17.4.12

Πέθανε ο Δημήτρης Μητροπάνος...


Ο Δημήτρης Μητροπάνος πέθανε σε ηλικία 64 ετών. Ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής έπαθε έμφραγμα το πρωί και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Υγεία, όμως, τελικά «έφυγε» από πνευμονικό οίδημα.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον ανταρτοπόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία.

Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειας του. Πρώτα σαν σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, κατεβαίνει στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Aχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να δουλεύει σαν τραγουδιστής.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι "Θεσσαλονίκη". Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού "Χαμένη Πασχαλιά", το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 είναι ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.

Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης ("Εμείς οι δυο" κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος ("Πάρε Αποφάσεις" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός ("Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό") ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80.

Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου (με το τραγούδι "Για να σ' εκδικηθώ") και Νίκου Πορτοκάλογλου ("Κλείνω κι έρχομαι") αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνεργασίες με το Μάριο Τόκα και το Φίλιππο Γράψα ("Η εθνική μας μοναξιά" και "Παρέα με έναν ήλιο") συνδυάζουν τη λαϊκή υφή και συναίσθημα με τη πιο βαθιά έννοια στίχων και τη χρησιμοποίηση λέξεων πιο επιτηδευμένων. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.

Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο "έντεχνες" διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.

Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Από τις τελευταίες δουλειές του Θεσσαλού αοιδού, ξεχωρίζει το "Πες μου τ' άληθινά σου σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση "Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο", από το πρόγραμμα - ωδή στον εθνικό χορό της Ελλάδας μαζί με τους Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μπάση, καθώς επίσης και ο δίσκος "Στη Διαπασών", ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπλουζ μπαλάντα. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το τραγούδι "Η εκδρομή" του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου, είναι η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο (Σεπτέμβριος 2009), αποτελούμενη από 2 CD με τον τίτλο "Τα τραγούδια της ζωής μου".

H Δισκογραφία του Μητροπάνου
- 71 δίσκοι 45 στροφών
1970 Λαϊκή παρέλαση
1971 Δημήτρης Μητροπάνος Νο1
1972 Άγιος Φεβρουάριος
1973 Ο δρόμος για τα Κύθηρα
1974 Νεκρικοί Διάλογοι, Κυρά ζωή
1975 Σκόρπια φύλλα, Τσιμεντένια πρόσωπα
1976 Λαϊκά '76
1977 Τα παιδιά της πιάτσας, Ερωτικά λαϊκά
1978 Παράπονο
1979 14 Ζεϊμπέκικα
1980 Πορτραίτο, Λαϊκά του σήμερα
1981 Τα συναξάρια
1982 Τα λαϊκά της νύχτας
1982 Τα 14 χασάπικα
1983 Λαϊκές στιγμές
1984 Τα πικροσάββατα, Τα λαϊκά της νύχτας Νο 2, Όταν μιλούν τα τέλια, Ακόμα μια μέρα
1985 Τα νυχτέρια μας, Για τα παιδιά, 15 χρόνια Δημήτρης Μητροπάνος
1986 Τα ζημιάρικα, Αγάπη μου αγέννητη, Τ' ανάρπαχτα
1987 Ένας καινούριος άνθρωπος, 16 από τα ωραιότερα τραγούδια μου, Το δικό μας τραγούδι
1988 Καινούρια χρώματα
1989 Μια νύχτα στον παράδεισο, Εμείς οι δυο, Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του, Πριν τελειώσει η νύχτα
1990 20 μεγάλες επιτυχίες, Εσύ λέγε με έρωτα
1991 Στα ξενυχτάδικα της αγκαλιάς σου, Μια νύχτα στο Λυκαβηττό, Πάρε αποφάσεις
1992 Οι μεγάλες επιτυχίες
1993 Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό
1994 Η εθνική μας μοναξιά, 24 Ζεϊμπέκικα, Παρέα μ' έναν ήλιο
1995 Τα 45άρια του Δημήτρη Μητροπάνου
1996 30 χρόνια Δ. Μητροπάνος, τα λαϊκά μιας ζωής, ΖΟΟΜ '96, 16 χασάπικα, Τα ερωτικά, Τα πρώτα μου τραγούδια/1967-1975, Στου αιώνα την παράγκα
1997 Ψάξε στ' όνειρό μας
1998 Τα μεγάλα λαϊκά, Του έρωτα & της φυγής
1999 Εντελβάις
2001 Στης ψυχής το παρακάτω
2003 Θα είμαι εδώ
2004 Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο
2005 Πες μου τ' αληθινά σου
2007 Για την καρδιά ενός αγγέλου
2008 Στη Διαπασών
2009 Τα τραγούδια της ζωής μου

10.4.12

Τι είναι ΠΟΙΗΣΗ....


Τι Είναι Ποίηση....
Τι νομίζεις, λοιπόν κατά βάθος η ποίηση
είναι μια ανθρώπινη καρδιά
φορτωμένη όλο τον κόσμο.
(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Εκείνο που πρέπει να γίνεται
και να ξαναγίνεται
αδιάκοπα, ατέρμονα,
χωρίς την παραμικρή διάλειψη,
είναι η αντιδουλικότητα,
η αδιαλλαξία, η ανεξαρτησία.
Η ποίηση είναι...
το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας.
(Οδυσσέας Ελύτης)
...κι η ποίηση: ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα,
για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι.
(Τάσος Λειβαδίτης)
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες
-πόρτες κλειστές σ'ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές
σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
(Γιάννης Ρίτσος)
κι ο ΠΟΙΗΤΗΣ....
Ο ποιητής μένει πάντοτε χρεώστης
απέναντι στον κόσμο.
Πληρώνει πάντα τόκους και πρόστιμα
για τον πόνο των ανθρώπων.
(Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι)
....ένας ποιητής είναι ένας εργάτης στο πόστο του,
ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά...
στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.
(Γιάννης Ρίτσος)
"Δεν άργησα να αντιληφθώ
ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ,
ότι δηλαδή δεν δημιουργούν με τη σοφία,
αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα,
με κάποια έμπνευση ανάλογη μ' εκείνη
των μάντεων και των χρησμωδών.
Γιατί πράγματι αυτοί λένε πολλά και καλά,
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα γι' αυτά που λένε."
(Απολογία Σωκράτους)

9.4.12

Νικος Καββαδιας...


"Εσυ πια βιβλικη σκορπας περνοντας μεθη;"

...

"Μα ειναι κατι πιο βαθυ που με λερωνει..."

(Νικος Καββαδιας)

Διαολε φυγε απο μπροστα μου...


"Διαολε σε βλεπω να χορευεις του κτηνους τον χορο,
Διαολε φυγε απο μπροστα μου,
μου κρυβεις τον θεο!"

(Γιαννης Αγγελακας)

7.4.12

Για να σ' εκδικηθώ! Ένας πληγωμένος άντρας βγάζει νύχια και επιτίθεται...



