώ­ματα Μά­νας προς Α­ρά­χω­βα.
* Με την κύ­ρια δύνα­μη, δια­μέ­σου του Στε­νού Ζε­με­νού προς Α­ρά­χω­βα.
* Σε περί­πτω­ση α­ντι­στά­σε­ως στο Στε­νό Ζε­με­νού α­πό ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, η δύ­να­μη η οποί­α θα φθά­σει νω­ρί­τε­ρα στην Α­ρά­χω­βα, να στρα­φεί προς το Ζε­με­νό, προ­κει­μένου να συνδράμει την κύ­ρια δύ­να­μη, προ­σβάλ­λο­ντας α­πό τα νώ­τα τα ε­κεί ελ­ληνι­κά τμή­μα­τα.

Το Γε­νι­κό Σχέ­διο των Ελ­λήνων, με πρό­τα­ση του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και έ­γκρι­ση της Ελ­λη­νι­κής Κυ­βερ­νή­σε­ως και των ο­πλαρ­χη­γών, προ­έ­βλε­πε εκ­στρα­τεί­α στη Ρού­με­λη, για α­να­ζω­πύ­ρω­ση της Επα­να­στά­σε­ως και πρό­κλη­ση α­ντι­πε­ρι­σπα­σμού, προ­κει­μέ­νου να α­να­κου­φι­σθούν οι πο­λιορ­κού­με­νοι στην Α­κρό­πο­λη της Α­θή­νας, α­φού ο Κιου­τα­χής θα ε­ξα­ναγκα­ζό­ταν να αποσπάσει δυ­νά­μεις α­πό την Α­θή­να, για να ε­νι­σχύ­σει τα στρα­τεύμα­τα στη Ρού­με­λη. Ει­δι­κό­τε­ρα, ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, με συ­νο­λι­κή δύ­να­μη 4.000 πε­ρί­που αν­δρών, α­πο­φά­σισε και σχε­δί­α­σε, να ε­νερ­γή­σει α­πό τη νύ­χτα της 17ης (ξη­μέ­ρω­μα 18ης) Νο­εμ­βρί­ου, θέ­το­ντας σε ε­φαρ­μο­γή τα ε­ξής:
* Α­μυ­ντι­κή ε­γκα­τά­στα­ση στην Α­ρά­χω­βα, με προ­α­πο­στο­λή τμή­μα­τος 500 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τους Ο­πλαρ­χη­γούς Α­λέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και Γε­ώρ­γιο Βά­για, για την απαγόρευση των κα­τευ­θύν­σε­ων των ο­θω­μα­νι­κών δυ­νά­με­ων (υ­ψώ­μα­τα Μάνας – Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα) και την α­πό­κρου­ση ε­χθρι­κής ε­πι­θέσε­ως.
* Ε­γκα­τά­στα­ση μι­κρών τμη­μά­των, με­τά την ά­φι­ξη του τμή­μα­τος προ­α­πο­στο­λής στην Α­ρά­χω­βα, ως φυ­λα­κί­ων προ­φυ­λα­κών μά­χης, σε κα­τάλ­λη­λα ση­μεί­α στα δρομο­λό­για των ί­διων κα­τευ­θύν­σε­ων, έ­γκαι­ρης προ­ει­δο­ποι­ή­σε­ως των α­μυ­νο­μένων, για την προ­ώ­θη­ση και ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων προς την Α­ρά­χω­βα.
* Ε­νί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων (Γαρ­δι­κιώ­τη και Βά­για) με τμή­μα 400 αν­δρών, με ε­πικε­φα­λής τον ο­πλαρ­χη­γό Χρι­στό­δου­λο Χα­τζη­πέ­τρο, το ο­ποί­ο να α­να­χω­ρή­σει από το στρα­τό­πε­δο του Δι­στό­μου, για την Α­ρά­χω­βα με την α­να­το­λή του η­λί­ου.
* Ε­γκα­τά­στα­ση σκο­πών (κα­ρα­ού­λια) σε εμ­φα­νή ση­μεί­α, κα­τά μή­κος των δρο­μο­λογί­ων Δί­στο­μο – Σκληβ­νί­τσα – Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, έ­γκαι­ρης προ­ει­δο­ποι­ή­σε­ως του αρ­χι­στρα­τή­γου, με συν­θη­μα­τι­κούς πυ­ρο­βο­λι­σμούς (α­πό σκο­πό σε σκο­πό), για την προ­ώ­θη­ση των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων προς την Α­ράχω­βα.
* Ε­τοι­μό­τη­τα ά­με­σης κι­νή­σε­ως της υ­πό­λοι­πης δυ­νά­με­ως, με­τά α­πό προ­ει­δοποί­η­ση, υ­πό τον αρ­χι­στρά­τη­γο, για την προ­ώ­θη­σή της στην κα­τεύ­θυν­ση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα και με δυ­να­τό­τη­τα προ­σβο­λής α­πό τα νώ­τα της κύ­ριας δυνά­με­ως του Μου­στά­μπε­η, την ο­ποί­α θα α­κο­λου­θού­σε, κα­τά την προ­έ­λα­ση και ε­πιθε­τι­κή ε­νέρ­γειά της ε­να­ντί­ον της Α­ρά­χω­βας.
* Ε­νί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων (Γαρ­δι­κιώ­τη και Βά­για) με τα τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α πο­λιορ­κού­σαν το Φρού­ριο της Άμ­φισ­σας, με ε­πι­κε­φα­λής τους Οοπλαρ­χη­γούς Γε­ώργιο Δυο­βου­νιώ­τη και Νά­κο Πα­νουρ­γιά και με άλ­λα τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α βρί­σκονταν σε άλ­λες α­πο­στο­λές στα χω­ριά της πε­ριο­χής, με­τά α­πό γρα­πτή ει­δο­ποί­ηση (ε­πι­στο­λή του αρ­χι­στρα­τή­γου) των οπλαρχηγών, α­πε­σταλ­μέ­νη με έ­κτα­κτους αγ­γε­λια­φό­ρους.

Στις 17 Νο­εμ­βρί­ου, τις βρα­δι­νές ώ­ρες, ο Καραϊσκάκης ε­ξέ­δω­σε προ­φο­ρι­κή δια­τα­γή ε­πι­χει­ρήσε­ως προς τους ο­πλαρ­χη­γούς, α­να­πτύσ­σο­ντας το σχέ­διο του Μου­στά­μπε­η και το δι­κό του, με τις ε­πι­μέ­ρους α­πο­στο­λές των ελ­λη­νι­κών τμη­μά­των και τις ο­δηγί­ες προ­πα­ρα­σκευ­ής και διοι­κη­τι­κής μέ­ρι­μνας (πα­ρα­σκευ­ή άρ­του κ.ά.). Ε­πί­σης διέ­τα­ξε την προ­ε­τοι­μα­σί­α της κύριας δυ­νά­με­ως, στη διάρ­κεια της νύ­χτας, με ε­τοι­μό­τη­τα α­να­χω­ρή­σε­ως την ε­πο­μέ­νη, σύμ­φω­να με το σχέ­διο. Τέ­λος, κά­λε­σε το γραμ­μα­τέ­α του Δη­μή­τριο Αι­νιά­να, για να του συντάξει τις ε­πι­στο­λές, με ε­ντο­λή προς τους ο­πλαρ­χη­γούς των τμη­μά­των, τα ο­ποί­α πο­λιορκού­σαν το Φρού­ριο της Άμ­φισ­σας και άλ­λων, τα ο­ποί­α βρί­σκο­νταν σε α­πο­στολές στα χωριά της πε­ριο­χής, προ­κει­μέ­νου να σπεύ­σουν στην Α­ρά­χω­βα, για την ενί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων.

Σε ε­κτέ­λε­ση της δια­τα­γής ε­πι­χει­ρή­σε­ως του Καραϊσκάκη, η δύ­να­μη προ­α­πο­στο­λής α­να­χώρη­σε α­μέ­σως τη νύ­χτα της 17ης (ξη­μέ­ρω­μα 18ης) Νο­εμ­βρί­ου για την Α­ρά­χω­βα και ό­ταν έφτασε στη νό­τια πα­ρυ­φή της, ο Γαρ­δι­κιώ­της διέ­τα­ξε στά­ση, ώ­στε να συ­γκε­ντρω­θεί ό­λη η δύ­να­μη και να δοθούν ο­δη­γί­ες για τις πε­ραι­τέ­ρω ε­νέρ­γειες. Α­μέ­σως με­τά προ­ω­θή­θη­καν τμή­μα­τα α­να­γνω­ρί­σε­ως (πε­ρί­πο­λοι) σε διά­φο­ρες κα­τευ­θύνσεις, τα ο­ποί­α α­νέ­φε­ραν, ό­τι η Α­ρά­χω­βα δεν κα­τέ­χε­ται α­πό ε­χθρι­κά τμή­μα­τα. Έτσι, ό­λη η δύ­να­μη προ­α­πο­στο­λής προχώρησε στην πε­ριο­χή της εκ­κλη­σί­ας του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα σπί­τια της α­να­το­λι­κής πα­ρυ­φής, ό­που άρ­χι­σε την οργά­νω­ση θέ­σε­ων μά­χης και την α­μυ­ντι­κή ε­γκα­τά­στα­ση. Επίσης, σε ε­φαρ­μο­γή του σχε­δί­ου ά­μυ­νας, μι­κρά τμή­μα­τα προ­ω­θή­θη­καν στα δρο­μο­λό­για κα­τευ­θύν­σε­ων του ε­χθρού (υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζεμε­νού – Α­ρά­χω­βα), για την ε­κτέ­λε­ση της α­πο­στο­λής τους, ως φυ­λά­κια προ­φυ­λακών μά­χης.

Πρώτη μέρα της μάχης – 18 Νοεμβρίου 1826
Τα μι­κρά ελ­ληνι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α εί­χαν προ­ω­θη­θεί ως φυ­λά­κια προ­φυ­λα­κών μά­χης και είχαν ε­γκα­τα­στα­θεί στις δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις, υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και Στενό Ζεμενού – Α­ρά­χω­βα, τις προ­με­σημ­βρι­νές ώ­ρες (πε­ρί­που στις 10:00) α­νέ­φε­ραν στους Ο­πλαρ­χη­γούς Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και Γε­ώρ­γιο Βά­για, ό­τι εμ­φα­νί­σθη­καν οι ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κές των ε­χθρι­κών τμη­μά­των, στην πρώ­τη κα­τεύ­θυν­ση, κα­τερ­χόμε­νες τα βο­ρειο­α­να­το­λι­κά υ­ψώ­μα­τα της Α­ρά­χω­βας και στη δεύ­τε­ρη, ει­σερ­χόμε­νες στο Στε­νό Ζε­με­νού.

