16.12.17

Μα είμαι κάπου μέσα σας...



-Ασθμαίνω. χαμογελώ. είπαμε. είμαι γελοίος. Χαμογελώ. και ας αδιαφορήσετε. χαμογελώ. και ας μη με ξέρετε, δεν έχετε καν ακούσει για μένα από τρίτους. χαμογελώ. δεν έχετε ακούσει το λυγμό μου που βγαίνει μέσα από το βραχνό λαιμό μου πηχτός, τραβώντας μέσα του πικρό, δηλητηριώδες σάλιο, αίμα και γρέζι. γρέζι από τον τόρνο που κατεργάστηκε την κρύα σιδερένια καρδιά μου. χαμογελώ. έχει ξεχαστεί η ύπαρξη μου, μήπως δεν υπήρξα ποτέ. χαμογελώ.
Μα είμαι κάπου μέσα σας...



21.11.17

Ο επιζήσας - Λάμπρος Φιλίππου



Στίχοι: Δώρης Αυγερινόπουλος Μουσική: Δώρης Αυγερινόπουλος Τραγούδι: Λάμπρος Φιλίππου Στίχοι: Στον κατακλυσμό του Νώε διάβαζα Ρεμπό και Πόε κι άκουγα ρεμπέτικα και τραγούδια νέγρικα. Στον κατακλυσμό του κόσμου κολυμπούσα μοναχός μου μα δεν έβλεπα στεριά… μόνο αστέρια σκοτεινά. Στο τελείωμα του χρόνου… Στις διαδρομές του πόνου… πάλευα να μη χαθώ, μέσα στο λαβύρινθο. Η επόμενη μέρα ήταν νύχτα κι όχι μέρα. Η επόμενη μέρα ήταν νύχτα πέρα ως πέρα. Στην καταστροφή του Ανθρώπου ιστορίες του Αισώπου, διηγόμουν στο κενό σ’ ένα ανύπαρκτο κοινό. Στη συντέλεια του Κόσμου περπατούσα μοναχός μου δίχως χάρτη και φακό, να ξορκίσω το κακό… Η επόμενη μέρα ήταν νύχτα κι όχι μέρα. Η επόμενη μέρα ήταν νύχτα πέρα ως πέρα.

22.8.17

Μια τελευταία βαθιά υπόκλιση στο δάσκαλο της κωμωδίας Τζέρι Λούις...




Την Κυριακή 20/8 απεβίωσε στο Λας Βέγκας ο κορυφαίος Αμερικανός κωμικός Τζέρι Λούις σε ηλικία 91 ετών.
Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δε θέλει να τον θυμούνται όταν πεθάνει, αλλά προτιμά να ακούει τα καλά λόγια όσο ζει. Όσοι όμως μεγάλωσαν με τις ταινίες του αποκλείεται να ξεχάσουν τις δεκάδες ξεκαρδιστικές στιγμές που πρόσφερε ο ηθοποιός.
Ο «βασιλιάς της κωμωδίας» ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα του πλάι στον Ντιν Μάρτιν, κι οι δυο τους για μια δεκαετία (1946-1956 ) θα ταράξουν τα νερά του Χόλιγουντ γυρίζοντας δεκαέξι ταινίες με χαρακτηριστικές τις «My Friend Irma Goes West» (1950 ), «The Stooge» (1952 ) και «Hollywood or Bust» (1956 ), απολαμβάνοντας εμπορική επιτυχία και αναγνώριση από τους κριτικούς της εποχής.

Αμέσως ξεχώρισε το είδος της κωμωδίας του, έντονα σωματικό με σλαπστικ στοιχεία και δίχως όρια, θυμίζοντας τις απαρχές της κωμωδίας και το παίξιμο θρύλων όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, δημιουργώντας όμως ένα δικό του στιλ. Το 1956 οι δρόμοι των Λούις και Μάρτιν θα χωριστούν όχι με το φιλικότερο τρόπο, για να ακολουθήσει ο καθένας τη δική του καριέρα.
  
Σε όλη τη δεκαετία του '50 συνέχισε να παραδίδει επιτυχίες, όπως τα «Rock-A-Bye Baby» και «Cinderfella», όμως η κορυφαία του ταινία με διαφορά θα ερχόταν το 1960 με το «The Bellboy». Ένα απόλυτα προσωπικό έργο, εμπνευσμένο από δικές του εμπειρίες, στο οποίο βρέθηκε πίσω από όλα σχεδόν τα πόστα. Βασισμένη σε γκαγκς και ως επί το πλείστον βουβή, η ταινία γυρίστηκε με πενιχρό προϋπολογισμό, αλλά έδωσε στο Λούις την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει στο έπακρο το σύστημα της βοηθητικής οθόνης, και έτσι να μπορεί να προσθέτει στοιχεία στο παίξιμό του βλέποντας επιτόπου την κάθε λήψη.

Η περίοδος της ακμής του που εγκαινιάστηκε με το «The Bellboy» κορυφώθηκε στο σήμερα κλασικό «The Nutty Professor», τη διασημότερη ίσως ταινία του, στην οποία υποδύεται μια δική του βερσιόν ενός δρ. Τζέκιλ και κυρίου Χάιντ που τον εδραίωσε στον κινηματογραφικό κόσμο.

Το 1971 θα ολοκληρώσει το «The Day the Clown Died» την ταινία που ήθελε διακαώς να γυρίσει, ένα ιστορικό δράμα που διαδραματίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, που όμως αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα και ενώ φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κογκρέσου από το 2015 έχει εμπάργκο δημόσιας προβολής για δέκα χρόνια.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν εμφανίστηκε σποραδικά σε ταινίες άλλων δημιουργών όπως το «Βασιλιά της Κωμωδίας» του Μάρτιν Σκορσέζε και το «Arizona Dream» του Εμίρ Κουστουρίτσα. Η τελευταία του κινηματογραφική συμμετοχή ήταν στο περσινό «Max Rose» του Ντάνιελ Νόα που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Κανών εκείνης της χρονιάς.