Για να σ' εκδικηθώ, πετάω ενθύμια και δώρα! Κι εσύ όπως κι εγώ... Θρύψαλα και συντρίμια τώρα, τις ζωγραφιές σου σκίζω! Τα πόστερ που αγαπούσες! Και βάφω τις κουρτίνες, στο χρώμα που μισούσες... αν και πάντα αναρρωτιόμουν με ποιο τρόπο μπορεί ο Λάκης Παπαδόπουλος με τον Δημήτρη Μητροπάνο να βάψουν μια κουρτίνα, το ομολογώ: Πρόκειται για τον ύμνο της εκδίκησης των απανταχού ερωτο-τσακισμένων. Κι όσο το ακούω, τόσο φουντώνω! Κι όσο φουντώνω, τόσο θέλω να βρω την τέλεια εκδίκηση που μ' άφησες μόνο κι έρημο. 


ΕΚΔΙΚΗΣΗ! Όταν τα λόγια μοιάζουν να μην έχουν καμιά δύναμη, όταν όλες οι προσπάθειες να καταπιείς την πίκρα, την περηφάνεια και τον εγωισμό από το ποδοπάτημα αποβούν άκαρπες, μένει μόνο η ηδονή της εκδίκησης. Και τι θα κατάλαβεις, θα μου πεις; 
Η ευχαρίστηση που δίνει η εκδίκηση δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Τι κι αν κρατά μόλις μερικά δευτερόλεπτα; Σάμπως η κορύφωση στο σεξ κρατά περισσότερο; Και να σου πω και την αλήθεια; Όταν θέλεις να εκδικηθείς επειδή δεν σου έμεινε τίποτα άλλο να κάνεις, τότε δεν σε ενδιαφέρουν οι συνέπειες. Θέλεις απλά να νιώσεις την έξαψη ότι κάνεις κάτι, να ανέβει λίγο η αδρεναλίνη. Να σιγουρευτώ ότι ζω, γιατί για μήνες με τη συμπεριφορά σου αμφιβάλλω. 

ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΩ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Αρχικά θα πρέπει να σχεδιαστεί με κρύο αίμα, κάνοντας τεράστια προσπάθεια να απεμπλακώ συναισθηματικά από το γεγονός. Γι' αυτό λένε πως είναι ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο:
1. Γιατί εν θερμώ, την ώρα που με έκανες δυο κομμάτια αδιαφορώντας για το τι θα συμβεί, δεν το λες και εκδίκηση. Το λες αυτοάμυνα, το λες βρασμό ψυχής, το λες φυσική αντίδραση. Αν τη φας τη σφαλιάρα - δεν μιλάω σώνει και ντε κυριολεκτικά, παρ' ότι θα σου άξιζε - θα είναι ανακλαστικό. Δράση-αντίδραση που λένε...

2. Γιατί για να έχει νόημα πρέπει να σου έρθει από εκεί που δεν το περιμένεις. Όταν θα έχεις πια χαλαρώσει και θα συνεχίζεις απρόσκοπτα να δημιουργείς θύματα γύρω σου. Το χτύπημα είναι πάντα πιο δυνατό όταν δεν είσαι έτοιμη για αυτό. Τρομάζεις; Εγώ να δεις, που κάνω και τα λόγια αυτά εικόνα στο μυαλό μου. 

Τι είναι εκείνο όμως που θα σε πονέσει περισσότερο; 
Μια εκδίκηση είναι πετυχημένη μόνο όταν βρει το στόχο της. Που σε πονεί και που σε σφάζει, που έλεγε και η μάνα μου. 

Η ΛΑΘΟΣ ΠΟΖΑ ΣΤΗ ΛΑΘΟΣ ΣΤΙΓΜΗ: Μια πολύ καλή κι ανέξοδη ιδέα είναι το αγαπημένο facebook. Όλοι μας έχουμε μια φωτογραφία που να μην μας κολακεύει! Προς θεού, δεν εννοώ να βγάλω σόκιν φωτογραφίες σου. Αλλά μια γκριμάτσα, μια λάθος χειρονομία επάνω στο κέφι. Και κάποτε, την έκαιγες στην πυρά, τώρα με τις ψηφιακές; Πώς θα φτάσεις στην πηγή που θα την καταστρέψει, δηλαδή το pc μου; Ε;

ΟΡΜΑ JACK: Αν πάλι συναγωνίζεσαι την Carrie Bradshaw στη συλλογή παπουτσιών, το να πέσει κατά λάθος το μονάκριβο Prada σου στα δόντια του πιστού μου φίλου Jack (Ναι, το σκύλο μου εννοώ), είναι εκδίκηση. Είναι βέβαια μια εκδίκηση που μπορεί να με κάνει να πληρώσω ακριβά. Αλλά χαλάλι τα εκατοντάδες ευρώ, αρκεί να δω τη φρίκη στα μάτια σου στο θέαμα του Prada-κόκκαλου!

ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΚΙΝΑΚΙ ΜΟΥ: Αυτή η εκδίκηση προϋποθέτει πως σε νοιάζει ακόμη λίγο για μένα. Θα παρουσιαστώ λοιπόν με νέο αμόρε, ψηλό, ξανθό και όσο το δυνατό πιο κοντά στον ορισμό της Bimbo γίνεται. Είμαι σίγουρος ότι θα σε στείλει για τακούνια, μια νέα γυναίκα δίπλα μου που θα σε "τσακίζει" στην εμφάνιση. Και το οριστικό χτύπημα θα είναι όταν θα λες σε όλους "Μα είναι στόκος ρε παιδια" και θα βλέπεις στα μάτια των γυναικών τον οίκτο προς μια άλλη γυναίκα που ζηλεύει και στα μάτια των ανδρών το ρηττό "Μια εικόνα χίλες λέξεις!" Για να είναι επιτυχημένη μια τέτοια εκδίκηση πρέπει να είμαι σίγουρος, πως δεν περιμένω να σε ξανακερδίσω με αυτό τον τρόπο. Γιατί τότε, μάλλον μπούμερανγκ θα μου γυρίσει. 

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: Όλα όμως τα παραπάνω είναι απλά υλικά αγαθά, που δεν λένε και πολλά. Η πιο δυνατή εκδίκηση πρέπει να έχει στόχο την ψυχή και όχι το περιτύλιγμα. Πώς θα αντιδρούσες αν έχανε η καλύτερη σου φίλη την εμπιστοσύνη της σε σένα; Πώς; Πολύ απλά, με το να μάθει κάποιο πικρόχολο σχόλιο που μπορεί να σου ξέφυγε σε κάποιο τρυφερό μας τετ-α-τετ. Ή μήπως αν μάθει η παρέα πόσο εύκολα μου πέταξες στα μούτρα ένα αντίο, όταν ένιωσες πως θα χάσεις τη βολή σου και θα πρέπει να δώσεις κι εσύ στη σχέση μας; 

Η εκδίκηση δεν είναι διδακτική
Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ένα είναι σίγουρο. Πως σε αγαπάω ρε βλάκα! Γι' αυτό και κάνω ό,τι κάνω. Και πως η συμπεριφορά σου είναι που βγάζει το πράσινο τέρας από μέσα μου. Έχεις δει εσύ λιοντάρι να αγριεύει στη ζούγκλα; Κάθεται ατάραχο στη σκιά του. Αν όμως το κλείσεις στο κλουβί και το μαστιγώνεις φταίει εκείνο που βρυχάται ή δαγκώνει;  Καλά να πάθεις! 

