27.12.13

Insidious (2010)...


Οταν το ποδόσφαιρο σταμάτησε τον πόλεμο...

Συμπληρώνονται σήμερα 99 χρόνια από την ημέρα που μια από τις πιο όμορφες ιστορίες στα χρονικά έλαβε χώρα κοντά σε μια άσημη βελγική πόλη. Την Ιπρ. Μια ιστορία που, ως και το λυκαυγές του προηγούμενου αιώνα, κυκλοφορούσε περισσότερο ως ένα παραμύθι των ηρώων του πολέμου, ως ένα θρύλος. Ωστόσο επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από μαρτυρίες επιζώντων και επιστολές στρατιωτών που έγιναν μάρτυρες μια ιστορικής, αυθόρμητης εκεχειρίας, η οποία συνδυάστηκε με ποδόσφαιρο και, δυστυχώς, κράτησε λίγο.
 
Ακριβώς 99 χρόνια πριν, παραμονή Χριστουγέννων του 1914, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήδη αριθμεί τέσσερις μήνες εχθροπραξιών κι απλώνεται στη γηραιά ήπειρο. Ο εν λόγω πόλεμος ήταν ο σκληρότερος και φονικότερος απ όσους η ανθρωπότητα είχε ζήσει μέχρι τότε και τη νίκη, υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ, έκρινε το δυτικό μέτωπο. Εκεί τέθηκαν αντιμέτωπες οι δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας με αυτές της Γαλλίας, της Βρετανίας, του Βελγίου και, αργότερα, των ΗΠΑ. Μάχες στα χαρακώματα φυσικά, όπου εκατομμύρια βρήκαν τον θάνατο όχι από σφαίρα εχθρού από τις κακουχίες και το κρύο.
 
«Αγκάλιαζα ανθρώπους που πριν από λίγη ώρα προσπαθούσα να σκοτώσω»
 
Εκατοντάδες μίλια μέσα στο Βέλγιο, τα γερμανικά στρατεύματα είχαν παραταχθεί μέσα σε τάφρους, σε ελάχιστη απόσταση από τα αντίπαλα γαλλικά, βελγικά, βρετανικά και καναδέζικα χαρακώματα. Ανάμεσα στις δύο γραμμές, η εφιαλτική No Man's Land, μία διάσπαρτη με παγωμένα κορμιά και νάρκες ουδέτερη ζώνη. Κατά καιρούς μια λευκή σημαία ανέβαινε και μια άοπλη ομάδα στρατιωτών από τη μία ή την άλλη πλευρά διακινδύνευε μαζεύοντας τους πληγωμένους και θάβοντας τους νεκρούς της.
 
Λίγες ώρες πριν τα Χριστούγεννα, περιγράφει ο τελευταίος εν ζωή στρατιώτης, ο Σκωτσέζος Αλφρεντ Άντερσον (απεβίωσε το 2005 σε ηλικία 109 ετών), μερικοί Γερμανοί στρατιώτες σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλή ιδέα να στολίσουν τη δική τους πλευρά των χαρακωμάτων. Έβαλαν μικρά κεράκια πάνω στα δέντρα και άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα. Απέναντι, κάποιοι Βρετανοί, άρχισαν και αυτοί να τραγουδούν στη δική τους γλώσσα. Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η κάθε πλευρά ήταν κρυμμένη. Ο φόβος ότι αν κάποιος έκανε το πρώτο βήμα και άφηνε τη θέση του, θα είχε κάνει και το μοιραίο λάθος, παρέλυε τις αισθήσεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη κι ύστερα από λίγη ώρα άρχισαν και οι ανταλλαγές ευχών και δώρων ανάμεσα στους στρατιώτες, που σύντομα συναντήθηκαν στη νεκρή ζώνη. Ουίσκι, τσιγάρα και σοκολάτες άλλαζαν χέρια. «Αγκάλιαζα ανθρώπους που πριν από λίγη ώρα προσπαθούσα να σκοτώσω» είχε πει ένας Άγγλος στρατιώτης μιλώντας χρόνια αργότερα στο BBC.
 