Ο Τζέρι Λούις ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά κωμικών, όπως ο Τζιμ Κάρεϊ κι ο Έντι Μέρφι, παρέμεινε ασυμβίβαστος ως το τέλος της ζωής του χωρίς να φοβάται τα ρίσκα και δοκιμάζοντας τα όρια τόσο της κωμωδίας όσο και των θεατών του. Καθυστέρησε να αναγνωριστεί ως ατόφιος δημιουργός στις Η.Π.Α., έχοντας επιλέξει να υπηρετήσει ένα λαϊκό είδος, κάτι που δε συνέβη όμως στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γαλλία όπου αγαπήθηκε καθολικά, με τον Ζαν Λικ Γκοντάρ να υποκλίνεται στο έργο του. Θα είναι για πάντα ένας θρύλος.











20.4.17

Its time to die! (House of 1000 Corpses)

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΝΙΩΘΩ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΠΡΟΣΒΑΛΑΝ
ΚΑΙ ΜΕ ΠΕΙΡΑΞΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥΣ...
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΞΕΡΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ,
ΕΚΡΙΝΑΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ...
...
ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ, ΤΙ ΠΕΡΝΑΩ ΚΑΙ ΤΙ ΖΟΡΙΑ ΤΡΑΒΑΩ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΟΣ,
ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ,
ΔΙΑΓΟΥΝ ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ...
...
ΑΣ ΠΡΟΣΕΧΑΝ...








6.4.17

Αν νομίζεις ότι κάτι δεν πάει καλά με ‘σένα… Ξεκόλλα...




Αν νομίζεις ότι κάτι δεν πάει καλά με ‘σένα… Ξεκόλλα.


Αν νομίζεις ότι κάτι δεν πάει καλά με ‘σένα γιατί πέρασαν από τη ζωή σου κάποιοι άνθρωποι πάνω στους οποίους επένδυσες συναισθηματικά και σ’απογοήτευσαν… Ξεκόλλα.

Δεν είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που την πατάει απ’τους λεγόμενους ενεργειακούς βρυκόλακες.

Σίγουρα τους έχεις ακουστά… είναι ξακουστή φάρα. Μυρίζει σαπίλα από χιλιόμετρα αλλά δυστυχώς είναι δύσκολο να τους μυριστείς εξαρχής.

Σε ξεγελάνε… Έχουν τον τρόπο τους βλέπεις. Και δεν είναι ότι το έκαναν επιτηδευμένα σε’σένα. Όχι. Εσύ τους άφησες να στο κάνουν. Το ένστικτο, λένε ,δεν πέφτει ποτέ έξω κι εγώ θα συμφωνήσω κι ας την έχω πατήσει προσωπικά ουκ ολίγες φορές.

Κατά τη διάρκεια της ζωής σου θα γνωρίσεις πολλούς ανθρώπους. Κάποιοι υπήρχαν από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, κάποιοι έρχονται και σου αλλάζουν τη ζωή, κάποιοι είναι απλά περαστικοί, κάποιοι θα σ’αγαπήσουν άνευ όρων γι’αυτό που πραγματικά είσαι και κάποιοι… θα σου πιούν το αίμα.

Το πρόβλημα είναι ότι εσύ κρατάς το καλαμάκι. Γι’αυτό μην το παίζεις θύμα και καημένος γιατί κανείς δεν θα σε λυπηθεί. Τα πάντα γύρω μας είναι επιλογές.

Ακόμη κι αυτή τη σκαρταδούρα εσύ την επέλεξες. Και μην μου πεις ότι δεν είχε πάει ποτέ το μυαλό σου κι έπεσες απ’τα σύννεφα όταν έγιναν πια ξεκάθαρες οι προθέσεις τους. Είσαι και ‘σύ συνεργός στο ”έγκλημα” κατά του εαυτού σου.

Μπαίνει στη ζωή σου ένας καινούριος άνθρωπος λοιπόν… είτε λόγω συγκυριών είτε λόγω τύχης είτε λόγω ατυχίας… Ξεκινάτε να περνάτε πολλές ώρες μαζί γιατί φαινομενικά κάνετε καλή παρέα και ”ταιριάζετε”. Ειδικά αν είστε κι οι δύο singles και άνεργοι… μιλάμε για πολλέέές ώρες μαζί!

Αυτή η ”φιλία” μοιάζει ιδανική και σαν από μηχανή θεός που ήρθε σ’αυτή τη φάση της ζωής σου που τίποτα ουσιαστικά δεν σου πάει καλά. Έχεις έναν άνθρωπο να πίνεις καφέ το πρωί να μοιράζεσαι τις σκέψεις σου, τους προβληματισμούς, τα εpωτικά σου ευτράπελα, να βλέπετε ταινίες μαζί, να γελάτε, να κλαίτε κτλ.κτλ…

Κατά διαστήματα όμως… παρατηρείς διάφορα μικροπράγματα που σου χτυπάνε άσχημα αλλά λές ”η ιδέα μου θα είναι… πρέπει να δέχεσαι τους φίλους σου με τα ελαττώματα τους” κι όλα τα συναφή.

Κι έρχεται η στιγμή που ξυπνάς μια μέρα και τα βλέπεις όλα καθαρά και ξάστερα. Τόσο καιρό, μιλούσες μόνος σου. Μιλούσες σ’έναν άνθρωπο που ποσώς τον ενδιέφεραν τα προβλήματα σου,ποτέ δεν νοιάστηκε πραγματικά για’σένα και στο απέδειξε ξανά και ξανά αλλά εσύ δεν έβλεπες. Δεν σήμαινες τίποτα γι’αυτόν.

Ήσουν απλώς ένα αποκούμπι για να γεμίζει τις ώρες που δεν άντεχε το πετσί του. Για να συμπληρώνει τα κενά. Τον στήριξες σε κάθε δική του δύσκολη στιγμή. Τον σκέφτηκες σε κάθε σου χαρά. Προσπάθησες να τον ξεκολλήσεις απ’τη ρουτίνα του κι ας ήταν βαριά σκιά ακούνητη.

Προσπάθησες να τον κάνεις καλύτερο άνθρωπο. Και τόσο καιρό εσύ έδινες κι αυτός έπαιρνε… κι όσο αυτός έπαιρνε τόσο εσύ άδειαζες… ώσπου στο τέλος δεν έμεινε τίποτα να δώσεις. Βούλιαξες και ‘σύ στο δικό του τίποτα.