Και το χειρότερο; Όταν σε δω στενοχωρημένη, αν κατάφερε η βελόνα της εκδίκησης να διαπεράσει το παχύ δέρμα σου, πάλι εγώ θα είμαι διπλά δυστυχισμένος. Γιατί; Μα, γιατί θα σε βλέπω λυπημένη! Θα σε δω να πονάς, όπως με πόνεσες...
Του Λευτέρη Σαββίδη

5.4.12

ΜΑΛΑΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗ-"ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ"...




Στα τέλη του 19ου έως και τα μέσα του 20ού αιώνα, ορισμένοι ποιητές χαρακτηρίστηκαν ως «καταραμένοι ποιητές», τόσο για τη θεματική του έργου τους αλλά ιδιαίτερα για τον τρόπο που προσέγγισαν και παρουσίασαν τα θέματά τους, -κάνοντας αντικείμενο και βίωμα της ζωής τους, μέσα από τα ακραία πάθη τους, την προσωπική τους «κόλαση».

Πέντε από αυτούς...
Σαρλ Μπωντλαίρ, Αρτούρ Ρεμπώ, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Σύλβια Πλαθ,
... πέντε σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης «ζωντανεύουν» επί σκηνής μέσα από το έργο, τη ζωή τους, αλλά και τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής τους.

Θάνος Ανεστόπουλος-"Καταραμένοι Ποιητές'...


Καταραμένοι-"Ο Άλλος Σου Εαυτός"...


Προχθές το βράδυ πίστεψα σε αυτό που μισώ
πως θα ξεφύγεις απ' αυτή την κόλαση
Μα τότε πίστευα ο δρόμος ήταν σωστός
δώσε μου λίγο από την ενόραση
Μα στο παιχνίδι σου αυτό,
σκότωσε το δράκο που σκορπάει τον πανικό
και όταν θα πέσεις στο κενό
Ο άλλος σου ευατός,
ο άλλος σου ευατός,
θα είναι νεκρός
Προχθές το βράδυ πίστεψα πως δε θα σε δω
το μονοπάτι σου φλεγόμενο
Στα χέρια σου κρατάς λευκό
για να σκεπάσεις αυτό τον όλεθρο
Μα στο παιχνίδι σου αυτό,
σκότωσε το δράκο που σκορπάει τον πανικό
και όταν θα πέσεις στο κενό
Ο άλλος σου ευατός
ο άλλος σου ευατός
θα είναι νεκρός

4.4.12

Ο ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ...


Κοιμώμενος ερμαφρόδιτος Borghese
100-150 μ.Χ.
μήκος 169 εκ, πλάτος 89 εκ.

Το άγαλμα απεικονίζει μια γυμνή, ερμαφρόδιτη μορφή ενώ κοιμάται. Η μορφή έχει και αρσενικά και θηλυκά ανατομικά χαρακτηριστικά (γυναικείο στήθος, ανδρικά γεννητικά όργανα). Ο ερμαφρόδιτος είναι ξαπλωμένος πάνω σε στρώμα καλυμμένο με ύφασμα, η άκρη του οποίου τυλίγεται στο αριστερό του πόδι (το στρώμα, έργο του γλύπτη Μπερνίνι, προστέθηκε τον 17ο αιώνα). Το άγαλμα του κοιμώμενου ερμαφρόδιτου αποτελεί εκδήλωση της «θεατρικότητας» της ελληνικής τέχνης, καθώς στοχεύει στον αιφνιδιασμό του θεατή. Η πίσω όψη του δίνει την εντύπωση μιας αισθησιακής γυναίκας που κοιμάται ήσυχα, με το πρόσωπο γαλήνιο. Η εμπρόσθια όψη όμως αποκαλύπτει αιφνίδια και με ωμότητα την αμφίσημη σεξουαλική ταυτότητά του.
Ο Πλίνιος αναφέρει ένα άγαλμα του Ερμαφρόδιτου από τον γλύπτη Πολυκλή, που θα πρέπει να ανάγεται στον 3ο-2ο αιώνα π. Χ., ως Hermaphroditus Nobilis (ευγενής Ερμαφρόδιτος). Ο κοιμώμενος Ερμαφρόδιτος σώζεται σε τέσσερα αντίγραφα (στο Παρίσι, στη Ρώμη, και στη Φλωρεντία, που αναπαράγουν ένα πρωτότυπο άγαλμα πιθανότατα του 175-125 π.Χ.

Η ελληνική τέχνη στα μουσεία του κόσμου. Λούβρο (Καθημερινή, 2010)

Ομως αυτη δεν ειναι η ζωη του ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ;



Η πετρα της ψυχης μου αρχισε και παλι να κυλα...
Στο διαβα της παρασερνει καθε τι που μεχρι σημερα την εκανε να πονεσει!
...
Γεματη απο τσακισματα,
του ονειρων της σημαδια,
μοιαζουν με πληγες που εθρεψαν κι αφησαν πισω της αβασταχτες σιωπες!
...
Κραυγες που θεριεψαν κι π'αφησαν σημαδια ανεξιτηλα...
Κι εγω,
θαμενος μες στης ληθης την οργη,
ν'αναμοχλευω σαπιες στιγμες,
σαπιες ωρες!
...
Ομως αυτη δεν ειναι η ζωη του
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ;
...Να ζει απ'τα ψιχουλα της μνημης κι της λησμονιας...

2.4.12

Ακούς εκεί we blame you! Ηλίθιε!