Τις με­σημ­βρι­νές ώ­ρες, οι Τουρ­καλ­βα­νοί, α­φού προ­ω­θή­θη­καν, ε­πι­τί­θο­νταν α­πό διά­φο­ρες κα­τευθύν­σεις και συ­γκρού­ο­νταν με τα ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α α­μύ­νο­νταν στην πε­ριο­χή της εκ­κλη­σί­ας του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα γύ­ρω σπί­τια. Η μά­χη γε­νι­κεύ­θη­κε και για πε­ρί­που δύ­ο ώ­ρες ε­ξα­κο­λουθού­σε σφο­δρή, ε­νώ τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α ε­νερ­γού­σαν στην κα­τεύ­θυν­ση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, εί­χαν αρ­χί­σει να κα­τα­λαμ­βά­νουν τα πρώ­τα σπί­τια της α­να­το­λι­κής πα­ρυ­φής της Α­ρά­χω­βας.

Στην ί­δια κα­τεύ­θυν­ση, η κύ­ρια ε­χθρι­κή δύ­να­μη, υ­πό τους Μου­στάμπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η, φθά­νει στην Α­ρά­χω­βα και ε­νερ­γεί σφο­δρή ε­πί­θε­ση, με αλλε­πάλ­λη­λες ε­φό­δους ε­να­ντί­ον των Ελ­λή­νων, οι ο­ποί­οι δια­τη­ρούν τις θέ­σεις τους. Ό­μως, πα­ρά τη σθε­να­ρή α­ντί­δρα­σή τους, οι ε­πι­τι­θέμε­νοι προ­χω­ρούν και κα­τα­λαμ­βά­νουν με­ρι­κά α­κό­μη σπί­τια.

Στη σχε­τι­κώς κρί­σι­μη αυ­τή φά­ση, το τμή­μα των 400 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τον οπλαρ­χη­γό Χρι­στό­δου­λο Χα­τζη­πέ­τρο, προ­ερ­χόμε­νο α­πό το Δί­στο­μο, κα­τα­φθά­νει και κα­τα­λαμ­βά­νει τα υ­ψώ­μα­τα Α­φα­νός και Κου­μού­λα, ε­νι­σχύ­ο­ντας έ­τσι την ά­μυ­να στη νό­τια πα­ρυ­φή της Α­ρά­χω­βας.

Ταυ­το­χρό­νως, η υ­πό­λοι­πη δύ­να­μη, πε­ρί­που 800 άνδρες, υ­πό τον Αρ­χι­στρά­τη­γο, η ο­ποί­α, σύμ­φω­να με το σχέ­διο, α­κο­λου­θού­σε την κύ­ρια δύ­να­μη του Μου­στά­μπε­η, στην κατεύθυνση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, προ­σβάλ­λει α­πό τα νώ­τα τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα της ο­πι­σθο­φυ­λα­κής, ει­δο­ποιώ­ντας συ­νά­μα και τα α­μυ­νό­με­να φί­λια τμή­μα­τα για την ά­φι­ξη και την προ­ώ­θη­σή της και ε­πι­διώ­κο­ντας να α­πο­κλεί­σει, κα­τά το δυ­να­τόν, τους Ο­θω­μα­νούς και α­πό την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή.

Ο Μου­στά­μπε­ης, ε­κτι­μώ­ντας ό­τι οι δυ­νά­μεις του κιν­δυ­νεύ­ουν να ε­γκλω­βι­σθούν μέ­σα στην Α­ρά­χω­βα, προ­βαί­νει στις ε­ξής ε­νέρ­γειες:
* Α­πο­σύ­ρει ό­λες τις δυ­νά­μεις του και τις ε­γκα­θι­στά σε α­μυ­ντι­κή διά­τα­ξη βο­ρεί­ως της Α­ρά­χωβας, στα υ­ψώ­μα­τα Λό­φος Μου­στά­μπε­η και Λυ­κό­τρου­πο, κα­θώς και στα εν­διά­μεσα αυτών και στα γύ­ρω α­ντε­ρί­σμα­τα, α­πο­σκο­πώ­ντας στη διοί­κη­ση, τον έ­λεγ­χο και την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή ε­πέμ­βα­ση των τμη­μά­των του, με α­ντε­πι­θέ­σεις ε­να­ντίον των Ελ­λή­νων.
* Δια­τάσ­σει δύ­να­μη 500 Τουρ­καλ­βα­νών να ε­πι­τε­θεί ε­να­ντί­ον της κύ­ριας δυ­νά­μεως του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη, η ο­ποί­α προ­χω­ρού­σε α­πό την κα­τεύ­θυν­ση του Ζε­με­νού, ώ­στε να την α­να­γκά­σει να α­να­κό­ψει την προ­ώ­θη­σή της και να πα­ρα­μεί­νει έ­ξω α­πό την Α­ρά­χω­βα.
* Δια­τάσ­σει ε­πί­σης, τμή­μα πε­νή­ντα ιπ­πέ­ων, να προ­ω­θη­θεί στο ύ­ψω­μα Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, α­να­το­λι­κώς της Α­ρά­χω­βας, με α­πο­στο­λή α­φε­νός να πα­ρα­κο­λου­θεί και να α­να­φέ­ρει τις κινήσεις της κύ­ριας δυ­νά­με­ως του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και ε­ξάλ­λου να α­σφα­λί­ζει τη δύ­να­μη του Μου­στά­μπε­η, α­πο­κρού­ο­ντας ο­ποια­δή­πο­τε ε­πι­θετι­κή προ­σβο­λή ε­να­ντί­ον της, α­πό α­να­το­λι­κή κα­τεύ­θυν­ση.

Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, συ­νε­χί­ζο­ντας την προ­ώ­θη­ση της κύ­ριας δυ­νά­με­ως και προ­σεγγί­ζο­ντας στην Α­ρά­χω­βα, δια­τάσ­σει τμή­μα 300 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρχη­γούς Γιώ­τη Δαγκλή, Δια­μά­ντη Ζέρ­βα και Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό να κα­τα­λά­βουν τα υ­ψώ­μα­τα της δια­βά­σε­ως στην πε­ριο­χή Ζερ­βο­σπη­λιές, ε­πί της ο­δού πη­γές Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και να έ­χουν ετοιμότητα ταυ­τό­χρο­νης ε­πι­θέ­σε­ως στην κατεύ­θυν­ση Διά­βα­ση Ζερ­βο­σπη­λιές – ύ­ψω­μα Λυ­κό­τρου­πο – Α­ρά­χω­βα, ως δευ­τερεύ­ου­σα προ­σπά­θεια (Δ.Π.), ε­νώ ο ί­διος θα ε­νερ­γού­σε κατάμέ­τω­πο, με κύ­ρια προσπά­θεια (Κ.Π.) στην κα­τεύ­θυν­ση Μύ­λοι Πά­νιας – ύ­ψω­μα Μαύ­ρα Λι­θά­ρια – Α­ρά­χωβα.

Κα­τά την προ­ώ­θη­ση και ό­ταν τα πρώ­τα τμή­μα­τα της Κ.Π. φθά­νουν στο ύ­ψω­μα Μαύρα Λι­θά­ρια, ε­ντο­πί­ζουν δε­ξιά (βο­ρεί­ως) στο ί­διο ύ­ψος, στο ύ­ψω­μα Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός το ε­χθρι­κό τμή­μα των ιπ­πέ­ων. Α­μέ­σως ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης δια­τάσ­σει ε­πι­θε­τική κί­νη­ση και προ­σβο­λή των ιπ­πέ­ων με δι­κό του τμή­μα, στην εμ­φά­νι­ση του ο­ποί­ου οι ιπ­πείς υ­πο­χω­ρούν χω­ρίς α­ντί­στα­ση, ε­πι­στρέ­φο­ντας στην α­μυ­ντι­κή τοπο­θε­σί­α του Μου­στά­μπε­η.

Α­μέ­σως με­τά, τα προ­ω­θη­μέ­να ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα κα­τα­λαμ­βά­νουν το ύ­ψω­μα Κα­ϋμέ­νος Σταυ­ρός και με σχε­τι­κώς αρ­γό ρυθ­μό και αυ­ξη­μέ­να μέ­τρα α­σφα­λεί­ας, συνε­χί­ζουν την ε­πί­θε­ση προς την Α­ρά­χω­βα, προ­κει­μέ­νου να ε­νι­σχύ­σουν και να υ­πο­στη­ρί­ξουν, τα α­μυ­νό­με­να φί­λια τμή­μα­τα. Τη στιγ­μή αυ­τή εκ­δη­λώ­νε­ται ε­πιθε­τι­κή ε­νέρ­γεια του τμή­μα­τος των 500 Τουρκαλβανών με με­γά­λη ορ­μή, ώ­στε με­τά α­πό συ­μπλο­κή ε­νός τε­τάρ­του της ώ­ρας, α­να­στέλ­λε­ται η συ­νέ­χι­ση της ε­πι­θέσε­ως στο κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως των ε­πι­τι­θέ­με­νων ελληνικών τμη­μά­των, προ­καλώ­ντας μι­κρή υ­πο­χώ­ρη­ση της δυ­νά­με­ως της Κ.Π. και σύγ­χυ­ση στη δύ­να­μη της Δ.Π.

Στη δυ­σμε­νή αυ­τή ε­ξέ­λι­ξη, την κα­τά­στα­ση α­πο­σό­βη­σε η ά­με­ση ε­πέμ­βα­ση των Σου­λιώ­τι­κων τμη­μά­των με ε­πι­κε­φα­λής τους οπλαρ­χη­γούς Γε­ώρ­γιο Ζή­κου Τζαβέ­λα και Γιαν­νού­ση Πανομάρα. Τα τμή­μα­τα αυ­τά, ευ­ρι­σκό­με­να στην πλευ­ρά, η οποί­α κλο­νί­σθη­κε, δια­τη­ρούν τις θέ­σεις τους και α­μέ­σως με­τά ε­πι­τί­θε­νται με α­πο­τέ­λε­σμα, α­φε­νός να α­να­κό­ψουν την επιθετική ορ­μή του ε­χθρι­κού τμή­ματος ε­να­ντί­ον τους, φο­νεύ­ο­ντας μά­λι­στα τον αρ­χη­γό του Ο­σμάν Α­γά και α­φε­τέρου να συ­γκρα­τή­σουν ό­σους α­πό τους Έλ­λη­νες υ­πο­χω­ρού­σαν, να συ­νε­χί­σουν την ε­πί­θε­ση και να α­να­γκά­σουν τους Ο­θω­μα­νούς να τρα­πούν σε φυ­γή, δυ­τι­κώς της Α­ρά­χω­βας, στα υ­ψώ­μα­τα Πλό­βαρ­μα και Κα­να­λά­κι, δια­φεύ­γο­ντας προς την πε­ριοχή των Δελ­φών. Τα ε­χθρι­κά αυ­τά τμή­μα­τα βρέ­θη­καν α­ντι­μέ­τω­πα με τα τμή­μα­τα των ο­πλαρ­χη­γών Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά, τα ο­ποί­α προ­έρ­χο­νταν α­πό τους Δελ­φούς και κατευθύνονταν στην Α­ρά­χω­βα για ε­νί­σχυ­ση των φί­λιων δυ­νά­με­ων, ο­πό­τε δέ­χθη­καν ε­πί­θε­ση, α­πό τους Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά, κα­τά τη διαφυ­γή τους και α­να­γκά­σθη­καν να στρα­φούν και πά­λι, υ­πο­χω­ρώ­ντας προς την Αρά­χω­βα. Ε­κεί και άλ­λα ο­θω­μα­νι­κά τμή­μα­τα διέ­φευ­γαν α­πό την Α­ρά­χω­βα προς τους Δελ­φούς, ε­ξαι­τί­ας της με­τω­πι­κής ε­πι­θέ­σε­ως της δυνάμεως του Καραϊσκάκη και, πιε­ζό­με­να ε­κα­τέ­ρω­θεν (α­πό τη δύ­να­μη του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και τα τμή­ματα Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά), α­να­γκά­ζο­νται να τρα­πούν βο­ρεί­ως της Αράχωβας και να κα­τα­φύ­γουν στην α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α του Μου­στά­μπε­η.