 
«Η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί, όταν άκουσα μια φωνή να λέει ότι Βρετανοί και Γερμανοί είχαν βγει από τα χαρακώματα και αντάλλασσαν δώρα. Σύντομα εμφανίστηκε ένας Σκωτσέζος στρατιώτης κρατώντας μια μπάλα ποδοσφαίρου αλλά έμοιαζε τελείως παράταιρη με το σκηνικό της μάχης. Μέσα σε λίγα λεπτά ο αγώνας είχε αρχίσει. Το να παίζεις πάνω στον πάγο δεν ήταν καθόλου εύκολο, παρόλα αυτά προσπαθήσαμε να μείνουμε πιστοί στους κανονισμούς» αναφέρει η μαρτυρία ενός Βέλγου.
 
Το ματς, και δη χωρίς διαιτητή, διήρκησε μία ώρα και οι Γερμανοί τελικά κίνησαν 3-2. Μάλιστα η αναμέτρηση έληξε άδοξα όταν η (αυτοσχέδια, από άχυρο και δεμένη με σύρμα!) μπάλα διαλύθηκε, χτυπώντας σε ένα συρματόπλεγμα. Το ίδιο πρόχειρα ήταν και τα γκολπόστ για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ξύλα, χλαίνες και κράνη.
 
Ιστορία αγάπης, ανθρωπιάς και ειρήνης
 
Η άτυπη εκεχειρία επεκτάθηκε κατά μήκος των 800 χιλιομέτρων του δυτικού μετώπου, όπου στρατοπέδευαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο στρατιώτες. Ενας από τους τελευταίους επιζώντες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ο Μπέρτι Φέλσταντ, ο οποίος μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του το φθινόπωρο του 2001 και σε ηλικία 106 ετών, θυμόταν με πολλές λεπτομέρειες την ιστορική ανακωχή. «Τα όπλα σίγησαν και οι στρατιώτες άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματά τους» είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του ο Ουαλός που πολέμησε ως τυφεκιοφόρος κοντά στο γαλλικό χωριό Λαβεντί: «Αφήσαμε και εμείς τα όπλα μας και συναντήσαμε τον εχθρό. Απ' όσο θυμάμαι, οι Γερμανοί βγήκαν πρώτοι και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Τους αντιγράψαμε αυθόρμητα. Χαιρετηθήκαμε και αρκετοί από εμάς άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Μην φαντάζεστε τίποτα οργανωμένο. Μια αυτοσχέδια μπάλα βρέθηκε από το πουθενά και περίπου 50 άτομα αλλάζαμε πάσες».
 
Όταν οι στρατιώτες των δύο πλευρών είχαν βγει από τα χαρακώματα, ένας Βρετανός εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και είχε στήσει ένα αυτοσχέδιο κουρείο στην ουδέτερη ζώνη. Ο κουρέας «αδιαφορούσε πλήρως τι εθνικότητας ήταν οι πελάτες του, απλώς χρέωνε δύο τσιγάρα το κάθε κούρεμα» περιγράφει το γεγονός στο ημερολόγιό του ο Γερμανός στρατιώτης Γιόζεφ Σέμπαλντ! «Μπορεί να ήταν πόλεμος, ωστόσο δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος εχθρότητας ανάμεσα στους στρατιώτες, οι οποίοι έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι τελικής πτώσεως» συμπληρώνει, θυμίζοντας ότι το ποδόσφαιρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι με εκείνα τα ιστορικά Χριστούγεννα του 1914.
 
Το πρωί των Χριστουγέννων, Βρετανοί και Γερμανοί έθαψαν τους νεκρούς τους, απαγγέλοντας μαζί τον 23ο Ψαλμό του Δαυίδ «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει…». Στη συνέχεια έσφιξαν τα χέρια, φλυάρησαν, αντάλλαξαν ουίσκι, μαρμελάδες, τσιγάρα και σοκολάτες και κατέβασαν πολλά λίτρα μπύρας μαζί με αυτούς που λίγο πριν προσπαθούσαν να σκοτώσουν. Ο Τζον Φέργκιουσον από τα Χάιλαντς, μνημονεύει: «Τι θέαμα! Μικρά γκρουπ Γερμανών και Βρετανών σε όλο το μήκος του μετώπου. Γέλια, φωτίτσες. Και καθώς δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, συνεννοηθήκαμε τραγουδώντας...».
 