“…Τώρα, το πώς γίνεται αυτή η πλούσια και αδιάφθορη χώρα σου, ενώ ρούφηξε το αίμα αποικιών τόσα χρόνια, να χρωστά κι αυτή…”
του Αλκίνοου Ιωαννίδη
We blame you, you know, μου είπε ένας Άγγλος στο Λονδίνο. Εννοούσε πως οι Έλληνες κάνουμε ζημιά στις οικονομίες των άλλων χωρών της Ευρώπης. Με την κυκλοφορία της συλλογής “Local Stranger” στο εξωτερικό, θα πέφτω συχνά πάνω σε τέτοιου είδους ατάκες ξένων δημοσιογράφων.
Τι να απαντήσω; Τι να του πω; Πως οι αποικιοκράτες παππούδες του συμπεριφέρονταν στους Kύπριους δικούς μου σαν να ήταν ζώα, επειδή ήταν βοσκοί και δεν είχαν μπάτλερ; Πως η βασίλισσά του, αυτή η γιαγιά με τα καταπληκτικά καπέλα, όταν ήταν νέα υπέγραφε με το χέρι της θανατικές καταδίκες παιδιών 19 και 20 χρονών που πάλευαν να ελευθερώσουν τον τόπο τους; Να του πω για την εξωτερική πολιτική της χώρας του, που τεχνητά προκάλεσε το μίσος μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, άνοιξε με το ζόρι την όρεξη στην Τουρκία για την Κύπρο και με τη βοήθεια της αστείρευτης δικής μας λεβεντομαλακίας δημιούργησε το Κυπριακό πρόβλημα, με χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και πρόσφυγες;
Να του πω για τον εμφύλιο εδώ στην Ελλάδα και για τον ρόλο που έπαιξε η εξωτερική πολιτιτική της χώρας του; Για τη σύμπραξη με τους ηττημένους Γερμανοτσολιάδες και κάθε λογής δοσίλογους εναντίων όσων αγωνίστηκαν για την ελευθερία στο βουνό; Για το πώς εκμεταλλεύτηκαν την εγκεφαλική σκλήρηνση και τον επαρχιωτισμό της εδώ κομμουνιστικής ηγεσίας προκειμένου να ξεφορτωθούν μια και καλή το πιο δημιουργικό και αλτρουιστικό κομμάτι της χώρας; Πως από τότε επικράτησαν εδώ οι βολεψάκιδες, οι παρτάκιδες και οι ελληνάρες χωρίς Ελλάδα – αυτοί που όταν λένε «αγαπώ την πατρίδα μου» εννοούν στην καλύτερη περίπτωση «αγαπώ τον εαυτό μου» ή ακόμα «μισώ όλους τους άλλους» – φέρνοντας τη χώρα σήμερα στην καταστροφή;
Ας μη μιλήσω για τη Γερμανία, μη σας κουράζω με τα αυτονόητα…
“We blame you!” Έλα τώρα Robert, behave yourself να πούμε, μην κάνεις σαν παιδί! Κι εγώ σας κατηγορώ άμα είν’ έτσι.
Οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις σας ανέθρεψαν και στήριξαν τη διαφθορά μας, προκειμένου να μας πουλήσουν σε διπλή τιμή τα άχρηστα, μισοχαλασμένα όπλα, τα φάρμακα και τις τηλεπικοινωνίες τους. Έστησαν Ολυμπιάδες. Η δική μας κόστισε διπλάσια από του Σίδνευ, το είπε τότε υπουργός μας, υπερήφανος, σε ξένο κανάλι. Κι όταν ρωτήθηκε ο υπουργός στη συνέχεια: «Εννοείτε πως αυτά πληρώνονται με ξένα κεφάλαια;» απάντησε παρεξήγημένος (έχουμε και μια αξιοπρέπεια!), «Όχι! Αποκλειστικά με δικά μας χρήματα. Θα μάθουμε πόσα ακριβώς μετά το πέρας των αγώνων»! Τα πλήρωσε το κράτος, δηλαδή εμείς, δηλαδή τα εγγόνια μας. Κι εμείς φωνάζαμε «Ζήτω» και «Γεια». Και στήναμε ωραίες τελετές έναρξης και λήξης. Γραφείο τελετών!
“We blame you!” Και οι δύο παππούδες μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Δεν άκουσα ποτέ τους γονείς μου που μεγάλωσαν πάμφτωχοι και ορφανοί, ούτε τις πρόσφυγες, χήρες γιαγιάδες μου να κατηγορούν συνολικά τους Γερμανούς, τους Άγγλους, τους Τούρκους ή τους Βούλγαρους. Είχαν μια σιωπή, μια βαθιά γνώση πως ο άνθρωπος, από όπου και αν κατάγεται, κρύβει μέσα του τον άγγελο μα κρύβει και το θηρίο. Το ταϊζει κρυφά, το κρύβει πίσω από χαμόγελα και ανέξοδες καλοσύνες, το καταπιέζει όταν ενοχλεί την καθημερινότητα και το ελευθερώνει όποτε οι συνθήκες το επιτρέπουν. Εκτός κι αν η καλλιέργεια και η ηθική του υπερισχύσουν. Μα, να ανοίξω φιλοσοφική συζήτηση;
Όχι. Τότε; Ας πάω στα «επουσιώδη». Να πω για τις αηδίες που η δική σας show-business μάς πούλησε δεκαετίες τώρα; Για τόσες ανοησίες της ποπ, της ροκ και των «charts» που μας τάισαν με το ζόρι; Που για κάθε τραγούδι της προκοπής αναγκαστήκαμε να αγαπήσουμε κι ένα σακί σκουπιδοτράγουδα και να συνδέσουμε τις εφηβείες και τις ζωές μας μαζί τους; «Και τι με νοιάζει, θα μου πει, αν εσύ έχαφτες τις αηδίες που σου πουλούσαν οι δισκογραφικές και τα ραδιόφωνα; Ας μην τις άκουγες. Είναι ανάγκη να σας φταίνε πάντα οι άλλοι;»
Καλά, θα πω για τα δικά μας: Έχεις δίκιο Robert, ότι κι αν πεις λίγο είναι. Η πρώτη μας βουλή είχε μέσο όρο 200 βαφτιστήρια ανά βουλευτή. Ήμασταν χαλασμένοι εξ αρχής. Ο εμφύλιος μεταξύ των Ελλήνων κατά την επανάσταση στοίχησε περισσότερους νεκρούς απ’ ότι ο αγώνας ενάντια στους Οθωμανούς. Βαφτίσαμε τον Ιταλό Καποδίστρια Έλληνα και μετά τον σκοτώσαμε γιατί δεν είχε τα κουσούρια μας. Όσο αίμα κι αν χύσαμε, όσους Θούριους κι αν ψάλαμε, όσες ηρωικές Εξόδους κι αν επιχειρήσαμε, τελικά εσείς μάς κάνατε κράτος, για να κάνουμε τις δουλειές σας. Το ένα από τα τρία πρώτα κόμματα της νέας μας χώρας, αυτό που ουσιαστικά επικράτησε, λεγόταν «Αγγλικό». Αυτό τα λέει όλα. Ποια ιδεοληψία μάς έκανε να πιστέψουμε πως μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι; Χάσατε ευγενή παιδιά εδώ Robert, το ξέρω. Ποιητές, ουτοπιστές, οξφορδιανούς αρχαιογνώστες, έφηβους φιλέλληνες, Έλληνες εξ αναγνώσεως, Πλατωνιστές όταν κανείς δεν είχε ακούσει για Πλάτωνα στα λημέρια μας για αιώνες. Εμείς ήμασταν αναλφάβητοι Αρβανίτες, Βλάχοι, Τουρκόγυφτοι, Τουρκόφωνοι, Πομάκοι, Σλαβομακεδόνες, Τσάμιδες. Εσείς βυθίσατε στο Ναβαρίνο, εσείς μας δώσατε κράτος, εσείς μας κάνατε Έλληνες. Εμείς απλώς κερδίσαμε το κύπελο στο ποδόσφαιρο και βγήκαμε να δείρουμε Αλβανούς.