Ό­ταν η δύ­να­μη των 500 Τουρ­καλ­βα­νών ε­πι­τέ­θη­κε στο κέ­ντρο της δυ­νά­με­ως του Καραϊσκάκη, οι ο­πλαρ­χη­γοί Δα­γκλής, Ζέρ­βας και Περ­ραι­βός, ε­κτι­μώ­ντας την κρι­σι­μό­τη­τα της καταστάσεως και ε­νώ δέ­χο­νταν ε­χθρι­κή ε­πί­θε­ση στη Διά­βαση Ζερ­βο­σπη­λιές, με πρω­το­βου­λί­α τους, α­πο­φα­σί­ζουν να ε­πι­τε­θούν ε­να­ντί­ον της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας (Μουστάμπεη), ε­πι­διώ­κο­ντας να α­πο­σπάσουν την προ­σο­χή του, ώ­στε α­φε­νός να α­πο­τρέ­ψουν τη δυ­να­τό­τη­τα α­ντε­πι­θέ­σε­ως, ό­που η το­πο­θε­σί­α του δε­χό­ταν ε­πί­θε­ση α­πό ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα και α­φε­τέ­ρου να α­πο­δυ­να­μώ­σουν την πί­ε­ση, την ο­ποί­α α­σκού­σε στο κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως της δυ­νά­με­ως του Αρ­χι­στρα­τή­γου. Έ­τσι προ­ω­θούν τα τμή­μα­τά τους δυ­τι­κώς του υ­ψώ­μα­τος Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, κα­τα­λαμ­βά­νουν έ­να α­νώ­νυ­μο ύ­ψω­μα (υψ. 1076) υ­περ­κεί­με­νο, βο­ρεί­ως – βο­ρειο­α­να­το­λι­κώς της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας, ως βά­ση εξορμήσεως, α­πό ό­που εκ­δη­λώ­νουν ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια ε­να­ντί­ον της τοπο­θε­σί­ας. Προ­σπά­θεια α­ντε­πι­θέ­σε­ως ε­χθρι­κού τμή­μα­τος α­πο­κρού­ε­ται, και με­τά α­πό α­γώ­να πε­ρί­που μι­σής ώρας το τμή­μα αυ­τό τρέ­πε­ται σε φυ­γή, ε­πα­νερ­χόμε­νο στην το­πο­θε­σί­α. Δύ­ο α­κό­μη α­πό­πει­ρες α­ντε­πι­θέ­σε­ως, ε­να­ντί­ον άλ­λων ελλη­νι­κών τμη­μά­των α­πο­τυγ­χά­νουν, με ση­μα­ντι­κές, σε βά­ρος των ε­χθρι­κών δυ­νάμε­ων α­ντε­πι­θέ­σε­ως, α­πώ­λειες. Στο με­τα­ξύ, η ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια του τμή­μα­τος των 500 Τουρ­καλ­βα­νών δεν ευοδώ­θη­κε, πα­ρά την πει­σμα­τώ­δη προσπάθειά του, με α­πο­τέ­λε­σμα και αυ­τό να α­νατρα­πεί και να συ­μπτυ­χθεί στο ε­σω­τε­ρι­κό της το­πο­θε­σί­ας.

Στο τέ­λος της πρώ­της η­μέ­ρας της μά­χης, με τη δύ­ση του η­λί­ου, η κα­τά­στα­ση των α­ντι­πά­λων εί­χε δια­μορ­φω­θεί ως ε­ξής:

Η κύ­ρια δύ­να­μη των Ο­θω­μα­νών υ­πό τους Μου­στά­μπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η εί­χε συγκε­ντρω­θεί και εί­χε ε­γκα­τα­στα­θεί α­μυ­ντι­κώς στα υ­ψώ­μα­τα Λό­φος Μου­στά­μπεη βο­ρεί­ως της Αράχωβας και Λυ­κό­τρου­πο, βο­ρειο­α­να­το­λι­κώς της Α­ρά­χω­βας, όπου βρί­σκο­νταν οι Κα­ρυο­φίλ­μπε­ης και Ελ­μάν­σμπε­ης, ε­νώ ό­λη η υ­πό­λοι­πη δύ­ναμη με τους ε­πι­κε­φα­λής α­ξιω­μα­τι­κούς ή­ταν πλή­ρως ε­κτε­θει­μέ­νη στις κο­ρυ­φές των γυ­μνών λό­φων, με μέ­σα προ­στα­σί­ας και κα­λύ­ψε­ως τους ίπ­πους, τους η­μί­ονους και τις α­πο­σκευές.

Η ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α, ε­δα­φι­κώς πε­ριο­ρι­σμέ­νη, ή­ταν πε­ρι­κυ­κλω­μένη και η ε­γκα­τε­στη­μέ­νη σε αυ­τή δύ­να­μη ή­ταν ε­γκλω­βι­σμέ­νη.

Ο Καραϊσκάκης, α­μέ­σως με­τά α­πό αυ­τή την α­να­διά­τα­ξη της ε­χθρι­κής δυ­νά­μεως, ε­γκα­τέ­στη­σε το στρα­τη­γεί­ο του στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Για να εί­ναι η ά­μυ­να πιο αποτελεσματική, διατάσ­σει τη βελ­τί­ω­ση των θέ­σε­ων μά­χης στη βό­ρεια πλευ­ρά του πε­ρι­βό­λου της εκ­κλη­σί­ας και στα γύ­ρω σπί­τια.

Η μέ­χρι τό­τε ε­ξέ­λι­ξη και η ε­κτί­μη­ση της κα­τα­στά­σε­ως τον ο­δη­γού­σε στο συμπέ­ρα­σμα, ό­τι η θέ­ση των Ο­θω­μα­νών θα ε­πι­δει­νω­νό­ταν και έ­δω­σε ε­ντο­λή στους ο­πλαρ­χη­γούς της δυνάμεώς του να κα­τα­λά­βουν με τα τμή­μα­τά τους ε­πί­και­ρες θέ­σεις, προ­κει­μέ­νου να α­πο­κλεί­σουν τα δρο­μο­λό­για δια­φυ­γής και να πα­ρε­μπο­δί­σουν τη δυ­να­τό­τη­τα ε­νι­σχύ­σε­ως των εγκλωβισμένων με άλ­λες δυ­νά­μεις.

Τη νύ­χτα της 18ης (ξη­μέ­ρω­μα 19ης) Νο­εμ­βρί­ου εκ­δη­λώ­θη­κε δρι­μύ ψύ­χος με σύν­νε­φα, ο­μί­χλη και βό­ρειο ά­νε­μο. Τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα, ε­κτε­θει­μέ­να στο ύ­παι­θρο, υ­πό δυ­σμε­νείς καιρικές συν­θήκες, βρέ­θη­καν σε μειο­νε­κτι­κή θέ­ση, ε­νώ οι Έλ­λη­νες α­ντι­με­τώ­πι­ζαν το ψύ­χος, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ως κα­τα­λύ­μα­τα τα σπί­τια των Α­ρα­χω­βι­τών, ε­πι­στρέ­φο­ντας εκ περιτροπής στις θέ­σεις μά­χης. Ό­μως, ό­σοι (συ­νή­θως ό­χι ό­λοι) και ό­ταν ε­πέστρε­φαν πα­ρέ­με­ναν στις θέ­σεις σε ε­πα­γρύ­πνη­ση πιο λί­γο χρό­νο. Πολ­λοί μά­λιστα έ­πι­ναν ά­φθο­νο αραχωβίτικο χλια­ρό κρα­σί, τρώ­γο­ντας και λί­γες ε­λιές, από ό­σες εί­χαν α­φή­σει οι Α­ρα­χω­βί­τες, έ­πε­φταν σε βα­θύ ύ­πνο μέ­σα στα σπί­τια και συ­νε­πώς ή­ταν α­να­ξιό­μα­χοι.

Οι Ο­θω­μα­νοί, ε­νώ α­ντι­λή­φθη­καν την α­που­σί­α των Ελ­λή­νων α­πό τις θέ­σεις μάχης, υ­πο­ψιά­σθη­καν, ό­τι σχε­δί­α­ζαν κά­ποια αιφ­νι­δια­στι­κή ε­νέρ­γεια και δεν εκμε­ταλ­λεύ­θη­καν την ευκαιρία να ε­κτο­ξεύ­σουν νυ­χτε­ρι­νή α­ντε­πί­θε­ση και να ε­πι­χει­ρή­σουν δια­φυ­γή. Α­σφα­λώς, αν ε­νερ­γού­σαν, η προ­σπά­θειά τους θα ευο­δωνό­ταν. Σε σύ­σκε­ψη και σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση των Μου­στά­μπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η δεν ε­γκρί­θη­κε η πρό­τα­ση δια­φυ­γής, για­τί ο πρώ­τος θε­ω­ρού­σε τη φυ­γή πρά­ξη α­τι­μω­τική και ο δεύ­τε­ρος έλ­πι­ζε ό­τι ο Κιου­τα­χής θα έ­στελ­νε ε­νί­σχυ­ση.

Δεύτερη μέρα της μάχης – 19 Νοεμβρίου 1826
Α­πό το πρώτο φως της ημέ­ρας ό­λα τα ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρ­χη­γούς τους, σύμ­φω­να με την ε­ντο­λή του Καραϊσκάκη, η ο­ποί­α δόθη­κε την προ­η­γου­μέ­νη, είχαν ε­γκα­τα­στα­θεί σε διά­τα­ξη πε­ρι­κυ­κλώ­σε­ως της εχθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας. Ι­διαί­τε­ρα μέ­τρα εί­χαν λη­φθεί σε ε­πί­και­ρες θέ­σεις με την κα­τα­σκευ­ή μι­κρών προ­μα­χώ­νων (θέσεων μά­χης), κυ­ρί­ως στις δια­βά­σεις και στα δρο­μο­λό­για, με μι­κρά δια­στή­μα­τα με­τα­ξύ των προ­μα­χώ­νων, ώστε να α­πο­τρα­πεί κά­θε προ­σπά­θεια δια­φυ­γής.