Τώρα τα σκέφτεσαι και τρελαίνεσαι… απορείς πως όλον αυτόν τον καιρό ένα τόσο εγωκεντρικό πλάσμα, που δεν νοιάζεται για κανέναν πέρα από την πάρτη του, κατάφερε να σε ξεζουμίσει και ‘σύ να μην πάρεις γραμμή. Να σε κατακρίνει, να μην σου συμπαρασταθεί ούτε στιγμή, να θεωρεί κάθετι καλό που του’χεις προσφέρει, αυτονόητο και δεδομένο…

Μην απορείς. Μια λέξη μόνο θα σου πω. Manipulation. Ναι… κι όμως… αυτός ο άνθρωπος που μοιράστηκες το είναι σου και τον θεώρησες δικό σου άνθρωπο σε χειραγωγούσε κάτω από τη μύτη σου κι όταν κατάλαβε πως δεν μπορεί πια να το κάνει εξαφανίστηκε και πήγε να βρει καινούριο νέκταρ για να πιει και να χορτάσει τη δίψα του. Γιατί έτσι είναι όλοι αυτοί. Αχόρταγοι.

Μην κλαις και μην λυπάσαι… οι αληθινοί φίλοι είναι όντως μετρημένοι στα δάχτυλα. Και μπορεί να μην έχεις μια καθημερινότητα δίπλα τους αλλά είναι εκεί και θα είναι πάντα εκεί για ‘σένα. Κι αυτοί οι άνθρωποι είναι σπάνιοι κι ακριβοί.

Γι’αυτό μην ξαναχαραμίσεις τον πολύτιμο εαυτό σου για κανέναν φτηνιάρικο παρτάκια. Η πιο σάπια ράτσα ανθρώπου. Κι αν ποτέ τον συναντήσεις τυχαία και σου ‘πεί τη γνωστή ατάκα…”Που είσαι ρε φίλε… χαθήκαμε”… κοίταξε τον στα μάτια και πες του ”Κι αργήσαμε να το κάνουμε… γι’αυτό πάρε τη λυκοφιλία σου και σ’άλλη παραλία…”

Γράφει η Luna Sirano

31.3.17

Les Poètes Maudits Οι Καταραμένοι ποιητές ...



Τι σημαίνει «καταραμένος ποιητής»; Απολύτως τίποτε. Οι ποιητές είναι σπουδαίοι ή τίποτε. Το δέος απέναντι στο θαύμα της απόλυτης ταύτισης της ζωής και του έργου είναι που δημιούργησε αυτό το σύνθημα.

Σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις ο αληθινός ποιητής μετετράπη σε ένα προκλητικό, φαινομενικά ιερόσυλο παιχνίδι. Αυτή η, «ανεξήγητη» σε κάποιους, δυνατότητα έφερε την ποίηση πιο κοντά στο ανθρωπιστικό της κέντρο, και προέκτεινε απίστευτα τα πεδία της αισθητικής της. Παρ' όλα αυτά, μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής κοινωνίας δεν έχει ακόμη καταφέρει να αντιμετωπίσει δημιουργικά το έργο τόσο σημαντικών ποιητών.
Θα ήταν βαρετό και ανώφελο να αρχίσουμε να συζητάμε ξανά για «κολασμένους», «αυτοαναφορικούς» κ.τ.λ. Στα ιδρύματα εξακολουθούν να διδάσκουν πως ο «καταραμένος ποιητής» ευαγγελίζεται το σκοτάδι, είναι ένας ζοφερός μηνυματίας, κατοικεί σε μια αχλή περιορισμένης εξατομίκευσης. Πέφτουν έξω.
Είναι η ψευδαίσθηση της συνεκτικότητας του υποτιθέμενου αναδημιουργημένου κόσμου που δημιουργεί αυτές τις απόψεις. Ο φόβος και η αφέλεια μπροστά στο μνημείο της Ζώσας Τέχνης, που κάνει τους περισσότερους να τρέχουν σαν τρωκτικά στα υπόγεια της φιλολογικής τους ειδικότητας.
Η ποίηση είναι μόνο φάση του Ανέφικτου (Impossible). Ο ποιητής κατέχει όλα τα συστατικά για να το προσομοιώσει μέσα στη ζωή και πάνω στο χαρτί. Ο δημιουργός είναι διπλός πρωταγωνιστής. Παίζει στη ζωή, παίζει και στη γραφή. Τα «προβλήματα» που κοπιάζουν να καταδείξουν ορισμένοι δεν είναι παρά η αδυναμία απόδοσης συγκεκριμένου νοήματος λόγω της μόνον επί μίας διάστασης ερευνητικής τους προσπάθειας. Το «εις βάθος» απουσιάζει. Ή, ακόμη χειρότερα, είναι μονάχα λίγα εκατοστά τρόμου μπροστά στο Εργο. Εξάλλου, ακόμη και οι «ιδιότητες του καταραμένου» δεν αποτελούν σε κάθε περίπτωση μέρος του ποιητικού ιδεώδους; Δεν πρόκειται για κατάρα, για τραγωδία, μα ούτε και για τον Σίσυφο. Η δημιουργία είναι δίστομη, και στην περίπτωσή μας ασκούνται και χρησιμοποιούνται και οι δύο κόψεις. Τα περιθώρια λοιπόν ως προς τη δυναμική και την κατάκτηση του έργου, όχι απλώς δεν λησμονούνται, αντιθέτως, επιστρατεύονται άρδην. Ο ποιητής δεν βιώνει την «τιμωρία» ή την «κόλαση», είναι εσωτερικό όργανο μιας υψηλής διαμάχης, απολύτως οργανικής, για την κατάκτηση του Ολου. Η ποίηση αυτή παρέχει απλώς την πιο εκτενή, την πιο ριζοσπαστική πιστοποίηση.
Τα ποσοστά σκότους και φωτός στην αναζήτηση μιας πνευματικής πατρίδας παραμένουν άγνωστα ώς τη στιγμή που αποκαλύπτονται από το βίωμα της ίδιας της ποίησης. Είναι απολύτως συνταυτισμένα με τις δυνάμεις και τις ιδιότητες της γλώσσας. Ο «ατομικισμός», σ' αυτήν την περίπτωση, δεν είναι έλλειψη αντικειμενικότητας ούτε μαρασμός, είναι η καθαρή έκφραση της ποιητικής Ευθύνης. Αυτό που από τη σύγχρονη ποίηση περισσότερο λείπει: ελευθερία στην τέχνη και εγκατάλειψη των υπαρχουσών μορφών.
Ο ποιητής επιστρέφει σαν μπούμερανγκ όλες τις εξισώσεις στο σημειολογικό αντικείμενο της ποίησης, στον άνθρωπο, αποδυναμωμένες και άχρηστες μπροστά στη μοναδική συνθήκη που αποδομεί τα πάντα: τον Θάνατο. Κάθε δημιουργός είναι η Αρχή και το Τέλος. Ο ποιητής λοιπόν είναι η αυτοθυσία προς όφελος της Ποίησης, δηλαδή της Αλήθειας.
Γιάννης Λειβαδάς
Σύμφωνα με την Γαλλική μετάφραση , Καταραμένοι Ποιητές είναι οι ποιητές που διάγουν τη ζωή τους έξω από τα κοινωνικά πλαίσια ή και ενάντια σε αυτά. Η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η τρέλα, το έγκλημα, η βία, και γενικά κάθε κοινωνική πράξη που δενεντάσσεται στα συνηθισμένα κοινωνικά πρότυπα, όπως και ο πρόωρος θάνατος είναι τυπικά στοιχεία της βιογραφίας ενόςκαταραμένου ποιητή.
Από τους πρώτους Καταραμένους ήταν ο Βιγιόν Φρανσουά. Γεννήθηκε το 1431 στο Παρίσι και πέθανε το 1489. Το πραγματικό τουόνομα είναι Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ, το άλλαξε όμως προς τιμή του δασκάλου και προστάτη του Γκιγιόμ Βιγιόν. Έζησε ζωήπολυτάραχη και συχνά ήρθε σε σύγκρουση με το νόμο. Καταδικάστηκε πολλές φορές σε φυλάκιση και κινδύνευσε επανειλημμένα νασταλεί στην αγχόνη. Θεωρείται ο πρώτος μεγάλος λυρικός ποιητής της Γαλλίας στα νεότερα χρόνια. Στο έργο του διακρίνεται η θλίψη, οσαρκασμός, η συγκίνηση και το κωμικό στοιχείο. Χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δύναμη έμπνευσης. Έργα του: "Διαθήκη", "Μπαλάντα των κρεμασμένων ή Επιτάφιος του Βιγιόν", "Μεγάλη Διαθήκη" (1461), "Κληροδότημα ή Μικρή Διαθήκη" (1456) κ.ά.Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο "Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος". 
Η φράση όμως Καταραμένοι Ποιητές  κατοχυρώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ στο δραματουργικό του έργο του 1832 Stello όπου αποκαλεί συλλογικά τους ποιητές ως τη ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης
Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ , γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 9 Απριλίου 1821  και απεβίωσε στις 31 Αυγούστου 1867, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Μποντλαίρ υπέστη αρνητική κριτική για τα έργα  του και την θέμά  του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Η εφημερίδα Φιγκαρό της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μποντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
Ο Μποντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας Λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».
Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μποντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά με την Κακία, την βία με την ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει την σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία (Mœsta et errabunda) και την νοσταλγία (L' Invitation au voyage).
O Πολ Βερλαίν  γεννημένος στις 30 Μαρτίου του 1844 και απεβίωσε στις 8 Ιανουαρίου του 1896 στο Παρίσι, ήταν Γάλλος ποιητής που συνδέθηκε με τη σχολή του παρνασσισμού και αργότερα αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του συμβολισμού και της Παρακμής. Ο Βερλαίν χαρακτηρίζεται ως ένας καθαρά λυρικός ποιητής που σημάδεψε μία μετάβαση από το ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, και διακρίνεται για τo μουσικό αποτέλεσμα της γραφής του, μέσα από τη χρήση αρκετών μυστικών της γαλλικής προσωδίας, όπως τις παρηχήσεις, τις συνηχήσεις και τους ανισοσύλλαβους στίχους. Παρά το γεγονός πως το έργο του επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συμβολισμού, ο ίδιος αργότερα τον αποκήρυξε, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ενώ ο Βερλαίν υποστήριζε την αναγκαιότητα ορισμένων, όπως για παράδειγμα της ομοιοκαταληξίας του στίχου.
Και ερχόμαστε στον  Αρθούρος Ρεμπώ  του οποίου το πλήρες όνομα ήταν Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπό, γεννημένος στις 20 Οκτωβρίου 1854  απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς  εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία μόλις  των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει τα ταξίδια  του σε πολυάριθμες πόλεις της Ευρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως ζητιάνος, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.
Ο Ιζιντόρ Ντυκάς ,( 4 Απριλίου 1846 - 24 Νοεμβρίου 1870), ήταν  γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν. Πρόκειται για  Γάλλο ποιητή, δημιουργό των Ασμάτων του Μαλντορόρ που αποτελούν και το σημαντικότερο έργο του. Ο Ιζιντόρ Ντυκάς γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη) την περίοδο που ο πατέρας του εργαζόταν στο γαλλικό προξενείο. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τα Άνω Πυρηναία και φαίνεται πως διέθετε μία αξιόλογη περιουσία, αν και τα περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ντυκάς δεν είναι ως σήμερα εξακριβωμένα. Γνωρίζουμε πως ο Ντυκάς ταξίδεψε στο Παρίσι με σκοπό να δώσει εξετάσεις στην Πολυτεχνική Σχολή και στη Σχολή Μεταλλειολόγων, περίπου τον Αύγουστο του 1867. Το 1868 δημοσίευσε το πρώτο από Τα άσματα του Μαλντορόρ, έργο που ολοκληρώθηκε περίπου ένα χρόνο αργότερα και περιελάμβανε συνολικά έξι άσματα, γραμμένα σε πεζό λόγο αλλά κατά βάση ποιητικού χαρακτήρα. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν, ονομασία που πιθανόν να στηρίζεται στο γαλλικό μυθιστόρημα Λωτρεαμόν (Lautreamont) του Eugène Sue. Το 1870 δημοσίευσε τη συλλογή Poésies (Ποιήματα) και την ίδια χρονιά, στις 24 Νοεμβρίου πέθανε στην κατοικία του στο Παρίσι. Σχετικά με την αιτία του θανάτου του έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές και σύμφωνα με την επικρατέστερη ο θάνατός του προήλθε από κάποια μολυσματική αρρώστια.
Ο Μαλλαρμέ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1842 από μικροαστούς υπαλλήλους με καταγωγή από τη Βόρεια Γαλλία. Ορφάνεψε από τη μητέρα του σε ηλικία πέντε χρονών και πέρασε αρκετά χρόνια της σχολικής του εκπαίδευσης οικότροφος. Άσκησε το επάγγελμα του καθηγητή αγγλικών στη γαλλική επαρχία, ταξίδεψε στην Αγγλία, παντρεύτηκε μια γερμανίδα γκουβερνάντα, έκαμε παιδιά, οριστική εγκατάσταση στο Παρίσι το 1871 - η ζωή του, ως περιστατικά, πέρασε μέσα σε επαγγελματικές φροντίδες που εξουθενώνουν, σχετική στέρηση, κόπους και εξάντληση της υγιείας του σώματος, μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του στα 1898. Η αληθινή ζωή για τον Μαλλαρμέ, στην οποία και αφιέρωσε όλο του τον εαυτό του, βρίσκεται αλλού, στην περιπέτεια του πνεύματος και της τελείωσης της γραφής, στην ποίηση που τη θεωρεί τη μόνη άξια απασχόληση για τον άνθρωπο. Άρχισε να γράφει από μικρός, όπως εξομολογείται ο ίδιος στον Βερλαίν, και στην ποιητική του τέχνη τον σημάδεψαν ο Μπωντλαίρ, που του ενέπνευσε και κάποια ποιήματα, και ο Πόε, τον οποίο και μετέφρασε (Το Κοράκι, Ποιήματα). Στον κύκλο των φίλων του, με τους οποίους βρίσκεται σε γόνιμη καλλιτεχνική και πνευματική συνομιλία -από το 1884, στο σπίτι αυτού που πλέον θεωρείται ο μαιτρ του συμβολισμού, μαζεύονται φίλοι και μαθητές να συζητήσουν για την ποίηση και τη μουσική-, βρίσκουμε τους Βιλλιέ ντε Λιλ-Αντάμ, Μανέ, Ντεμπυσσύ, Ρεμπώ, Βερλαίν.                                                                                         