Μπα, όχι, αυτά τα λέμε μεταξύ μας, δεν είναι για ν’ ακούγονται παραέξω, μετατρέπονται αυτομάτως σε υπερβολές και σε ψέματα όταν βγαίνουν απ’ το σπίτι. Θα του πω άλλα:
Μη νομίζεις πως περνούσαμε ζωή και κότα τόσα χρόνια Robert! Δεν ήταν παράδεισος το να κοιμάσαι σε ράντζο στο διάδρομο, εγχειρισμένος. Ούτε το να είσαι άτομο με αναπηρία και να σού είναι αδύνατον να κινηθείς στις πόλεις μας. Ούτε το να πληρώνεις «περαίωση» στην εφορία, θεωρούμενος απατεώνας εξ ορισμού. Ούτε το να οδηγείς και να πεθαίνεις στους δρόμους μας. Ούτε το να γεννάς με καισαρική για να βγάλει κάνα φράγκο παραπάνω ο μαιευτήρας και να ταϊζει γάλα σκόνη το παιδί σου για να πάρει προμήθεια. Ούτε το να μη βρίσκεις το δίκιο σου στα δικαστήρια. Ούτε το να κυβερνιέσαι από όσους μας κυβέρνησαν. Ούτε το να ζεις στην ασχήμια όπου ο καθένας έχτιζε ότι να ‘ναι όπου να ‘ναι. Ούτε το να είσαι παιδί χωρίς παιδεία και χωρίς χρόνο, με πέντε ιδιαίτερα τη μέρα, με άγχος και κατάθλιψη. Ούτε γέρος χωρίς ουσιαστική περίθαλψη και σύνταξη, να περιμένεις να πεθάνεις μπροστά στην τηλεόραση. Ούτε και το να είσαι Αιγυπτιώτης, Κύπριος, Μικρασιάτης, Ηπειρώτης, Ίμβριος ή Πόντιος ήταν πάντα ευχάριστο. Γι’ αυτό μη λες πως γλεντούσαμε τη ζωή μας τόσα χρόνια με δανεικά. Τα δανεικά τα έδιναν οι διαφθορείς των κυβερνήσεων και των εταιρειών σου και τα έτρωγαν οι διεφθαρμένοι δικοί μας δικοί τους. Και θησαύριζαν οι δυνατοί μέσα απ’ τη μιζέρια και τον εξευτελισμό μας και σήμερα θέλουν κι άλλο.
Τώρα, το πώς γίνεται αυτή η πλούσια και αδιάφθορη χώρα σου, ενώ ρούφηξε το αίμα αποικιών τόσα χρόνια, να χρωστά κι αυτή, το γιατί σού κόβονται οι παροχές στην παιδεία, οι κοινωνικές ασφαλίσεις, οι μισθοί και η πρόνοια, το γιατί έχεις χρόνια τώρα άστεγους κάτω απ’ τις γέφυρες, πεινασμένους στο δρόμο και αναλφάβητους το 2012, αυτό είναι άλλο, τεράστιο, παγκόσμιο θέμα που καλό θα ήταν να ψάξουμε όλοι μαζί. Δεν πηγάζει από την κατάσταση στην Ελλάδα. Μη μας κατηγορείς λοιπόν για όσα δεν φταίμε.
Αν θέλεις να μας κατηγορήσεις, κατηγόρησέ μας για την έλλειψη οργανωμένης άμυνας απέναντι σε μια επίθεση πρωτοφανή αλλά αναμενόμενη. Κατηγόρησέ μας που βρεθήκαμε ανέτοιμοι, επαρχιώτες αδικτύωτοι, αυτιστικοί, ομφαλοσκόποι, χασομέρηδες, μια πόλη ανοχύρωτη μπροστά στην προαναγγελθήσα επέλαση του τέρατος. Και κατηγόρησε και λίγο τον εαυτό σου, που αντί να συμπονέσει τον δοκιμαζόμενο φτωχόκοσμο της Ελλάδας, γλύφει μισοκοιμισμένος την καραμέλα που του πουλούν οι αγορές, τα περιοδικά των εκδοτών και οι ρατσιστικές αναλύσεις των καναλιών, περιμένοντας τη σειρά του. Σου λένε κάθε μέρα για την ελληνική τεμπελιά, για την ελληνική διαφθορά, για την ελληνική ψευτιά. Την αλήθεια που δεν σου λένε θα σου την πούμε εμείς: Ετοιμάσου να χάσεις όσα νομίζεις πως έχεις. Γιατί θα τα χάσεις όλα!
Και μην πεις «αυτά δεν γίνονται!» Κι εμείς τέτοια λέγαμε. Και σήμερα βρεθήκαμε χωρίς γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Αύριο θα έρθει η σειρά σου. Όταν λοιπόν θα σου στερούν τη σύνταξή σου, τα χρήματα που κέρδισες με ιδρώτα και με απουσία από τα παιδιά σου και τους έδωσες να σου φυλάξουν, όταν δεν θα ‘χεις γιατρό να γιατρευτείς, σπίτι να κοιμηθείς, πρόνοια να προνοήσει, φαϊ να φας, τραγούδι να τραγουδήσεις, τότε να μας κατηγορήσεις διπλά. Γιατί εμείς ανοίξαμε την Κερκόπορτα.
Η ευθύνη μας δεν είναι μόνο πως δημιουργήσαμε χρέος, πως κλέψαμε τον τόπο μας, πως χτίσαμε αυθαίρετα, πως πληρωθήκαμε μαύρα, πως πήραμε και δώσαμε φακελάκια, πως ψηφίσαμε ζώα, πως λαδώσαμε, πως παντρευτήκαμε σε πισίνες με πυροτεχνήματα και λιμουζίνες ενώ χρωστούσαμε, πως κάψαμε πεντοχίλιαρα στα σκυλάδικα, πως θελήσαμε το βουλευτή και τον καλλιτέχνη να εκπροσωπούν τη φτηνότερη και πιο αντιαισθητική πλευρά μας. Εννοείται πως φταίμε για όλα αυτά και άλλα. Όμως η πραγματικά μεγάλη ενοχή μας απέναντί σου είναι πως κάναμε την αρχή για να ρουφήξουν σε λίγο και το δικό σου αίμα.
Η υποχρέωση μας σήμερα είναι να παλέψουμε για τα παιδιά σου. Και η δική σου υποχρέωση είναι να παλέψεις για τα δικά μας. Μόνο έτσι γίνεται.
Τα υπόλοιπα είναι ανοησίες.
Ακούς εκεί we blame you! Ηλίθιε!
Ἀλκίνοος Ἰωαννίδης