Α­πό το πρω­ί άρ­χι­σε α­νταλ­λα­γή πυ­ρών με­τα­ξύ των α­ντι­πά­λων, με συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νο ρυθ­μό, χω­ρίς ση­μα­ντι­κές α­πώ­λειες των ε­χθρι­κών τμη­μά­των, για­τί εί­χαν ε­πί­σης κατασκευάσει προ­μα­χώ­νες, α­πό τους ο­ποί­ους προ­στα­τεύ­ο­νταν. Τη δεύ­τε­ρη αυ­τή η­μέ­ρα της μά­χης και άλ­λα φί­λια τμή­μα­τα με τους ο­πλαρ­χηγούς τους κα­τα­φθά­νουν, σύμ­φω­να με τις γρα­πτές ε­ντο­λές (ε­πι­στο­λές) του Καραϊσκάκη και ε­γκα­θί­στα­νται στα δυ­τι­κά υ­ψώ­μα­τα, ε­πι­τυγ­χά­νο­ντας έ­τσι απο­κλει­σμό των δυ­νά­με­ων του Μου­στά­μπε­η και α­πό τη δυ­τι­κή πλευρά.

Τρίτη μέρα της μάχης – 20 Νοεμβρίου 1826
Nω­ρίς το πρω­ί εί­χαν φθά­σει στην Α­ρά­χω­βα τα τμή­μα­τα των oπλαρ­χη­γών Μα­κρή, Δρά­κου, Κα­λύβα, Α­πο­κο­ρί­τη, Γιόλ­δα­ση, Κων­στα­ντή Γρί­βα, του Κο­μνά Τρά­κα με 150 άν­δρες, το οποίο βρι­σκό­ταν στο Κω­ρύ­κειο ά­ντρο, και τέ­λος του Σπύ­ρου Μή­λιου με πε­ρισ­σότε­ρους α­πό 300 άν­δρες, το ο­ποί­ο εί­χε πα­ρα­μεί­νει στο Δί­στο­μο, με ε­ντο­λή του Καρα­ϊ­σκά­κη, ό­ταν αναχώρησε για την Α­ρά­χω­βα με την κύ­ρια δύ­να­μη. Τα τμήμα­τα αυ­τά κα­τα­λαμ­βά­νουν καί­ριες θέ­σεις στην πε­ριο­χή, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας έ­τσι την πε­ρι­κύ­κλω­ση της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας.

Ε­πί­σης, μί­α ση­μα­ντι­κή δύ­να­μη συ­γκρο­τεί­ται, ως ε­φε­δρεί­α του Καραϊσκάκη, με ε­τοι­μό­τη­τα ά­με­σης ε­πεμ­βά­σε­ως, ό­που και ό­ταν η ε­χθρι­κή δρα­στη­ριό­τητα θα πα­ρου­σια­ζό­ταν ι­σχυ­ρή και ε­πι­κίν­δυ­νη για την ε­ξέ­λι­ξη του α­γώ­να των ελ­λη­νι­κών τμη­μά­των. Έ­τσι, οι Έλ­λη­νες α­πό α­μυ­νό­με­νοι που ή­σαν έ­γι­ναν ε­πι­τι­θέ­με­νοι και α­σκούσαν συ­νε­χή πί­ε­ση στην ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό έλεγ­χο των δρο­μο­λο­γί­ων δια­φυ­γής ή ε­νι­σχύ­σε­ως.

Όταν οι πο­λιορ­κού­με­νοι Τουρ­καλ­βα­νοί ε­πιχεί­ρη­σαν έ­ξο­δον κα­τά των θέ­σε­ων των πο­λιορ­κη­τών, έ­νας εξ αυ­τών βρέ­θη­κε για μια στιγ­μή πλη­σί­ον του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη, με γυ­μνό το σπα­θί του και ρίχτη­κε ξαφ­νι­κά ε­να­ντί­ον του για να τον α­πο­κε­φα­λί­σει. Τη στιγ­μή ό­μως ε­κείνη, τον έ­σω­σε α­πό βέ­βαιο θά­να­το έ­νας α­κό­λου­θός του, ο στρα­τιώ­της Μά­ρα­θος από το χω­ριό Κο­μπο­τά­δες Φθιώ­τι­δος, που βρέ­θη­κε κο­ντά του και ο ο­ποί­ος πρό­φθα­σε και σκό­τω­σε τον Τούρ­κο σπα­θο­φό­ρο, πριν αυ­τός προ­λά­βει να κα­τε­βά­σει το σπα­θί του κα­τά της κε­φα­λής του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη. Έ­κτο­τε, ο Καραϊσκάκης α­νε­γνώ­ρι­ζε ως σω­τή­ρα του τον α­νω­τέ­ρω α­κό­λου­θό του. Το επει­σό­διο αυ­τό με­τα­δό­θη­κε βρα­δύ­τε­ρα στους α­πο­γό­νους Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και Μάρα­θου, οι ο­ποί­οι έ­τρε­φαν με­γά­λη συ­μπά­θεια και α­γά­πη με­τα­ξύ τους.

Τέταρτη μέρα της μάχης – 21 Νοεμβρίου 1826
Την η­μέ­ρα αυ­τή, προ­κει­μέ­νου να υ­λο­ποι­η­θεί η τα­κτι­κή του Καραϊσκάκη για την πε­ρι­κύ­κλω­ση, τις πρω­ι­νές ώ­ρες, έ­να πρώ­το τμή­μα 300 αν­δρών με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρ­χηγούς Δια­μα­ντή Ζέρ­βα, Λά­μπρο Βέ­ι­κο ή Ζάρ­μπα, Δή­μο Τσέ­λιο και Κων­στα­ντί­νο Βέ­ρη δια­τάσ­σε­ται να ε­γκα­τα­στα­θεί στο Στε­νό Ζε­με­νού, με α­πο­στο­λή να α­πο­τρέψει τη διέ­λευ­ση ε­χθρι­κού τμή­μα­τος προς την Α­ρά­χω­βα, για την ε­νί­σχυ­ση του Μου­στά­μπε­η. Ε­πί­σης, δεύ­τε­ρο τμή­μα με ε­πι­κε­φα­λής τους Ο­πλαρ­χη­γούς Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό και Γιώ­τη Δα­γκλή δια­τάσ­σε­ται να εγκατασταθεί στα υ­ψώ­μα­τα Ζερ­βο­σπη­λιές και Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, για τον έ­λεγ­χο του δρο­μο­λο­γί­ου Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – Α­ρά­χω­βα με την ί­δια α­πο­στο­λή, ό­πως και το πρώτο.

Στο με­τα­ξύ, στην πε­ριο­χή της Δαύ­λειας, ι­κα­νή ε­χθρι­κή δύ­να­μη εί­χε συ­γκροτη­θεί σε δύ­ο σώ­μα­τα. Το πρώ­το δυ­νά­με­ως 800 αν­δρών υ­πό τον Α­βδου­λάχ Α­γά με α­ποστο­λή να προελάσει δια­μέ­σου του Στε­νού Ζε­με­νού προς την Α­ρά­χω­βα, ως συ­νοδεί­α ε­φο­διο­πο­μπής υ­πο­ζυ­γί­ων με πολ­λά ε­φό­δια για τον α­νε­φο­δια­σμό των ε­γκλω­βι­σμέ­νων και για να διευκολύνει την προ­σπά­θεια δια­φυ­γής και το δεύ­τερο πιο μι­κρής δυ­νά­με­ως, να προ­ε­λά­σει δια­μέ­σου του δρο­μο­λο­γί­ου Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα, με αποστολή την ε­νί­σχυ­ση των ε­γκλω­βι­σμέ­νων. Ό­ταν η κε­φα­λή του δεύ­τε­ρου σώ­μα­τος φθά­νει στο ύ­ψω­μα Σα­ρα­κι­νό, προ των υψω­μά­των Ζερ­βο­σπη­λιές και Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, βάλλει συν­θη­μα­τι­κά πυ­ρά, για να α­να­φέ­ρει την ά­φι­ξή του ως ε­νι­σχύ­σε­ως.

Α­μέ­σως με­τά, ο Μου­στά­μπε­ης, κα­το­πτεύ­ο­ντας τη γύ­ρω πε­ριο­χή και δια­πι­στώνο­ντας ό­τι προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή δεν υ­πάρ­χει ι­σχυ­ρή ελ­λη­νι­κή δύ­να­μη, δια­τάσ­σει έ­να τμή­μα να επιτεθεί α­πό τα νώ­τα ε­να­ντί­ον των τμη­μά­των Περ­ραιβού και Δα­γκλή, α­φε­νός για να διευ­κο­λύ­νει την προ­έ­λα­ση της δυ­νά­με­ως ε­νισχύ­σε­ως και α­φε­τέ­ρου για να δια­τη­ρή­σει α­νοι­χτό το δρο­μο­λό­γιο προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ. Τα τμή­μα­τα Περ­ραι­βού και Δα­γκλή, τα ο­ποί­α δέ­χθη­καν την ε­χθρι­κή ε­πί­θε­ση υ­πο­χω­ρούν α­πό τα υ­ψώ­μα­τα Ζερ­βο­σπη­λιές και Καϋμένος Σταυ­ρός, ε­νώ οι ε­γκλωβι­σμέ­νοι, υ­περ­βαί­νο­ντας τους προ­μα­χώ­νες τους, ε­πι­χει­ρούν να συ­νε­νω­θούν με τη δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως. Ο θό­ρυ­βος και η α­να­τα­ρα­χή στα τμή­μα­τα των α­ντι­μαχο­μέ­νων προ­κά­λε­σαν την προ­σω­πι­κή πα­ρου­σί­α του Καραϊσκάκη, ώ­στε να εκδη­λω­θεί ά­με­ση ε­πέμ­βα­ση με ι­κα­νή δύ­να­μη ε­να­ντί­ον των Ο­θω­μα­νών, οι ο­ποί­οι ε­πι­χεί­ρη­σαν να δια­φύ­γουν, με α­πο­τέ­λε­σμα, α­φού δεν εί­χε α­κό­μη α­φι­χθεί η δύνα­μη ε­νι­σχύ­σε­ως α­πό την κα­τεύ­θυν­ση του Ζε­με­νού (του Α­βδου­λάχ Α­γά), να α­ναγκα­σθούν να υ­πο­χω­ρή­σουν και να επανέλθουν στην α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α. Με­τά την ε­ξέ­λι­ξη αυ­τή, η δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως α­πό την κα­τεύ­θυν­ση της Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, για να α­πο­φύ­γει πε­ραι­τέ­ρω φθο­ρά και περισσότερες α­πώλειες, υ­πο­χώ­ρη­σε και ε­πέ­στρε­ψε στη Δαύ­λεια, δια­μέ­σου της Μο­νής.