Εκτός από τους παραπάνω κύριους εκπροσώπους της "σχολής" των καταραμένων, θα μπορούσαν να προστεθούν και κάποιοι πιο περιθωριακοί ποιητές της εποχής, που η ποίηση τους, καταραμένη δη, βρίσκεται στο σκοτάδι.
Ο Εντουάρ Ζοασίμ Κορμπιέρ, γνωστός ως Τριστάν Κορμπιέρ (18 Ιουλίου, 1845 – 1 Μαρτίου, 1875) γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1845 στο οίκημα Coat-Congar στο Μορλαί (Φινιστέρ), από το γάμο του Εντουάρ Κορμπιέρ και της Ανζελίκ Ασπασί Πυγιό, οι οποίοι είχαν διαφορά 33 χρόνια: κατά τη γέννησή του, ο πατέρας του ήταν 52 ετών και η μητέρα του 19.
Εγκαταλείποντας το κανονικό του όνομα, Εντουάρ Ζοασίμ, για να επωμιστεί εκείνο το πιο υποδωλητικό του Τριστάνου (Tristan Corbière: triste en corps bière: θλίψη πτώματος σε φέρετρο), δημοσιεύει το 1873 τη μοναδική του ποιητική συλλογή Οι κίτρινες αγάπες, η οποία παραμένει στο περιθώριο. Ο Κορμπιέρ, ο οποίος δεν αναγνωρίστηκε καθόλου όσο ζούσε, θα γίνει γνωστός μετά το θάνατό του λόγω του Βερλαίν, ο οποίος του αφιερώνει ένα κεφάλαιο από το δοκίμιό του Οι καταραμένοι ποιητές (Les Poètes maudits, 1883). Αφού πέρασε τα παιδικά του χρόνια χωρίς προβλήματα στο οίκημα ντυ Λοναί, ο Κορμπιέρ στάλθηκε στα 14 του χρόνια με επίδομα στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Σεν Μπριέ. Την εποχή αυτή υποφέρει από ρευματική αρθρίτιδα, που θα τον κυριεύσει στιγματίζοντας την ύπαρξή του και θα τον κάνει να μιλήσει για τον εαυτό του. Καθώς η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει, ο Κορμπιέρ οφείλει εγκαταλείψει την επόμενη χρονιά το Σεν Μπριέ για να συναντήσει το θείο του, γιατρό στο επάγγελμα, εγκατεστημένο στην Νάντη. Εισέρχεται στο Λύκειο της Νάντης με την ιδιότητα του εξωτερικού μαθητή. Δυο χρόνια αργότερα, η κατάσταση της υγείας του τον υποχρεώνει να διακόψει τις σπουδές του. Αρχίζει λοιπόν περιθωριακή ζωή· ταξιδεύει στη Νότια Γαλλία, όπου διαβάζει τα έργα του Βίκτωρ Ουγκώ, του Μπωντλαίρ και του ντε Μυσέ. Εγκαθίσταται στο Ροσκόφ, σε σπίτι που ανήκει στους γονείς του. Οι κάτοικοι του χωριού του δίνουν το ψευδώνυμο «Ankou», το φάντασμα δηλαδή του θανάτου, κατ' αναλογία της ισχνότητας και του διαλυμένου βαδίσματός του. Του αρέσει να ανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα του, τον Négrier (τίτλος του πιο φημισμένου μυθιστορήματος του πατέρα του) και να αφήνεται σε ορισμένες εκφράσεις εκκεντρικότητας. Τη μια μέρα διασκεδάζει μεταμφιεζόμενος σε κατάδικο, γυναίκα ή ζητιάνο, την άλλη ξυρίζοντας τα φρύδια του ή ακόμη περισσότερο, καθώς βρίσκεται για επίσκεψη στη Ρώμη, να σέρνει με λουρί ένα γουρούνι μεταμφιεσμένο σε επίσκοπο κατά την πανήγυρη για τον πάπα. Έτσι ξοδεύει τις μέρες του, ώσπου συναντιέται με μία μικρή Παριζιάνα ηθοποιό την οποία ο Κορμπιέρ αρέσκεται να αποκαλεί Μαρσέλ, αντί για το πραγματικό της όνομα Αρμίντα Ζοζεφίνα Κουτσιάνι· αυτή γίνεται και η μούσα του.
Ο Κορμπιέρ πέθανε στο Μορλαί την 1 Μαρτίου του 1875. Δεν είχε ακόμη κλείσει τα 30 και δεν είχε γνωρίσει παρά μια ζωή γεμάτη απομόνωση, σύντομη και ταλαίπωρη, συνεχώς καθηλωμένος από αρρώστια, άτυχος στον έρωτα, προσκολλημένος σε ένα πάθος μοναδικό και αποκρουστικό· αναμφίβολα, μεταφορικά, η θάλασσα ήταν η πραγματική του σύζυγος. Ο χρόνος αποκατέστησε τον ποιητή στο φως, και το ταλέντο του έγινε γνωστό, ακόμη κι αργά.
Το προσωνύμιο Κίτρινες αγάπες, από τη μοναδική του συλλογή, δόθηκε στην παλιά δημόσια βιβλιοθήκη στο Μορλαί.
Ντεμπόρντ-Βαλμόρ, Μαρσελίν (Marceline Desbordes-Valmore, Ντουέ 1786 – Παρίσι 1859). Γαλλίδα ποιήτρια. Η ζωή της υπήρξε μια σειρά από δοκιμασίες: ο θάνατος της μητέρας της, την οποία είχε ακολουθήσει στη Γουαδελούπη σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, ένας ατυχής έρωτας (μάλλον για τον Ανρί ντε Λατούς), η αδυναμία καθιέρωσής της ως ηθοποιού και τραγουδίστριας του θεάτρου, αργότερα οι περιπλανήσεις της στην επαρχία στο πλευρό του ηθοποιού Βαλμόρ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1817 και, τέλος, ο πρόωρος θάνατος των δύο παιδιών της. 
Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους εκπροσώπους της ρομαντικής ποίησης στη Γαλλία. Κυκλοφόρησε τις ποιητικές συλλογές Οι θρήνοι (1833), Φτωχά λουλούδια (1839), Ιστορία σε στίχους για τα παιδιά (1840), Ανθοδέσμες και προσευχές (1843), με τις οποίες απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα. Μετά τον θάνατό της εκδόθηκε μία ανθολογία (1860) που περιλάμβανε πολλά από τα καλύτερα ποιήματά της. Οι αρετές ρυθμού και μελωδικότητας της γραφής της άσκησαν επίδραση στον Βερλέν, ο οποίος της αφιέρωσε ένα από τα δοκίμιά του για τους καταραμένους ποιητές 
                                                                                     _._                                                                              Θα μπορούσες να προσθέσεις εκατοντάδες καταραμένους ποιητές, καθώς θα τους βρεις σε όλες τις εποχες, από τον Γουίλιαμ Μπλέικ (1757-1827), τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809 - 1849), τους δικούς μας Κώστα Καρυωτάκη (1896 –1928), Μαρία Πολυδούρη (1902 – 1930), Ναπολέων Λαπαθιώτη (1888 – 1944) κλπ