Τουτ'η μοναξια...


Τουτ'η μοναξια ειναι δικη μου μοναχα...
η δικη μου η καταρα!
...
Την πολεμω,
με πολεμα,
την νικω και με νικαει...
Μια μαχη ανιση με τον χωροχρονο που διανυω
αιωνες τωρα!

Η τελευταία νύχτα στο Μανιάκι...


ένα ιστορικό αφήγημα
Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ
Η φωτιά έκαιε μέσα στη νύχτα, φωτίζοντας με τις αναλαμπές της τα σιωπηλά πρόσωπα των παλικαριών που κάθονταν τριγύρω της. Πιο πέρα άναβαν και άλλες φωτιές με καθισμένες φιγούρες και σκιές που πηγαινοέρχονταν. Μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό και οι λιγοστές φλάσκες με το κρασί πήγαιναν από χέρι σε χέρι. Δεν άκουγες συνομιλίες, παρά μόνο το κριτσάνισμα της φωτιάς και μια φλογέρα που σύριζε έναν ρυθμό ποιμενικό, αρχαίο.
Αυτό το βράδυ, στις 19 προς 20 Μαΐου του 1825, έχω μεταφερθεί με τα φτερά της φαντασίας πίσω στο χρόνο, στα ταμπούρια στο Μανιάκι. Θέλω να γνωρίσω από κοντά τον ήρωα αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσσα. Τον αναζητώ με τα μάτια ανάμεσα στους υπόλοιπους ήρωες, έχοντας κατά νου όλα όσα έχω διαβάσει για αυτόν. Σκέφτομαι, πως σε τούτο το παράξενο ταξίδι της φαντασίας, θα έχω απέναντι του ένα πλεονέκτημα. Γνωρίζω το μέλλον, τι θα γίνει αύριο και πώς θα γραφτεί το τέλος. Οι άλλοι αγωνιστές δε θα μπορούν να αντιληφθούν την παρουσία μου. Μόνο ο Δικαίος θα μπορεί να με δει, φαντάζομαι, σαν την οπτασία κάποιου που έρχεται από το μέλλον. Σαν μέσα από την έκσταση ενός οράματος στο οποίο μπορεί να βυθιστεί ένας πολεμιστής, όπου λίγες στιγμές πριν συναντήσει το βέβαιο θάνατο, βλέπει πρόσωπα, εικόνες και σκηνές από το μέλλον. Μπορεί να με αντιληφθεί ως μια παραίσθηση αγωνίας. Μπορεί ακόμη να μην τον φαντάζομαι εγώ, αλλά να με φαντάζεται εκείνος.
Τον βρήκα να κάθεται μόνος στο ταμπούρι του. Είχε αναμμένη μια μικρή φωτιά και ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου. Κοίταζε κάτω στο σκοτεινό κάμπο το στρατόπεδο του Ιμπραήμ, με τις αμέτρητες, σαν φωτεινές πυγολαμπίδες, φωτιές του. Ήταν μόνος, όπως ο Ιησούς στον κήπο της Γεσθημανή, πριν το Πάθος. Τον πλησίασα με δισταγμό. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν όπως περίπου τον φανταζόμουν, όπως τον απεικονίζουν τα βιβλία. Στα 37 του χρόνια, είχε μαύρα πυκνά γένια και μακριά μαλλιά με λίγα γκρίζα στους κροτάφους. Ήταν ωραίος άνδρας. Το βλέμμα του υγρό και σκοτεινό, με δύο λάμψεις σα μαχαίρια μέσα στις κόρες των ματιών. Φορούσε το μαύρο ζωστικό του και από πάνω είχε ριγμένη για την ψύχρα της νυχτιάς την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά, την οποία είχε κερδίσει ως λάφυρο στα Δερβενάκια. Μου έκανε νόημα να καθίσω