 
Μια ιστορία αγάπης, ανθρωπιάς και ειρήνης στην καρδιά του πολέμου, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1918 με 9 εκατομμύρια νεκρούς και 21 εκατομμύρια τραυματίες. Ο καθένας μιλούσε στη γλώσσα του σε εκείνη τη μοναδική ανακωχή. Όμως εκείνη η ιδιόρρυθμη Βαβέλ δεν χώριζε τους λαούς. Τους ένωνε.
 
Για την ιστορία, για να αποφευχθούν παρόμοια φαινόμενα, τα στρατηγεία των χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο διέτασσαν ανηλεείς βομβαρδισμούς τις ημέρες των Χριστουγέννων.
 
Το ημερολόγιο του υπολοχαγού Κουρτ Τσέμις
 
Η ανακωχή στο βελγικό μέτωπο, κοντά στην Ιπρ, κράτησε μόνο για το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων όμως σε άλλες περιοχές συνεχίστηκε μέχρι την Πρωτοχρονιά! Οι στρατηγοί και των δύο πλευρών έγιναν έξαλλοι όταν τα γεγονότα μαθεύτηκαν. Εξ ου και διατάχθηκαν εκτεταμένοι βομβαρδισμοί τις επόμενες ημέρες ενώ οι στρατιώτες δεν έμεναν ποτέ σταθεροί σε ένα μέτωπο, ώστε να μην έρχονται κοντά με τους αντιπάλους.
 
 
Το 1999, στο σημείο από όπου ξεκίνησε η ανακωχή στήθηκε ένας ξύλινος σταυρός, για να θυμίζει σε όλους εκείνο το βράδυ του 1914. Η ιστορία από γερμανικής πλευράς επιβεβαιώθηκε μόλις το 2006 από ένα βιβλίο που εξέδωσαν οι εκδόσεις Bertelsmann με στοιχεία που συνέλεξε ο ιστορικός και συγγραφέας Μίκαελ Γιουργκς. Μάλιστα βρήκε αδημοσίευτες επιστολές και ημερολόγια Γερμανών που βρίσκονταν τότε στα χαρακώματα, κυρίως από το ημερολόγιο του υπολοχαγού Κουρτ Τσέμις.
 
«Αρχικά δεν μπορούσα να διαβάσω τα ημερολόγια του πατέρα μου» είπε στην αγγλική εφημερίδα «Guardian» στα 85 του πριν από τρία χρόνια ο γιος του, Ρούντολφ Τσέμις, εξηγώντας ότι ο πατέρας του χρησιμοποιούσε μια αρχαϊκή μορφή στενογραφίας και χρειάστηκε τη βοήθεια ενός γηραιότερου καθηγητή για την... αποκρυπτογράφηση.
 
Όλα αυτά αποτελούν φυσικά την πιο αυθόρμητη ανακωχή της παγκόσμιας ιστορίας. Και όλα ξεκίνησαν πρόχειρα και επεκτάθηκε ταχύτατα, σχεδόν αστραπιαία. Φαίνεται ότι την πρωτοβουλία πήρε ένας Γερμανός στρατιώτης, που εκτός από τη μητρική του γλώσσα, μιλούσε και αγγλικά. Σύμφωνα με τον Τσέμις ήταν ο οπλίτης Μέκελ, αγνώστων λοιπών στοιχείων.
 
 
Η περιγραφή του Τσέμις είναι συγκλονιστική: «Ο στρατιώτης Μέκελ από τον λόχο μου, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αγγλία, φώναξε στους Βρετανούς μιλώντας τους στα αγγλικά και σύντομα ξεκίνησε μια ζωηρή συζήτηση. Τελικά οι στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα, έσφιξαν τα χέρια στην ουδέτερη ζώνη και αλληλοευχήθηκαν χαρούμενα Χριστούγεννα μιλώντας ο καθένας στη γλώσσα του. Συμφωνήθηκε ότι την επόμενη ημέρα, ανήμερα της σημαντικότερης γιορτής των Καθολικών, κανείς δεν θα πυροβολούσε. Βάλαμε ακόμη περισσότερα κεριά στο μήκους ενός χιλιομέτρου χαρακώματός μας, αλλά και χριστουγεννιάτικα δένδρα. Οι Βρετανοί εξέφρασαν τη χαρά τους για τη φωταψία με σφυρίγματα και χειροκροτήματα. Πέρασα όλη τη νύκτα ξύπνιος, όπως και οι περισσότεροι. Αν και κάπως κρύα, η νύχτα εκείνη ήταν υπέροχη» κατέληξε ο Γερμανός δάσκαλος, ο οποίος έχασε τη ζωή του στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε αιχμαλωτιστεί από Ρώσους στρατιώτες.
 