ΕΝΑΣ ΒΑΘΥΣ, ΜΑΥΡΟΣ ΥΠΝΟΣ       
(Πολ Βερλαίν)     
Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος
πέφτει απάνω στη ζωή μου.
Κάθ' ελπίδα μου, κοιμήσου.
Κάθε αποθυμιά μου κοίμου.
Τίποτε δε βλέπω πια,
χάνονται όλα μες στη λήθη
το καλό και το κακό...
Ω θλιμμένο παραμύθι!
Είμαι σα μια κούνια
που ένα χέρι την κουνάει
στην κρυφή σπηλιά.
Σιωπή!... μιλιά!...
Θα κλείσω αυτό το αφιέρωμα, αν και δεν κλείνει έτσι εύκολα, με το "οι Στίχοι μου" του Κ. Καρυωτάκη που  μελοποιήται και ερμηνεύεται τέλεια  σε αυτό το φοβερό βίντεο, από το αναρχικό συγκρότημα Ωχρά Σπειροχαίτη
Καλή Ακρόαση...
Καταραμένοι ζωγράφοι, καταραμένοι συγγραφείς, τραγουδιστές, καταραμένοι παντού και σε κάθε εποχή, ζουν ανάμεσα μας σαν μια σκιά του εαυτού μας, στο τραγικό μονοπάτι της ύπαρξης που δρασκελίζουμε ανυποψίαστα.

(από τον Θανάση Γιαννακόπουλο)


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ...



ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ; του Φίλιππου Φιλίππου

ΕκτύπωσηEmail
Κατηγορία: ΑΡΘΡΑ Δημοσιεύτηκε Κυριακή, 23 Μαρτίου 2014 12:57 κείμενο: Φίλιππος Φιλίππου
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Ο Νίκος Καββαδίας, ο αγαπημένος ποιητής της χτεσινής, της σημερινής και πιθανότατα και της αυριανής νεολαίας, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «καταραμένος», κάτι που του αποδόθηκε από τον Κώστα Βάρναλη το 1943 στην εφημερίδα Πρωία: «Είναι ο πρώτος στην Ελλάδα "καταραμένος ποιητής"». Καταραμένο τον αποκάλεσε κι ο Άριστος Καμπάνης στην Ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας του: «Είν' ένας poète maudit της φυλής του Villon». Στα σχετικά λήμματα στις εγκυκλοπαίδειες διαβάζουμε πως η έκφραση «καταραμένος ποιητής» αναφέρεται στον ποιητή ως απόκληρο της κοινωνίας, αντικείμενο περιφρόνησης από τους κρατούντες.

Γιατί όμως ο Βάρναλης, φίλος και σύντροφός του στις τάξεις της ελληνικής Αριστεράς, τον αποκαλεί καταραμένο; Η πρώτη ερμηνεία οφείλεται στις επιρροές που δέχτηκε ο Καββαδίας από τον Σαρλ Μποντλέρ, έναν πράγματι καταραμένο ποιητή, ο οποίος πέθανε φτωχός και παράλυτος, εγκαταλειμμένος από τους φίλους του. Ο Μποντλέρ ήταν εραστής των ταξιδιών και της περιπέτειας, χρήστης αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών. Στη συλλογή του Άνθη του κακού υπάρχει το ποίημα «Άλμπατρος», όπου συνδέει τον ποιητή-εαυτό του με το πουλί άλμπατρος. Το ίδιο έκανε κι ο Καββαδίας με το πουλί της τροπικής Αφρικής μαραμπού, το οποίο περιγράφει στο ποίημά του «Μαραμπού», που εκδόθηκε το 1933:

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.