εκεί δίπλα του. Υπάκουσα γεμάτος συγκίνηση. Ήθελα πολλά να τον ρωτήσω, αλλά δεν ήξερα από που να αρχίσω. Έτσι, προτίμησα να σιωπήσω.
Σκάλισε για λίγο τη φωτιά και έπειτα μίλησε πρώτος. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Αφού έρχεσαι από το μέλλον, όπως συμπεραίνω από τα ρούχα σου, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα ελευθερωθεί». «Ναι, Γρηγόρη! Θα ελευθερωθεί η Ελλάδα». του απάντησα. «Δόξα τω θεώ!»τον άκουσα να λέει. Συνέχισα διστακτικά, του είπα: «Ελευθερώθηκε χάρη σε εσένα, αλλά…». Με διέκοψε αμέσως. «Ξέρω!». «Ξέρεις;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Ναι, ξέρω και δεν ξέρω, θα εξαρτηθεί από τη Διοίκηση», μου απάντησε. «Αν κρατήσω λίγο ακόμη εδώ τον Μπραϊμη, θα προλάβουν να μου στείλουν τροφές, ντουφεκόπετρες και στρατό, μπορεί να έρθει και ο ίδιος ο Γέρος που ζήτησα να τον απελευθερώσουν από την Ύδρα. Όμως, εγώ δεν φεύγω από εδώ, θα μείνω να πολεμήσω μέχρι τέλους». Κατάλαβα, τότε, ότι διατηρούσε μια μικρή ελπίδα για νίκη, πως δεν θεωρούσε την αντίσταση ολοκληρωτικά χαμένη. Τουλάχιστον, όχι λίγο πριν το τέλος. Έτσι, αποφάσισα να μην του πω τίποτα για το αύριο. Ούτε να του κάνω λόγο για τις διάφορες απόψεις, που έγραψαν οι σύγχρονοι του αγωνιστές και οι ιστορικοί του μέλλοντος, για τη θυσία στο Μανιάκι. Γιατί, δηλαδή, έμεινε και πολέμησε στο Μανιάκι, όταν ακόμη και ο αδελφός του ο Νικήτας του έγραφε ότι ήταν λάθος η επιλογή αυτή. Όμως, ήταν σαν να έλαβα μια έμμεση απάντηση σε αυτό το ιστορικό αίνιγμα, που προβλημάτισε τόσους και τόσους.
«Αλλ΄ ο Παπαφλέσσας, όπου δεν ήθελε να επιστρέψει ηττημένος, και διατηρών την ελπίδα ότι θα έφθαναν εντός της ημέρας προς ενίσχυσιν του ο Πλαπούτας και οι άλλοι, είχε λάβει την απόφαση να μείνη εις το πεδίον της μάχης μέχρις εσχάτων!»(1). Ο Τ. Γριτσόπουλος στα «Ιστορικά Μελετήματα», αφού απέκλεισε μια σειρά από ασυμβίβαστους λόγους κατέληξε στο εξής:«Εκεί οδήγησε τους συμπολεμιστάς του ο Γρηγόριος Δίκαιος υπολογίζοντας και μάλλον πιστεύοντας ανεπιφύλακτα στην πρώτη νίκη κατά του εχθρού, με την βεβαιότητα πώς θ’ ακολουθούσαν και άλλες νίκες μέχρις εξοντώσεως του πανίσχυρου Ιμπραήμ. Αυτή η βεβαιότης, νομίζω, πώς ήταν και το ασυγχώρητο λάθος του» (2). Ενώ ο Α. Ε. Βακαλόπουλος δέχεται πως: «Ο Παπαφλέσσας επέμεινε να πολεμήση στη θέσι του ελπίζοντας στην άφιξι ενισχύσεων» (3). Φυσικά, αυτή η βεβαιότητα θα πρέπει να χάθηκε, λίγες ώρες πριν από την Λεωνίδεια θυσία, καθώς η βοήθεια δε έφτασε ποτέ.
Νέα σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. Αυτός κοίταζε την φωτιά και εγώ εκείνον. Άρχισα να θυμάμαι διάφορες λεπτομέρειες από την περιπετειώδη ζωή αυτού του φιλόδοξου άνδρα. Του Αλκιβιάδη της νεώτερης Ελλάδας, όπως τον χαρακτήρισαν κάποιοι (4). Δεν έκανε αυτός για μοναχός, το ράσο ήταν μόνο ένα διέξοδο για την ανήσυχη ψυχή του. Είχε μεγάλα σχέδια και όνειρα υψηλά. «Φεύγω και θα γυρίσω ή δεσπότης ή πασάς!», είχε πει φεύγοντας από την Πελοπόννησο κυνηγημένος από τους Τούρκους. Έπειτα, πήγε στην Ζάκυνθο και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Στην Πόλη γνωρίστηκε με τον Π. Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Δραστήριος, οξύνους, δυναμικός και αδίστακτος, γνωρίζοντας να επωφελείται από τις περιστάσεις, ο άσημος μοναχός από την Πολιανή, κατάφερε σε τρία μόλις χρόνια να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές της Εθνικής Επανάστασης. Συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές του Αγώνα, σχεδόν οδήγησε τα πράγματα εκεί, καθώς τα εξεβίασε με τον ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα του στη σύσκεψη της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821. Συγκρούστηκε τότε με τους Προεστούς, με τον Π.Π. Γερμανό και τους δύο Ανδρέηδες, τον Λόντο και τον Ζαΐμη. Ακόμη, αυτός ο πύρινος κληρικός, που σχεδόν ούτε μια φορά δεν κήρυξε από τον άμβωνα, κατάφερε να φέρει στα νερά του τον σκληροτράχηλο Πετρόμπεη και να συμμαχήσει με τον Κολοκοτρώνη.
Καθώς τον παρατηρούσα, σκέφτηκα τον εσωτερικό του πόλεμο, ανάμεσα στη γνήσια αγάπη για την πατρίδα και την προσωπική του φιλοδοξία. Για πολύ καιρό έλπιζε πως θα μπορούσε αυτά τα δύο να τα συνταιριάξει. Αγάπησε την Ελλάδα και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της, αλλά εκείνο το φιλόδοξο και σκοτεινό μέρος της ύπαρξης του, επιθυμούσε να είναι αυτός ο ηγέτης της. Και θα έκανε τα πάντα για αυτό. Άλλαξε στρατόπεδα εξουσίας, πρόδωσε και συνωμότησε για να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του στο δρόμο προς την αρχή. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, από τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέτη, που επίσης τους υπονόμευε.
Ο φλογερός χαρακτήρας υποδαύλιζε την αντιζηλία του για τις στρατιωτικές επιτυχίες του Κολοκοτρώνη, που του έπαιρνε τη δόξα. Φεύγοντας από την Τριπολιτσά είπε χαρακτηριστικά:«Πηγαίνω να πολεμήσω, πατριώτες και ή θα νικήσω τον Μπραϊμη ή θα σκοτωθώ. Και θα μάθετε σκατόβλαχοι πως ξέρει κι άλλος να πολεμάει τους Τούρκους, όχι ο Γέρος μοναχά! ». Μα δεν ήταν φτιαγμένος για στρατηγός, παρά τη γενναία ψυχή του. Συλλογίζομαι, ότι δεν ήρθα στο Μανιάκι για να φτιάξω μια αγιογραφία του Παπαφλέσσα, αλλά για να γνωρίσω τον αληθινό ήρωα. Εκείνον, που έδινε ταυτόχρονα δύο μάχες. Μια ενάντια στον Ιμπραήμ και την άλλη ενάντια στον εαυτό του. Όταν πλέον κατάλαβε ότι οι προσωπικές του φιλοδοξίες ναυάγησαν, δεν αποσύρθηκε στην ασφάλεια. Η ζυγαριά της ψυχής του, ενώπιον του κινδύνου να χαθούν όλα, έγειρε τελεσίδικα προς τη σωτηρία της πατρίδας. Με κάθε τίμημα. Στο τελευταίο του γράμμα στις 18 Μαΐου, ενδιαφέρει η στερνή φράση που γράφει προς τη Διοίκηση: «ας σκεπτώμεθα τώρα την εξόντωσιν του εχθρού, όστις επαπειλεί την Ελλάδα ολόκληρον».