Η δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως υ­πό τον Α­βδου­λάχ Α­γά, κα­τά την προ­έ­λα­ση και μό­λις η εμπρο­σθο­φυ­λα­κή ει­σήλ­θε στο Στε­νό Ζε­με­νού, α­πό λαν­θα­σμέ­νη ε­κτί­μη­ση και βια­στι­κή ε­νέρ­γεια του εκεί ελ­λη­νι­κού τμή­μα­τος, δέ­χε­ται προ­σβο­λή με πυ­ρά και ση­μα­ντι­κές σε βά­ρος της α­πώ­λειες, αλ­λά το κύ­ριο σώ­μα, λό­γω της στε­νό­τη­τας του χώ­ρου και, κα­τά συ­νέ­πεια, της αδυναμίας α­να­πτύ­ξε­ως για ε­πί­θε­ση υ­ποχω­ρεί α­τά­κτως, ε­πι­στρέ­φο­ντας στη Δαύ­λεια. Με­τά την α­πο­τυ­χί­α της ε­νι­σχύ­σε­ως και της δια­φυ­γής των ε­γκλω­βι­σμέ­νων προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, ο Καραϊσκάκης, α­μέ­σως με­τά τη σύ­γκρου­ση και ε­λέγ­χο­ντας την κα­τά­στα­ση, α­πο­στέλ­λει νέ­α τμή­μα­τα και προς τις δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις ε­να­ντί­ον των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων ε­νι­σχύ­σε­ως. Ό­ταν τα νέ­α αυ­τά τμή­μα­τα έ­φθα­σαν ε­πί τό­που, οι συ­γκρού­σεις εί­χαν τε­λειώσει με α­πώ­λειες των ε­χθρι­κών τμη­μά­των 30 νε­κρούς, πολ­λούς τραυ­μα­τί­ες και 80 κτή­νη, φορ­τω­μέ­να με ε­φό­δια.

Ο Μου­στά­μπε­ης, α­πο­κλει­σμέ­νος και με το η­θι­κό της δυ­νά­με­ώς του πο­λύ χα­μηλό, ε­ξαι­τί­ας των δυ­σμε­νών και­ρι­κών συν­θη­κών (βρο­χή, δρι­μύ ψύ­χος), της ελ­λείψε­ως ε­φο­δί­ων και της α­δυ­να­μί­ας ε­νι­σχύ­σε­ως, κα­θώς και σχε­τι­κής α­παι­τή­σε­ως πολ­λών υ­φι­στα­μέ­νων του, υ­πο­χρε­ώ­νε­ται να ζη­τή­σει συν­θή­κη. Το αί­τη­μα της συν­θή­κης α­να­φέ­ρε­ται στον Καραϊσκάκη, ο οποίος α­πο­στέλ­λει ως εκ­προ­σώ­πους του, τους οπλαρ­χη­γούς Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό και Γιάν­νη Ρού­κη, προ­κει­μέ­νου να δια­πραγ­μα­τευ­θούν τους ό­ρους της συν­θή­κης με τους εεκπροσώπους του Μου­στά­μπε­η, τον χι­λί­αρ­χο Χό­το Λέ­γκα και τον ε­κα­τό­νταρ­χο Σουλε­ϊ­μάν Τό­σκα.

Ο Λέ­γκας, τε­λειώ­νο­ντας την ει­σή­γη­σή του, με­τα­ξύ άλ­λων, εί­πε: «…Σας πα­ρα­κα­λού­με λοι­πόν, να μας α­φή­σε­τε ε­λεύ­θε­ρους με τα ό­πλα μας να πά­με στο Ζη­τού­νι (Λα­μί­α). Ό­σα ζώ­α και πε­ριτ­τά πράγ­μα­τα έ­χο­με μα­ζί μας, ό­λα σας τα δί­δο­με με ευ­χα­ρί­στη­σή μας και για την πί­στη της συμ­φωνί­ας μας, ζη­τού­με να μας δώ­σε­τε πέ­ντε κα­πε­τα­ναί­ους και να πά­ρε­τε και εσείς άλ­λους τό­σους ση­μα­ντι­κούς Τούρ­κους, έ­ως να φτά­σω­με στο Ζη­τού­νι α­σφα­λείς και τό­τε λαμ­βά­νει ο κα­θέ­νας πί­σω τους δι­κούς του. Και κο­ντά σε ό­σα σας εί­παμε, σας υποσχόμεθα και φι­λί­α πα­ντο­τι­νή».

Ο Περ­ραι­βός, με­τα­ξύ άλ­λων, α­πά­ντη­σε: «…Ε­μείς δε ζη­τού­με άλ­λο τι σή­με­ρα πα­ρά την ε­λευ­θε­ρί­α μας, την ο­ποί­α ο Θε­ός ε­χά­ρι­σε σε κά­θε άν­θρω­πο να την χαί­ρε­ται εν ό­σω ζεί, χω­ρίς να βλά­ψει το γεί­το­νά του. Ε­σείς, α­γω­νι­ζό­με­νοι να μας τη σκο­τώ­σε­τε, δεν κάμνε­τε άλ­λο τι πα­ρά να κα­τα­πα­τεί­τε τη θε­ϊ­κή α­πό­φα­ση. Ό­σο για την ό­ποια ζη­τεί­τε συν­θή­κη, ε­μείς τη δεχόμεθα, κα­τά τη δια­τα­γή του Αρ­χη­γού μας, με τα ε­ξής κε­φά­λαια:
A. Η ζω­ή σας θέ­λει εί­ναι ε­λευ­θέ­ρα και α­πεί­ρα­κτος α­πό μι­κρού έ­ως με­γά­λου, ε­πει­δή ού­τε η συνεί­δη­σή μας ού­τε η θρη­σκεί­α μας συγ­χω­ρού­σι να βλά­ψω­με τους ό­σους μας ζη­τούν συγχώρηση.
Β. Προ της α­να­χω­ρή­σε­ώς σας, να μας πα­ρα­δώ­σε­τε τα Σά­λω­να και τη Λι­βα­δειά.
Γ. Η α­να­χώ­ρη­σή σας δεν συγ­χω­ρεί­ται έ­ως εις το Ζη­τού­νι, αλ­λά να υ­πά­γει έ­καστος εις τα ί­δια.
Δ. Ό­σα ό­πλα και χρή­μα­τα φέ­ρε­τε ε­πά­νω σας α­πό μι­κρού έ­ως με­γά­λου, φο­ρέ­μα­τα δι­πλά, ζώ­α πα­ντός γέ­νους και ό­λα τα κι­νη­τά, θέ­λε­τε τα πα­ρα­δώ­σει εις ό­ποιαν ε­πι­τρο­πήν δια­τά­ξει ο Αρ­χη­γός μας.
Ε. Δια την α­σφα­λή ε­κτέ­λε­ση των δια­λη­φθέ­ντων κε­φα­λαί­ων, ζη­τού­με εκ μέ­ρους σας ο­μή­ρους τον Κα­ρυο­φίλ­μπε­ην, α­δελ­φόν του Μου­στά­μπε­η και τον Κε­χα­γιάμπε­ην, σεις δε, ε­κτός του Αρ­χη­γού μας, έ­χε­τε την ά­δεια να ζη­τή­σε­τε ό­ποιους οπλαρ­χη­γούς θέ­λε­τε.

Αυ­τά εί­ναι τα, εκ μέ­ρους του Αρ­χη­γού μας και λοι­πών οπλαρ­χη­γών, ζη­τή­μα­τα, εις τα ο­ποί­α δεν συγ­χω­ρεί­ται καμ­μί­α συ­γκα­τά­βα­σις. Αν τα δέ­χε­σθε, η­μείς εί­με­θα έ­τοι­μοι να τα εκτελέσωμεν α­μέ­σως, το ε­να­ντί­ον δε, πά­λιν αρ­χί­ζο­μεν τον πό­λε­μον και ο Θε­ός, ό­ποιον γνω­ρί­ζει ά­δι­κον, ας τον παι­δεύ­σει».

Οι ό­ροι, τους ο­ποί­ους α­ντι­πρό­τει­νε ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, α­πορ­ρί­φθη­καν α­πό τους Μου­στά­μπε­η και Κε­χια­γιάμπε­η, ε­πει­δή φο­βού­νταν την ορ­γή του Κιου­τα­χή και ήλ­πι­ζαν ό­τι τε­λι­κώς δε θα τους ε­γκα­τέ­λει­πε στη δει­νή θέ­ση, στην ο­ποί­α βρί­σκο­νταν. Δύ­ο ώ­ρες, με­τά την α­να­χώ­ρη­ση των εκ­προ­σώ­πων του Μου­στά­μπε­η, η α­πά­ντη­ση της α­πορ­ρί­ψε­ως των ό­ρων της συνθήκης δό­θη­κε α­πό την ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­ποθε­σί­α, με την εκ­φώ­νη­ση της λέ­ξε­ως «Πό­λε­μος» τρεις φο­ρές.

Ο Καραϊσκάκης, βέ­βαιος πλέ­ον, ό­τι οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι θα ε­πι­χει­ρή­σουν να δια­σπά­σουν τον κλειό και να δια­φύ­γουν για να σω­θούν, ε­νί­σχυ­σε τα τμή­ματα, τα ο­ποί­α κα­τεί­χαν τις διαβάσεις, ε­πι­διώ­κο­ντας τον πιο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό έ­λεγ­χο των δρο­μο­λο­γί­ων δια­φυ­γής. Ει­δι­κό­τε­ρα, για το σκο­πό αυ­τό:
* Τα τμή­μα­τα των οπλαρ­χη­γών Δυο­βου­νιώ­τη και Τρά­κα, ε­νι­σχυ­μέ­να με τους Α­ρα­χω­βί­τες, οι ο­ποίοι κα­τοι­κού­σαν γύ­ρω α­πό την Πλη­κό­βρυ­ση, δια­τά­χθη­καν να κα­τα­λά­βουν τα υψώματα, δυ­τι­κώς και βο­ρειο­δυ­τι­κώς της Α­ρά­χω­βας, ή­τοι: Κου­κου­βά­γιες, Σφα­λάκι, Πλό­βαρ­μα, Κυ­ριά, Πί­σω Α­λώ­νια κ.α., μέ­χρι τους πρό­πο­δες της Βλα­χό­λα­κας, ώ­στε να α­πο­τρα­πεί η δια­φυ­γή προς τους Δελ­φούς και προς την Άμ­φισ­σα ή προς την πε­ριο­χή Λει­βά­δι και στη συ­νέ­χεια δυ­τι­κώς και βο­ρειο­δυ­τι­κώς του Παρ­νασ­σού.
*Τα τμήμα­τα των Ο­πλαρ­χη­γών Δα­γκλή, Περ­ραι­βού, Γε­ωρ­γί­ου Βά­για, Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και των Σου­λιω­τών, ε­νι­σχυ­μέ­να ε­πί­σης με Α­ρα­χω­βί­τες, οι ο­ποί­οι κα­τοι­κού­σαν στις συ­νοι­κί­ες της Α­ρά­χω­βας Κού­κου­ρα και Κα­λό­βρυ­ση, δια­τά­χθη­καν να κατα­λά­βουν τα υ­ψώ­μα­τα Α­γί­α Τριά­δα, Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, Ζερ­βο­σπη­λιές και Σα­ρακι­νό, μέ­χρι την ο­δό α­πό Α­ρά­χω­βα προς την πη­γή Μά­να, ώ­στε να α­πο­τρα­πεί η διαφυ­γή προς το Στε­νό και την κοι­λά­δα Ζε­με­νού.
* Ο Καραϊσκάκης με την υ­πό­λοι­πη δύ­να­μη και τους Α­ρα­χω­βί­τες των άλ­λων συ­νοι­κιών κα­τεί­χαν το κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα γύ­ρω σπί­τια.