Σε άλλο του ποίημα, το «Gabrielle Didot», o Καββαδίας εξομολογείται τις επιρροές του Μποντλέρ στο δικό του έργο, γράφοντας:

Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα
κ' ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στυλ μπωντλαιρικό...

Στο «Μαραμπού» ο αφηγητής φιλοτεχνεί το δικό του πορτρέτο και εξομολογείται με στίχους διάφορα φριχτά πράγματα που διέπραξε:

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' έναν τρόπο ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Και παρακάτω ισχυρίζεται:

Ακόμη, πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο...

Το Μαραμπού έπεσε σαν πέτρα στην ήσυχη θάλασσα της ελληνικής ποίησης, μιας ποίησης αποτελματωμένης στην ουσία, αφού όλοι οι ποιητές μιμούνταν τον Καρυωτάκη και αναπαρήγαν την απαισιοδοξία του. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο Καββαδίας το έγραψε προτού μπαρκάρει το 1929, όταν ήταν υπάλληλος σε ναυτιλιακό γραφείο, οπότε δεν ήταν δυνατόν να έζησε τα φριχτά που περιγράφει. Ωστόσο, ήταν ήδη «αμαρτωλός», αφού σύχναζε στα πορνεία της Αθήνας (στο Γκάζι), και του Πειραιά (στα Βούρλα, δηλαδή στη Δραπετσώνα). Μάλιστα, στη Βάρδια αφηγείται πως επιζητώντας έξτρα απολαύσεις ακολούθησε κάποτε έναν σοφέρ που γνώρισε στους οίκους ανοχής και πήγαν σ' ένα σπίτι για να φουμάρουν χασίσι «προυσαλίδικο».

Ο Μποντλέρ στο βιβλίο του Τεχνητοί παράδεισοι (1857) μιλάει για τον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων (είχε δεχτεί επιρροές από τον Τόμας ντε Κουίνσι, συγγραφέα του βιβλίου Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου, που είχε γράψει για καταστάσεις υπό την επήρεια του οπίου, τις οποίες είχε βιώσει ο ίδιος). Σε αυτό, υποστηρίζει πως «το χασίς εκμηδενίζει τη βούληση, είναι όπλο αυτοκτονίας», αν και παραδέχεται πως «η ουσία αυτή δεν προξενεί κανένα κακό στο σώμα». Για τον Καββαδία δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί πως είχε καπνίσει όπιο.

Σε όλα του τα βιβλία, ποιητικά και πεζά, ο Καββαδίας μιλάει για ξενύχτια, διασκεδάσεις, ασωτίες, συνήθειες απολύτως φυσιολογικές, αφού όλοι οι ναυτικοί έχουν παρόμοια βιώματα και άρα αυτός δεν θα μπορούσε ν' αποτελεί εξαίρεση. Ίσως ως νεαρός να το έριχνε περισσότερο έξω, παρασυρμένος από την ανάγκη του για ξέδομα, για ξεφάντωμα. Τα ποιήματά του και οι «τρέλες» των ηρώων του δεν πρέπει να μας παρασύρουν σε λάθος συμπεράσματα, το ίδιο δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζουν τα πεζά του που είναι αυτοβιογραφικά, κυρίως η Βάρδια. Στις τρεις ποιητικές του συλλογές, το Μαραμπού, το Πούσι και το Τραβέρσο, μνημονεύει όλο το φάσμα των τοξικών/ναρκωτικών ουσιών: χασίς, μαριχουάνα, όπιο, κοκαΐνη, ηρωίνη. Δεν γνωρίζουμε αν πράγματι τις είχε δοκιμάσει. Ο Καββαδίας έπινε πολύ, κάπνιζε πολύ, ξενυχτούσε με γυναίκες. Στη Βάρδια, όπου κρύβεται πίσω από το προσωπείο του ασυρματιστή Νικόλα, κάνει την καταπληκτική δήλωση: αν κάποτε βρισκόταν σε κάποιο νησί χαρμάνης από τσιγάρο και γυναίκα κι έπρεπε να διαλέξει μία από αυτές τις δύο απολαύσεις, θα διάλεγε το τσιγάρο!

Από τα ναρκωτικά, εκείνο που συχνότερα συναντάμε στα ποιήματά του είναι το χασίς, ίσως επειδή η χρήση του τον μεσοπόλεμο, την εποχή ημιπαρανομίας του, ήταν λίαν διαδεδομένη, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ναυτικούς και στις συνοικίες του Πειραιά με τους παράνομους τεκέδες. Διαβάζουμε στο «Cocos Islands»:

Να 'χαμε να του δίναμε μια ρίζα, ένα χορτάρι,
ένα κλωνί βασιλικό τα χείλη να δροσίσει
ή να τον κοινωνούσαμε με μια τούφα χασίσι.
Θα ναρκωνόταν ο σκορπιός που μέσα του σαρτάρει.

Στο ποίημα «Ένα νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί» μιλάει για τον χασισοπότη και ηρωινομανή Γουίλι που είχε παραισθήσεις, καβάλα σε άλογο πάνω στο κύμα, ενώ πίσω του έτρεχαν γοργόνες με φτερά. Ο αφηγητής ισχυρίζεται πως του έδινε αποτρεπτικές συμβουλές του στιλ «το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει» – γνωστού όντος ότι το χασίς δεν σκοτώνει, υποθέτουμε πως μ' αυτόν τον τρόπο ο Καββαδίας ήθελε να καθησυχάσει τους αναγνώστες του, να υποδηλώσει πως αυτός δεν εγκρίνει τέτοιου είδους τέρψεις.

Ο Καββαδίας, ανεξάρτητα αν είχε δοκιμάσει ναρκωτικές ουσίες ή όχι, γνώριζε τις αρνητικές συνέπειες της χρήσης τους. Γράφει στο «Καφάρ»:

Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία τα 'χουν κι αυτά πολύ νοθέψει.

Επιπλέον, ήταν ενημερωμένος για τις παρενέργειες των ναρκωτικών, ανάλογα με το είδος εκάστου. Στο «Black and White» είναι σαφής:

Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.