Ο έκλυτος, φιλήδονος και σκανδαλώδης βίος του, για τον οποίο, η γνώμη όλων συμπίπτει, μου φέρνει στο νου αυτή την εικόνα: «Η κάθοδος του Παπαφλέσσα προς τη Μεσσηνία έχει κάτι το διονυσιακό. Πίπιζες, γυναίκες, νταούλια, ντελάληδες, πλήθη παράταιρα παρακολουθούν αυτόν τον παράξενο ιερωμένο, που είναι υπουργός και πολέμαρχος. Καβάλα, στις μικρές πλατείες των χωριών, προστάζει να κερνάνε κρασί τους δειλιασμένους χωριάτες, κεραυνώνει τους απρόθυμους με τη φλογερή ματιά του, ξεσηκώνει τους άλλους με την πύρινη γλώσσα του, ξαναβρίσκει όλες τις ικανότητες του απόστολου, που ξεκίνησε στην αρχή του αγώνα. Κι άμα εξαντλεί όλα τα μέσα, οι ντελάληδες του αποτελειώνουνε το έργο με διαλαλητά για παχιούς λουφέδες στους στρατιώτες» (5). Η περιγραφή αυτή, είναι παρόμοια με άλλων, όπως του κόμητος Penchio, που τον είχε συναντήσει καθ΄ οδόν από Άργος προς Τριπολιτσά και ίσως έχουν κάποιαν αξία τα πικρόχολα λόγια του, ότι: «ο υπουργός επροχωρούσε με ανατολίτικη πομπή σαν αληθινός πασάς, ενώ προπορεύονταν οι γυναίκες του και δύο τσιμπουκτσήδες και ακόμη ότι ήτο ωραίος άνδρας και με την επίσημη και μεγαλοπρεπή φυσιογνωμία του έκανε πάντοτε εντύπωσι στον λαό» (6).
Αυτός, όμως, ο Παπαφλέσσας, που τώρα κάθεται απέναντι μου, δεν έχει πλέον καμία σχέση με εκείνον του παρελθόντος. Ο Αλκιβιάδης έχει μεταμορφωθεί σε Λεωνίδα. Η εσωτερική φωτιά τον έχει εξαγνίσει και κάθε μάταια σκέψη του έχει καεί στις φλόγες της. Είναι έτοιμος σαν θύμα αγνό, να προσφερθεί στο ολοκαύτωμα της ελευθερίας. Τον βλέπω να φωτίζεται σα μάρτυρας, καθώς ήδη βρίσκεται ανάμεσα ουρανού και γης. Μακριά από τα αξιώματα και τους θνητούς ανθρώπους. Τόλμησα να διακόψω τη σιωπή και να τον ρωτήσω: «Γρηγόρη, ο Φωτάκος έγραψε ότι την τελευταία ημέρα μίλησες στους στρατιώτες για την αυριανή μάχη. Γνωρίζουν, λοιπόν;». Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Έπειτα μου απάντησε με σταθερή φωνή: «Όσοι ήταν να φύγουν, έφυγαν. Όσοι έμειναν, θα πολεμήσουν έως εσχάτων». Όταν πήγε στο Μανιάκι, είχε μαζί του 1.500 έως 2.000, τώρα του είχαν απομείνει μονάχα 300 έως 500 πολεμιστές. «Όσοι ήθελον να συμπολεμήσωσι μ’ απόφασιν ν’ αποθάνωσι και δεν έμειναν μετ’ αύτού εί μή ώς πεντακόσιοι κι΄ ούτοι ακαταπαύστως μαχόμενοι κατέθραυσαν τόν έχθρόν» (7). Θυμήθηκα ακόμη την υπερήφανη απάντηση που έδωσε στον Κεφάλα και σε όσους του πρότειναν να υποχωρήσουν στα ψηλώματα: «εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραϊμη, πόσος είναι από τα ψηλώματα, ήρθα να πολεμήσω… Καθήστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες!». Και η θλιβερή επωδός του φιλότιμου Πιέρου Βοϊδή, που είπε μπροστά στον ανυποχώρητο αρχηγό του: «Ας μείνουμε εδώ. Όποιος μείνει ας ακούσει των γυναικών τα μοιρολόγια». Η μνήμη μου ανατρέχει στην τελευταία επιστολή που έγραψε στον αδερφό του. «…Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα τη να την διαβάζεις καμμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαίς».
Και εγώ δάκρυσα, και δε μπόρεσα να του το κρύψω. Με είδε και με μάλωσε τρυφερά, μου είπε:«Μην λυπάσαι! Καμμιά θυσία δεν πάει χαμένη. Η Ελλάδα ελευθερώθηκε, αυτό έχει σημασία!». Η νύχτα προχωρούσε και σύντομα θα έπρεπε να φύγω. Σηκώθηκα για να τον χαιρετήσω. Του είπα: «Γρηγόρη, πρέπει να φύγω τώρα. Πες μου, τι θέλεις να πω στους Έλληνες του 2012;». Με κοίταξε στα μάτια με το διεισδυτικό του βλέμμα. Μου απάντησε: «Να τους πεις, ότι εμείς εδώ, κάναμε ότι μπορούσαμε. Τώρα, ήρθε η ώρα να κάνετε και εσείς ό,τι μπορείτε. Αυτό μόνο». Τον ασπάστηκα με συγκίνηση και πριν φύγω, είδα να έρχεται προς το μέρος μας μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Παραμέρισα και στάθηκα να δω ποιοι ήταν. Έτσι και αλλιώς αθέατος ήμουν.
Ήταν ήδη περασμένη η νύχτα, όταν ο παπαγιώργης ήρθε μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα και ιατρό, Σάμιουελ Χάου, 24 χρόνων, ο οποίος είχε γλιστρήσει κρυφά στο στρατόπεδο. Ήθελε να δει ποιος ήταν ο αρχηγός, που είχε το κουράγιο να σταθεί, να πολεμήσει τον Ιμπραήμ. Με έκπληξη αναγνώρισε τον υπουργό Εσωτερικών, που τον είχε φιλοξενήσει κάποτε στο Ναύπλιο. Τον φίλεψαν κρασί και φαγητό και δυο-τρεις από τους οπλαρχηγούς, είχαν έρθει να πιούν και αυτοί με τον ξένο. «Αύριο τέτοια ώρα, θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα…», είπε ο Παπαφλέσσας. Μα καθώς οι αρχηγοί τον κοιτάζανε στα μάτια, τους λυπήθηκε η καρδιά του και πρόσθεσε για χατίρι τους: «Ή θάμαστε νικηταί!…» (8). Πλάι του, καθόταν και ένας Γάλλος φιλέλληνας, που του είχε δώσει ο στρατηγός Ρος. Όσο και αν έψαξα, δε μπόρεσα ποτέ να μάθω το όνομα του. Ήταν ένα ξανθό παλικάρι, σφιχτοδεμένο, με ζωηρά, έξυπνα μάτια. Ήταν εύθυμος και γελαστός, σα να τον είχαν σε πανηγύρι. Βρέθηκε και αυτός νεκρός δίπλα στον Παπαφλέσσα, ανάμεσα σε σωρούς σκοτωμένων αιγυπτίων.
Η αυγή άρχιζε να γαλαζώνει την ανατολή, όταν κίνησα πια να φύγω από το Μανιάκι. Έριξα πίσω μου μια τελευταία ματιά. Από όλους, μόνο ο Χάου θα έφευγε το ξημέρωμα, όλοι οι άλλοι θα έμεναν για πάντα εκεί.
«Τοιουτοτρόπως ό φιλόπατρις και φιλοκίνδυνος και επιχειρηματίας αρχιμανδρίτης, άφού κατόρθωσε τήν Έπανάστασιν είς τήν Πελοπόννησον έξεπλήρωσε τόν όρκον του και άπέθανεν ώς άλλος Λεωνίδας δια τήν πίστιν καί τήν πατρίδα θάνατον ένδοξότατον και μετέβη είς τήν άτελείωτον ζωήν μετά των άλλων μαρτύρων…» (9).
Βιβλιογραφία:
(1) Δ. Κοκκίνου «Η Ελληνική Επανάσταση» (σ. 23, τ. 9ος)
(2) Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου δ.Φ: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» -ΤΟΜΟΣ 1ος – ΑΘΗΝΑΙ 2007 (σ. 50)
(3) Ά. Ε. Βακαλοπούλου , Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 112-116.
(4) Σπ. Τρικούπη , Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, έκδ. Εκατονταετηρίδος, τ. Γ’, Αθήναι 1926, σ. 146.
(5) Σ. Μελά: «Ματωμένα Ράσα» (σ. 117)
(6) Ά. Ε. Βακαλοπούλου , Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 112-116.
(7) Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, σσ. 302-309.
(8) Σ. Μελά: οπ. (σ. 122)
(9) Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, σσ. 302-309.