Η ε­ντο­λή του, προς ό­λα τα τμή­μα­τα, ή­ταν να α­σκούν πί­ε­ση με συ­νε­χή πυ­ρά, χωρίς δια­κο­πή, ε­να­ντί­ον της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας. Την κα­τα­νο­μή των Α­ρα­χω­βι­τών σε αυ­τές τις α­πο­στο­λές κα­θό­ρι­σε ο ί­διος προ­σω­πι­κώς, για­τί αυ­τοί γνώ­ρι­ζαν πο­λύ κα­λά την πε­ριο­χή και τις δια­βά­σεις.

Πέμπτη μέρα της μάχης – 22 Νοεμβρίου 1826
Η τα­κτι­κή της πε­ρι­κυ­κλώ­σε­ως και ο αυ­στη­ρός α­πο­κλει­σμός ε­φαρ­μό­ζο­νταν και την πέ­μπτη η­μέ­ρα της μά­χης, με συ­νε­χή και πυ­κνά πυ­ρά, την ο­ποί­α ε­πι­βε­βαίω­σε ο Καραϊσκάκης, α­πό το πρω­ί, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας ε­πί­σκε­ψη και ε­πι­θε­ώ­ρηση ό­λων των τμη­μά­των, στις κα­τε­χό­με­νες θέ­σεις (προ­μα­χώ­νες).

Ο Μου­στά­μπε­ης, στην προ­σπά­θειά του να ε­νι­σχύ­σει το η­θι­κό των ε­γκλω­βι­σμέ­νων, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας και αυ­τός ε­πί­σκε­ψη και ε­πι­θε­ώ­ρη­ση των προ­μα­χώ­νων, προ­έ­τρε­πε τους Οθωμανούς να ε­κτε­λούν βο­λές ε­να­ντί­ον των Ελ­λή­νων. Η α­νταλ­λα­γή πυ­ρών ε­ξα­κο­λου­θού­σε και στη διάρ­κεια της νύ­χτας της 22ας (ξη­μέ­ρω­μα ε­πο­μέ­νης) του μή­να, οπό­τε τραυματίσθηκε ο Μου­στά­μπε­ης.

Ο Χρι­στό­φο­ρος Περ­ραι­βός α­να­φέ­ρει, σχε­τι­κώς με τον τραυ­μα­τι­σμό του Μουστά­μπε­η, τα ε­ξής: «Κα­τά την 23ην του μη­νός Νο­εμ­βρί­ου και πε­ρί την 2αν ώ­ραν της νυ­κτός, επισκεπτόμενος ο Αρ­χη­γός (Κα­ρα­ϊ­σκά­κης) ό­λα τα ελ­λη­νι­κά ο­χυ­ρώ­μα­τα, διέ­τα­ξε να πυ­ρο­βο­λή­σω­σιν εκ συμ­φώ­νου κα­τά των Τούρ­κων. Η δί­ω­ρη σχε­δόν διάρ­κεια των πυ­ρο­βο­λι­σμών έ­φε­ρεν α­προσ­δο­κή­τως τον θά­να­τον του Μου­στά­μπε­η, διό­τι εκ των ρι­πτο­μέ­νων σφαι­ρών ε­κτύ­πη­σε μί­α την κε­φα­λήν του κα­τά μέ­τω­πον, ή­τις πά­ραυ­τα τον ε­νέ­κρω­σεν και το στρατόπεδόν του ε­δει­λί­α­σε· κρύ­ψα­ντες τον θά­να­τόν του, α­πο­φά­σι­σαν την ε­πιού­σαν (23/11) να ζη­τή­σω­σι εκ δευ­τέ­ρου συν­θή­κην, ε­πί συμ­φω­νί­α να μην τους α­φαι­ρέ­σω­σιν, ει δυνατόν, τα ό­σα χρή­μα­τα φέ­ρουν εις την ζώ­νην των, εις τα λε­γό­με­να κε­μέ­ρια, τα δε άλ­λα να λά­βω­σιν ό­λα, κα­τά την ρη­θεί­σαν συν­θή­κην».

Ο α­δελ­φός του Μου­στά­μπε­η Καρυοφίλμπεης και οι υ­πη­ρέ­τες του α­πέ­κρυ­ψαν τον τραυ­μα­τι­σμό του ε­πί δύ­ο η­μέ­ρες, για να μην ε­πη­ρε­α­σθεί αρ­νη­τι­κώς το η­θικό του στρα­τεύ­μα­τος.

Έκτη μέρα της μάχης – 23 Νοεμβρίου 1826
Ε­νώ έ­τσι εί­χαν τα πράγ­μα­τα, την έ­κτη η­μέ­ρα της μά­χης, σχε­δόν ό­λοι οι α­ξιω­μα­τι­κοί των ο­θωμα­νι­κών τμη­μά­των συ­γκε­ντρώ­θη­καν έ­ξω α­πό τη σκη­νή του Κε­χα­γιά­μπε­η και, ευρισκόμενοι σε α­τα­ξί­α, α­νη­συ­χί­α και τα­ρα­χή, φι­λο­νι­κού­σαν και φω­να­σκού­σαν σε έ­ντο­νο ύ­φος, ε­ξαι­τί­ας της δει­νής κα­τα­στά­σε­ως στην ο­ποί­α εί­χαν πε­ριέλ­θει, προ­βλη­μα­τι­ζό­με­νοι για την πε­ραι­τέ­ρω τη­ρη­τέ­α στά­ση τους. Έ­νας υ­ψη­λό­βαθ­μος α­ξιω­μα­τι­κός, μα­ζί με άλ­λους οι ο­ποί­οι ει­σήλ­θαν στη σκη­νή, α­πευ­θύν­θη­κε στον Κε­χα­γιά­μπε­η, λέ­γο­ντας: « Μπέ­η, περιμένουμε τό­σες η­μέ­ρες βο­ή­θεια, για να σω­θού­με, πλην ό­μως οι ελ­πί­δες μας έ­χουν μα­ταιω­θεί. Τί πρέ­πει να κά­νου­με για να μη χα­θού­με; Ό­λο το στρά­τευ­μα βρί­σκε­ται σε με­γά­λη ανησυχία».

Έ­νας άλ­λος, α­πό τους πιό θρα­σείς, Γκέ­κας στην κα­τα­γω­γή, α­φού έρι­ξε έ­να ορ­γι­σμέ­νο βλέμ­μα στον Κε­χα­γιά­μπε­η και του λέ­ει: «Δεν βλέπεις, ό­τι κιν­δυ­νεύ­ου­με να πέ­σου­με στα χέ­ρια των Ελ­λή­νων, να μας σκο­τώ­σουν ή το χει­ρό­τε­ρο, να μας α­φο­πλί­σουν, να μας πε­ρι­φέ­ρουν α­πό χω­ριό σε χω­ριό και να μας βρί­ζουν α­κό­μα και τα μι­κρά παι­διά στους δρό­μους;».

Ό­λα αυ­τά τα ά­κου­σαν οι πιο πολ­λοί α­πό τους συ­γκε­ντρω­μέ­νους, οι ο­ποί­οι τα ε­πι­δο­κί­μα­σαν και με ζω­η­ρή συ­ζή­τη­ση, ο­μα­δο­ποι­η­μέ­νοι σχο­λί­α­ζαν τη δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση, η ο­ποί­α επικρατούσε τις τε­λευ­ταί­ες η­μέ­ρες. Ο Κε­χα­γιά­μπε­ης, μην έ­χο­ντας μί­α κά­ποια πει­στι­κή α­πά­ντη­ση, προσπά­θη­σε να κα­τευ­νά­σει τα πνεύ­μα­τα και πρό­τει­νε στους υ­ψη­λό­βαθ­μους αξιωματικούς να συ­σκε­φθούν στη σκη­νή του Μου­στά­μπε­η, για να α­πο­φα­σί­σουν για την τη­ρη­τέ­α στά­ση, ε­νώ οι συ­γκε­ντρω­μέ­νοι α­πο­μα­κρύν­θη­καν και δια­λύ­θη­καν. Τό­τε ε­κεί, ο Καρυοφίλμπεης τους α­να­κοί­νω­σε, ό­τι ο Μου­στά­μπε­ης ή­ταν τραυμα­τι­σμέ­νος και βα­ριά α­σθε­νής, α­νή­μπο­ρος και ε­τοι­μο­θά­να­τος.

Η εί­δη­ση του ε­πι­κεί­με­νου θα­νά­του του Μου­στά­μπε­η δια­δό­θη­κε α­μέ­σως, με απο­τέ­λε­σμα να προ­κλη­θεί σύγ­χυ­ση και κα­τά­στα­ση α­πελ­πι­στι­κή σε ό­λο το στράτευ­μα. Ό­ταν ό­λα αυ­τά συνέβαιναν, η σι­γα­νή βρο­χή, η ο­ποί­α εί­χε αρ­χί­σει α­πό τις 21 του μή­να και ε­ξα­κο­λου­θού­σε να πέ­φτει α­διά­κο­πα, με­τα­τρά­πη­κε σε πυ­κνό χιό­νι, το ο­ποί­ο, σε πε­ρί­που μί­α ώ­ρα, κά­λυ­ψε τα πά­ντα.

Την έ­κτη αυ­τή η­μέ­ρα της μά­χης, ο Μου­στά­μπε­ης πέ­θα­νε. Έ­τσι, οι υ­ψη­λό­βαθ­μοι ε­πι­τε­λείς και συ­νερ­γά­τες του, α­φού α­πέ­κρυ­ψαν το θά­να­τό του, α­πο­φά­σι­σαν να ζη­τή­σουν για δεύτερη φορά φο­ρά συν­θή­κη, προ­τεί­νο­ντας να ε­φαρ­μό­σουν ό­λους τους ό­ρους, ε­κτός α­πό την πα­ρά­δο­ση των χρη­μά­των και του ο­πλι­σμού. Ό­μως, ο Καρα­ϊ­σκά­κης ε­πέ­μει­νε στους όρους της αρ­χι­κής συν­θή­κης και οι εκ­πρό­σω­ποι των Ο­θω­μα­νών ε­πέ­στρε­ψαν ά­πρα­κτοι, α­να­φέ­ρο­ντας την αρ­νητι­κή α­πά­ντη­ση των Ελ­λή­νων.