Ο Νίκος Καββαδίας, είτε δοκίμασε ναρκωτικά είτε όχι, από νέος απολάμβανε τα αλκοολούχα ποτά που σύμφωνα με μαρτυρίες τα εγκατέλειψε για λόγους υγείας. Είχε μάλιστα και μια ιδιαίτερη προτίμηση στο κρασί, αναφέροντας συχνά στα γραπτά του διάφορες ονομασίες του: παστίς (γαλλικό κρασί από γλυκάνισο), πομάρ (κόκκινο γαλλικό κρασί), μαδέρα (πορτογαλικό κρασί από το νησί Μαδέρα), βοστιλίδι (δυνατό κεφαλλονίτικο κρασί), ρομπόλα (άσπρο κεφαλλονίτικο κρασί). Αυτό όμως δεν μπορεί να τον κάνει καταραμένο: η σύγκριση με τον Μποντλέρ πρέπει να γίνει μόνο στο ποιητικό επίπεδο.

http://diastixo.gr/arthra/2320-nikos-kavadias-filipou

14.3.17

ΑΓΓΕΛΟΣ...

Ο εικοσάχρονος ομοφυλόφιλος Άγγελος, υπάλληλος σε κοσμηματοπωλείο, ζει πολύ διακριτικά σ’ ένα μάλλον εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον. Όταν ερωτεύεται ένα ναύτη, τον Μιχάλη, αποφασίζει να φύγει από το σπίτι του, εγκαταλείποντας τον αλκοολικό πατέρα του, την υστερική μητέρα του και την ανάπηρη αδελφή του, και να ζήσει με τον εραστή του. Στη συνέχεια θα καταταγεί κι ο ίδιος στο στρατό. Ένας πρώην εραστής του τον επισκέπτεται και τον πληροφορεί για το ποιόν του Μιχάλη. Σε κάποιο πάρτι, ο τελευταίος ωθεί τον Άγγελο να ντυθεί γυναίκα. Στη συνέχεια, ο ήρωας καταλήγει στο πεζοδρόμιο μαζί με άλλους τραβεστί. Συλλαμβάνεται από την αστυνομία και διώχνεται από το Ναυτικό, ενώ ο πατέρας του οδηγείται στην αυτοκτονία λόγω της ντροπής του. Οι πελάτες του τον εξευτελίζουν συχνά κι ο εραστής του τον χτυπά βάναυσα. Ο Άγγελος, μέσα στην ανείπωτη απελπισία του, αποφασίζει να σκοτώσει τον Μιχάλη, μαχαιρώνοντάς τον την ώρα που κοιμάται. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά και είχε συγκλονίσει την ελληνική κοινή γνώμη.

19.2.17

MEDUSA - YIANNEIS

Μέδουσα

Ασθμαίνω. 
Ασθμαίνω.

-Αυτή η ασθένεια μεταδίδεται με το βλέμμα
Ερωτευμένοι εραστές πέθαναν πρώτοι, τι καλά
Πέθαναν πρώτοι.

Πιο μετά πανικός και χαμός και τρόμος για ζωή,
Ποια ζωή? Τι είπες? Ποια ζωή? Μη με κοιτάς. 
Δεν σε κοιτώ

Μοιραστήκαν γυαλιά και οδηγίες, γενικές απεργίες 
πανικός, ένας χαμός. τρόμος, μη με κοιτάς. Δε σε έχω δει.

Μυωπική αφαιρετικότητα συγχωνεύει τα πράγματα και τις έννοιες για να μη ξεχωρίσεις τίποτα, παρά μουντά, ασύνδετα χρώματα να κατασπαράζει το ένα το άλλο. Και αυτό είναι νόμος.
Ναι είναι νόμος του κράτους

(ΡΕΦΡΕΝ)-Ποιος είναι αυτός, ο τρελός, ο κακός, ο ζαλισμένος, ο φτωχός, ασυνείδητος, οκνός, φρικτός, καμπουριασμένος και μόνος ; ΕΝΟΧΟΣ. Εσύ. Εγώ. 

-Ασθμαίνω. χαμογελώ. είπαμε. είμαι γελοίος. Χαμογελώ. και ας αδιαφορήσετε. χαμογελώ. και ας μη με ξέρετε, δεν έχετε καν ακούσει για μένα από τρίτους. χαμογελώ. δεν έχετε ακούσει το λυγμό μου που βγαίνει μέσα από το βραχνό λαιμό μου πηχτός, τραβώντας μέσα του πικρό, δηλητηριώδες σάλιο, αίμα και γρέζι. γρέζι από τον τόρνο που κατεργάστηκε την κρύα σιδερένια καρδιά μου. χαμογελώ. έχει ξεχαστεί η ύπαρξη μου, μήπως δεν υπήρξα ποτέ. χαμογελώ. Μα. είμαι κάπου μέσα σας.

(ΡΕΦΡΕΝ)-Ποιος είναι αυτός, ο τρελός, ο κακός, ο ζαλισμένος, ο φτωχός, ασυνείδητος, οκνός, φρικτός, καμπουριασμένος και μόνος ; 
ΕΙΜΑΙ ΓΕΛΟΙΟΣ ΝΑΙ. Κυλιέμαι και στο χώμα, ντρέπομαι, κραυγάζω, υποφέρω, σας λέω αλήθεια δε το θέλω (μα και φυσικά το θέλω. Το θέλω όσο τίποτε άλλο στο κόσμο). χαμογελώ με τα σάλια μου να στάζουν στο τρεμάμενο πιγούνι μου. Είμαι ενοχλητικός, πολύ ενοχλητικός. ΓΙΑ ΔΕΣΙΜΟ. Ψιθυρίζω: Δεν είμαι σαν εσάς. εγώ είμαι εγώ. είμαι ελεύθερος....

(ΡΕΦΡΕΝ δις)-Ποιος είναι αυτός, ο τρελός, ο κακός, ο ζαλισμένος, ο φτωχός, ασυνείδητος, οκνός, φρικτός, καμπουριασμένος και μόνος ; 

Προφήτευα μια κοινωνία αγγέλων, είχα ως βήμα ένα καφάσι της λαϊκής.
Γύρω μου συνέρεε κόσμος πολύς και όλοι τους αφήναν κατιτίς.


Από κείμενα του Βασίλη Κυριακόπουλου
Επιμέλεια κειμένων : Voukefalas
Μουσική : Δημήτρης Σιάμπος, Λάμπρος Φιλίππου
sound engineer : Kostas Daskalakis
directed and edited by Christos Houliaras

post production at Lighthouse Studio