Η νύ­χτα της 23ης (ξη­μέ­ρω­μα 24ης) του μή­να πέ­ρα­σε με γε­νι­κή α­να­στά­τω­ση και έ­ντο­νες συ­ζη­τή­σεις, για τις συνθή­κες κά­τω α­πό τις ο­ποί­ες δια­βιού­σαν οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι και για­τί έβλεπαν, ό­τι το τρα­γι­κό τέ­λος τους πλη­σιά­ζει.

Έβδομη μέρα της μάχης – 24 Νοεμβρίου 1826
Α­πό το πρω­ί άρ­χι­σε φο­βε­ρή θύ­ελ­λα. Ο δυ­να­τός βό­ρειος ά­νε­μος (ο Κα­τε­βα­τός) φυ­σο­μα­νού­σε ά­γριος και πα­γω­μέ­νος α­πό τις κο­ρυ­φές του Παρ­νασ­σού. Η χιο­νο­θύ­ελ­λα συ­νε­χι­ζό­ταν χω­ρίς βελ­τί­ω­ση του και­ρού και το χιό­νι σκέ­πα­ζε τα πά­ντα.

Τις πρώ­τες με­τα­με­σημ­βρι­νές ώ­ρες, οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι, μην έ­χο­ντας άλ­λη επι­λο­γή, ε­πι­χεί­ρη­σαν, μέ­σα στη χιο­νο­θύ­ελ­λα, να δια­σπά­σουν τον κλοιό, με κα­τεύ­θυν­ση βο­ρειο­α­να­το­λι­κή προς τα υ­ψώ­μα­τα της Μά­νας, α­πο­βλέ­πο­ντας να δια­φύγουν προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ. Σε αυ­τή την α­πέλ­πι­δα προ­σπά­θεια δια­φυ­γής των Ο­θω­μα­νών, οι Έλ­λη­νες ε­ξορμούν εναντίον τους με τα σπα­θιά, για­τί το χιό­νι εί­χε υ­γρά­νει την πυ­ρί­τι­δα και συ­νε­πώς η χρη­σι­μο­ποί­η­ση των ό­πλων ή­ταν α­δύ­να­τη. Η κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χί­σθη­κε μέ­χρι αρ­γά τη νύ­χτα και όσοι διέ­φυ­γαν προς τα υψώ­μα­τα και τις χα­ρά­δρες του Παρ­νασ­σού υ­πέ­στη­σαν κρυο­πα­γή­μα­τα. Αρ­κε­τοί από αυ­τούς, οι ο­ποί­οι κα­τόρ­θω­σαν να φθά­σουν στη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, πέθα­ναν α­πό τις κα­κου­χί­ες.

Την ε­πο­μέ­νη, 25η του μή­να, ο Καραϊσκάκης πε­ρι­ήλ­θε την πε­ριο­χή, ό­που έ­γι­νε η κα­τα­δί­ω­ξη και δια­πί­στω­σε το μέ­γε­θος της κα­τα­στρο­φής της ε­χθρι­κής δυ­νά­με­ως. 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων. Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψε στην Α­ρά­χω­βα, πή­γε στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και προ­σευ­χή­θη­κε σ’ αυτόν, καθώς τον θεωρούσε προστάτη άγιό του.

Ο α­ντί­κτυ­πος της πε­ρί­λα­μπρης αυτής νί­κης ε­να­ντί­ον των Ο­θω­μα­νών ε­ξύ­ψω­σε το φρό­νη­μα των σκλα­βω­μέ­νων Ελ­λήνων, α­να­πτέ­ρω­σε το η­θι­κό των μα­χο­μέ­νων και τους έ­δω­σε ελπίδα να συ­νε­χί­σουν τον Α­γώ­να της Α­νε­ξαρ­τη­σί­ας, μέ­χρι την τε­λι­κή δι­καί­ω­ση. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης στην ε­πι­στο­λή–α­να­φο­ρά του προς την Ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νηση, με η­με­ρο­μη­νί­α 26 Νοεμβρίου 1826, α­να­φέ­ρει συ­νο­πτι­κώς τα γε­γο­νό­τα της μά­χης, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντας τη νί­κη ως την πιο ση­μα­ντι­κή της ε­πα­να­στα­τη­μέ­νης Ελ­λάδος, την ο­ποί­α α­πο­δί­δει, ό­χι μό­νο στην αν­δρεί­α και τον η­ρω­ι­σμό των α­γω­νι­στών, αλ­λά και στη βο­ή­θεια του Θεού:

Ας πα­νηγυ­ρί­ση, λοι­πόν το Έ­θνος την λα­μπρο­τά­την νί­κην και ας δώ­ση δό­ξαν εις τον Ύψι­στον. Η νί­κη αυ­τή εί­ναι η ση­μα­ντι­κω­τέ­ρα της Ελ­λά­δος και θέ­λει φέ­ρει πολ­λά και με­γά­λα α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ελ­πί­ζο­μεν εις την Θεί­αν βο­ή­θειαν και εις την ευ­χήν της πα­τρί­δος και της σε­βα­στής η­μών Διοι­κή­σε­ως να κα­τα­δα­μά­σω­μεν τάχι­στα τον ε­χθρόν και να μα­ταιώ­σω­μεν δι’ ό­λου ό­λους τους ο­λε­θρί­ους αυ­τού σκο­πούς. Πέ­μπο­μεν ε­πί­τη­δες και τους Στρα­τη­γούς Γ. Α­γα­λό­που­λον, Γ. Βά­γιαν, Γιάν­νον Κου­τσο­νί­καν, αγ­γε­λού­ντας τα λα­μπρά ταύ­τα κα­τορ­θώ­μα­τα και πα­ρα­στή­σο­ντας τα κα­τά το στρα­τό­πε­δον.

Μέ­νο­μεν με το προ­σή­κον σέ­βας

Εκ του στρα­το­πέ­δου της Ρά­χω­βας 1826 Νο­εμ­βρί­ου 26

Ευ­πει­θείς πο­λί­ται

Γε­ώρ­γιος Κα­ρα­ϊ­σκά­κης

(Α­κο­λου­θούν 93 υ­πο­γρα­φές ο­πλαρ­χη­γών)
Ο απόηχος της νίκης, οι απώλειες και οι επόμενες κινήσεις
Οι α­πώ­λειες των Οθω­μα­νών ήταν 1300 νεκροί, 200 αιχμάλωτοι και ανεξακρίβωτος αριθμός τραυματιών. Πολ­λά λά­φυ­ρα, ση­μαί­ες, ο­πλι­σμός και λοι­πές α­πο­σκευές, κα­θώς και α­ριθ­μός ίπ­πων και η­μιό­νων πε­ρι­ήλ­θαν στους Έλ­λη­νες.

Οι α­πώ­λειες των Ελ­λή­νων ήταν 24 νεκροί και 60 τραυματίες. Εί­ναι πι­θα­νό όμως, για λό­γους σκο­πι­μό­τη­τας ή α­πό έλ­λει­ψη ε­παρ­κών πλη­ρο­φο­ριών να μην εί­χαν α­να­φερ­θεί οι πραγματικοί α­ριθ­μοί α­πω­λειών των Ελ­λή­νων και στους τραυ­μα­τί­ες να μην υ­πο­λο­γί­σθη­καν οι ε­λα­φρώς τραυ­μα­τι­σμέ­νοι.

Ο Κιου­τα­χής όταν έ­μα­θε την καταστροφή των στρατευμάτων του στην Αράχωβα, όπως λέγεται έπεσε σε κατάθλιψη, μένοντας άσιτος για τρεις ημέρες και κλαίγοντας αδιάκοπα. Θέλησε να πάρει εκδίκηση κινούμενος προς την Λειβαδιά, αλλά οι αξιωματικοί του τον εμπόδισαν κι έτσι έστειλε έναν Γκέκα πασά με 600 στρατιώτες. Ηττήθηκε όμως κι αυτός από τον Καραϊσκάκη στην Βελίτσα.

Στη συνέχεια, ο Καραϊσκάκης, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου του 1826, εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει και με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
Όταν ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Καραίσκάκη.

Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων», Κόχραν μαζί με τον Τσορτς, «διευθυντή χερσαίων δυνάμεων» προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την βέβαια έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Αυτό οδήγησε τον Καραϊσκάκη να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιμαχίες άσκοπους και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εμπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισμούς των Τούρκων.

Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.

Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».

Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.

Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσορτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.

Εκδοχές για τον θάνατό του
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».

Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».

Η «Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών» έχει εκδώσει τ’ απομνημονεύματα του Κύπριου αγωνιστή, που πολέμησε ο ίδιος δίπλα στον Καραϊσκάκη, Ιωάννη Σταυριανού, «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία». Στο έργο του περιγράφει την προσωπική του δράση κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 δίδοντας πλήθος στοιχείων για τα γεγονότα της εποχής. Όμως η σημαντικότερη μαρτυρία του Σταυριανού αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία:
«Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.
– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως πως τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.
Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών, και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: “Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον”. Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον…».

Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Σταυριανός δεν ανήκε σε καμία πολιτική ή άλλους είδους παράταξη και δεν επεδίωκε κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς γράφοντας αυτά. Σε μία παρόμοια αναφορά με τα γραφόμενα του Σταυριανού αναφέρεται και ο Σπύρος Αντωνιάδης για την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Ο Κασομούλης τέλος ομιλεί για έναν παπά, που του εξομολογήθηκε ότι ένας στρατιώτης του σώματος του Κίτσου Τζαβέλα ο Κώστας Στράτης ενώ έστρεφε να πυροβολήσει τους Τούρκους πλήγωσε κατά λάθος τον Καραϊσκάκη.

Ο επικήδειος λόγος από τον Γεώργιο Αἰνιάν
(αδερφός του Δημήτριου Αινιάν, γραμματέα και βιογράφου του Καραϊσκάκη)

Ἕλληνες!

Τί εἶναι αὐτὴ ἡ σκυθρωπότης ὅπου εἶναι ἐζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπά σας; τί σημαίνουν αὐτοὶ οἱ διακεκομμένοι ἦχοι τῆς βαρυφθόγγου καμπάνας καὶ αὐταὶ αἱ μελαναὶ καὶ πένθιμοι στολαὶ εἰς τοὺς δρόμους; τί τρέχουν τεθορυβημένοι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά; Ὁ Καραϊσκάκης ἀπέθανε. Τοῦτο ἦταν ἡ θλίψις τῶν ἀνδρῶν, τοῦτο ὁ ὀδυρμὸς τῶν γυναικῶν, τοῦτο ὁ στεναγμὸς τῶν μικρῶν παιδίων, τοῦτο τὸ κοινὸν πένθος τῶν Ἑλλήνων.

Δίκαιον ἔχει ὁ λαὸς νὰ κάμῃ νὰ ἀντηχῇ εἰς τὴν πόλιν τῆς Σαλαμῖνος θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς• δίκαιον εἶναι νὰ κλαίῃ ἡ Ἑλλὰς ὡς ἄλλη Ραχὴλ τὸ τέκνον της, τὸν γνήσιον υἱόν της, ἐπειδή, δὲν ἔχει πολλοὺς τούτους κάρρονας.

Ὁ ἀξιοθαύμαστος οὗτος ἀνὴρ -ἀποσιωπῶμεν τὰς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπισήμους ἀνδραγαθίας του-, μόλις εἶδεν ἠνεωγμένον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας τὸ στάδιον, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπτόητος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀθλητὴς διὰ νὰ ἐπιθέσῃ νέας δάφνας εἰς τὴν ἔνδοξον κεφαλήν του• μαρτυροῦσι τὰ στρατεύματα τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, οἱ συναγωνισταί του, μαρτυροῦσιν αἱ πεδιάδες, ραντιζόμεναι ἀπὸ τὸ αἷμα του, τῆς Ἀμφιλοχίας, μαρτυρεῖ τὸ σῶμα του σκεπασμένον ἀπὸ ἐνδόξους πληγὰς τὴν ὑπερθαύμαστον ἀνδρείαν του.

Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, καὶ ὅσα πέρυσιν ἠγωνίσατο ἔξωθεν τῆς κλεινῆς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου πετῶν ὡς ταχύπτερος ἀετὸς πότε εἰς τὴν Αἰτωλίαν καὶ πότε εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, συγκρινόμενα μὲ ὅσα ἡ ἀνήκουστος εὐτολμία του, ἡ ἀκροτάτη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀκούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τοῦτο τὸ ἔτος εἰς ὅλην τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰ πέριξ τῶν Ἀθηνῶν;

Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, καὶ μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν πτῶσιν ἔπεσεν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλάς, καὶ ὁ ἐχθρὸς παρερχόμενος κατήντησεν τελευταῖον εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῆς κλεινῆς καὶ ἐνδόξου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν• ὅλα τὰ στρατεύματα γυμνωμένα καὶ ἀπὸ ἐσχάτην ἀπορίαν ταλαιπωρούμενα ἐστέναζον εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Ναυπλίου, καὶ δὲν εἶχον ἄλλην ἐλπίδα, εἰμὴ τὸν θάνατον.

Γενναῖοι ἥρωες, ὅσοι τὸν ἠκολουθήσατε εἰς τὴν πρώτην ἀπὸ Ναυπλίου ἐκστρατείαν του• με σᾶς κατέβαλε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς συστάσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἐπαπειλεῖ σήμερον τὸν βάρβαρον ἐχθρόν μας, καὶ ὑπόσχεται βεβαίως τὴν σωτηρίαν τῆς Ἀκροπόλεως.

Ἄνδρες ἄξιοι τοῦ κλέους τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐλπίδων τῆς πατρίδος, ὑπεσχέθησαν νὰ διατηρήσωσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ ἱερὸν κειμήλιον τῆς πατρίδος, τὴν σεβαστὴν Ἀκρόπολιν, καὶ ὁ μεγαλοπράγμων ἀρχηγὸς πετᾶ ὡς ταχύπτερος ἀετὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα συντρίβει φάλαγγας τρομερὰς βαρβάρων, διασπείρει πανταχοῦ τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, ἐγείρει πύργους ἀπὸ κρανία, ἐλευθερώνει τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τὴν καθιστᾶ τρομεράν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τέλος ἐπιστρέφει νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν δόξαν μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς περιφανοῦς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.

Ἀλλ’ ἐν μέσῳ τῶν λαμπρῶν ἀγώνων, ἐν ὧ κατεδαπάνα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς διάταξιν πάντων τῶν συντελούντων εἰς τὸν πόλεμον ἔδιδε πρῶτος τῆς ἀνδρείας καὶ εὐτολμίας τὸ παράδειγμα, καταφρονῶν τὸν θάνατον, καὶ πηδῶν ἐπάνω εἰς τὰ χαρακώματα τῶν ἐχθρῶν εἶπεν: ἂς σταθῶ μίαν στιγμήν, καὶ ἂς ἀφήσω νὰ τρέξουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων.

Ἀθάνατε Καραϊσκάκη! Σὺ μεταβαίνεις ἐνδόξως εἰς μίαν ἂλλην εὐδαιμονεστέραν ζωὴν διὰ νὰ στεφανωθῆς δι’ ὅσα ἀθῶα πλάσματα διέσωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ• αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων Ἑλλήλων θέλει σὲ ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐδὲμ μὲ λαμπροτέραν ὑποδοχὴν ἀπὸ ὅ,τι σήμερον κάμουσι εἰς τὴν Σαλαμῖνα οἱ ζῶντες Ἕλληνες. Μεγάλοι ἄνδρες, περίφημοι εἰς τὰ σοφὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης, μάρτυρες αὐτόπται τῶν ἡρωικῶν ἀκαμάτων ἀγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τὸν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐχύθη ἐνδόξως τὸ αἷμα σου ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ἐβάφη ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων μὲ τόσων ἡρώων αἵματα.

Ἀλλ’ ἡμεῖς πῶς νὰ παρηγορήσωμεν τὴν στέρησίν σου ; πῶς νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἀνδρείαν σου, τὴν δραστηριότητά σου ; τὴν ἀοκνίαν σου, καὶ τὴν ἄκραν σου φιλοτιμίαν εἰς τοῦ φρουρίου τὴν ἀπολύτρωσιν; Λυπηρὰ στέρησις, ὀδυνηρὸς χωρισμὸς.

Μ’ὅλον τοῦτο δὲν ἀπελπιζόμεθα Ἕλληνες, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειλιάσωμεν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀθανάτου τούτου ἥρωος, ὅταν μάθῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅτι δὲν ἠθελήσαμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν καρτερίαν καὶ γενναιότητα, θέλει λυπηθῆ, θέλει μᾶς ὀνειδίσει πικρῶς, ἐὰν δὲν σταθῶμεν ἱκανοὶ νὰ ἐκτελέσωμεν ἐκεῖνο τὸ μέγα ἐπιχείρημα ποὺ ἐπιχειρίσθηκε.

Ἔχομεν μεγάλους ἄνδρας ὅπου μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὰς κινήσεις, μᾶς συμβουλεύουν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ πρόθυμοι συναγωνισταὶ εἰς τὸν ἔνδοξόν μας ἀγῶνα, θέλει ἐπιμένουν μετὰ γενναιότητος ἄκρας ὅπως ἰδῶσι τὴν τελείαν καταστροφὴν τῶν βαρβάρων τυράννων μας, καὶ ἡμεῖς ἐν τοσοῦτῳ εὐγνώμονες εἰς τοὺς γενναίους ὑπὲρ πατρίδος ἀγωνιζόμένους, καθὼς καθιερώσαμεν καὶ ἄλλοτε τὴν μνήμην τοσούτων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, ἃς ἐπισφραγίσωμεν καὶ τοῦ ἐνδόξως ἤδη ἀποθανόντος ἥρωος τὸ ἐπιτάφιον μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας εὐχήν:

Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιοσέβαστε Ἀρχηγέ!
Ψήφισμα της Γ’ Eθνικής Συνελεύσεως για τον θάνατο του Καραϊσκάκη:

«Προς τον εξοχώτατον Α’ Στόλαρχον, προς τον εξοχώτατον Άρχιστράτηγον και προς τους γενναιότατους οπλαρχηγούς και στρατιώτας τους συγκροτουντας το στρατόπεδον της Αττικής.

Tη 27 Απριλίου 1827

Η φιλτάτη ΙΙατρίς θρηνεί απαρηγόρητος, απωλέσασα το γνησιώτατoν τέκνον της, θρηνεί και κόπτεται στερηθείσα του θερμού προμάχου των ιερών της δικαίων, θρηνεί τον διαρρήξαντα, τας νέας αλύσεις της Στερεάς Ελλάδος, τον ένδοξον νικητή της Αραχώβης, τον εξολοθρευτή των τυράννων: θρηνεί τον αρείτολμον Γενικό Αρχηγό Καραϊσκάκην, όστις μαχόμενος υπέρ των κλεινών Αθηνών, έπεσεν ενδόξως και πνέων τα λοίσθια άλλο τι δεν, παρήγγειλε, παρά των Αθηνών την διάσωσην.

Ελλάς, πένθησον τον πολύτιμόν σου Καραϊσκάκην, Ελληνίδες! μαυρoφορέσατε δια τον υπερασπιστήν της τιμής σας! Φιλέλληνες! Έλληνες! στρατιώται, εμβριμήσατε δια τον ανδρείον συστpατιώτη σας και καταβρέχοντες την Ιεράν γην των κλεινών Αθηνών με τα καρδιοστάλακτα δάκρυά σας, εκδικηθείτε το αίμα του, τιμωρήσατε τους ασεβέστατους φονείς του και σώσατε τας Αθήνας.

Eυδαίμων Καραϊσκάκη! ορκισθείς να ζήσεις ή να αποθάνης, ελεύθερος, εφύλαξες τον ορκον σου, ως χρηστός πολίτης, ως ευσεβής χριστιανός, ως τίμιος άνθρωπος. Ως τοιούτον της ανεκτιμήτου Ελευθερίας μάρτυρα, ως αθλήσαντα και στεφανωθέντα με τας δάφνας της δόξης και της αθανασίας, Σε υπεδέχθησαν εις τα Ηλύσια πεδία προσμειδιώντες οι τpισόλβιοι εκείνoι ήρωες όσοι απέθανον διά τα δίκαια της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος.

Μεταξύ τούτων περιιπταμένη η ακτινοβόλος σκιά σου εις την αιωνίαν μακαριότητα, δέν ελησμόνησε τας Άθήνας, και ήδη επιφοιτώσα εις τας ομηγύρεις του Στολάρχoυ, του Αρχιστρατήγου, των Αρχηγων και των στρατιωτικών του στρατοπέδου της Αττικής, θεωρεί τα πoλεμικά και σωτηριώδη επιχειρήματά των και επικαλείται την εξ ύψους άντιληψιν, του υπέρτατου Βασιλέως δια να τους βοηθήση να σώσουν τας Αθήνας και την Ελλάδα εις δόξαν της Πίστεως και της Πατρίδος».
«Τάδε έφη» Καραϊσκάκης
Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ’ τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.
- Τι να δώσω ορέ!… Δεν έχω τίποτε άλλο απ’ το μουλάρι μου και το τάζω, είπε χαμογελώντας πικραμένα.
Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ’ την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι όπως πάντα είπε τ’ αστείο του:
- Που να’ ξερα εγώ Παναγιά μ’ πως ήθελες του μπλάρι μ’ για να με γιάν’ς τόσον καιρό.

- Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια (τουρκικά όργανα του ιππικού) ο πούτσος μου, έχει και τρουμπέτες (ελληνικά όργανα). Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…

- Γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς, συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-σουλτάν Μαχμούτην; Να τον χέσω και αυτόν και τον βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!

- Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα.

- Οι δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ, του λέει ο γιατρός.
- Ο πούτσος μου έπεσε, ωρέ, όχι οι δυνάμεις μου! του λέει!

Τελευταίο και καλύτερο (για τους Τούρκους):
- Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!