Από τις βελγικές ακτές ως τα ελβετικά σύνορα, όλοι γιόρτασαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Εκτός φυσικά από τους στρατηγούς αλλά και έναν Αυστριακό δεκανέα, ο οποίος αρκετά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο «Ο Αγών Μου» ανέφερε το περιστατικό και σημείωσε πως «τέτοιες συνεννοήσεις μεταξύ απλών στρατιωτών θα έπρεπε να απαγορεύονται». Ο εν λόγω Αυστριακός ονομαζόταν Αδόλφος Χίτλερ…
 
Το τραγούδι που έριξε τα… τείχη
 
Η μαρτυρία του Φράνσις Τόλιβερ από το Λίβερπουλ ήρθε να προστεθεί στις άλλες φίλων και εχθρών. Καθώς ήταν ξαπλωμένος στη βραχώδη και παγωμένη γη άκουσε από την αντικριστή γραμμή κάποια φωνή να τραγουδά. Το τραγούδι, που ζέστανε την παγωμένη ατμόσφαιρα, ήταν αυτό που οι Γερμανοί ονομάζουν «Stille Nacht», οι Άγγλοι «Silent Night» και οι Έλληνες «Άγια Νύχτα». Τα πολεμικά τείχη είχαν πέσει για λίγες ώρες. Οι μάχες θα συνεχίζονταν σε λίγο το ίδιο αδυσώπητες και πολυαίμακτες. Πολλοί από εκείνους που τραγούδησαν, δεν έμελλε να γυρίσουν στα σπίτια τους. Τη γέννηση του Θείου Βρέφους δεν έμελλε να γιορτάσουν επιστρέφοντας στην ειρηνική δημιουργική ζωή. Ο καταστροφικός πόλεμος τους αφάνισε.
 
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, γνωστός επίσης ως Μεγάλος Πόλεμος, διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1918. Αυτό το χρονικό διάστημα ήταν ικανό για να χαθούν 9 εκατομμύρια ζωές. Ο χάρτης της Ευρώπης άλλαξε ριζικά και οδηγήθηκαν σε κατάρρευση τέσσερις αυτοκρατορίες: η Γερμανική, η Ρωσική, η Οθωμανική και η Αυστροουγγαρία. Αντιμέτωπα βρέθηκαν τα στρατεύματα της Αντάντ (κυρίως Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία ως τις αρχές του 1918, Ηνωμένες Πολιτείες από το 1917) και των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία). Τη νίκη κατέκτησε η συμμαχία της Αντάντ στην οποία είχε προσχωρήσει και η Ελλάδα.
 
Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν ο σκληρότερος και φονικότερος απ’ όσους η ανθρωπότητα είχε ζήσει μέχρι τότε. Έκρυβε οδυνηρές εκπλήξεις ακόμα και γι αυτούς που ήταν ατσαλωμένοι στη φρίκη του πολέμου.
 
Η ανακωχή έγινε… ταινία
 
Το περιστατικό των πολεμικών Χριστουγέννων του 1914 έγινε και κινηματογραφική ταινία, που προβλήθηκε στις αθηναϊκές αίθουσες το 2005. Έχει τίτλο «Καλά Χριστούγεννα» (Joyeux Noël) και σκηνοθετήθηκε από τον Κριστιάν Καριόν. Η ταινία δείχνει πώς οι άνθρωποι μπορούν να συμφιλιωθούν ακόμα και όταν πολεμούν σε αντίπαλους στρατούς. Η πλοκή της υπόθεσης γίνεται ακόμα πιο συγκινητική επειδή στηρίζεται στην αληθινή ιστορία.
 
 
Ξαναζωντανεύει σκηνές από τα γαλλοελβετικά σύνορα, καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα του 1914. Τα στρατεύματα των αντιμαχομένων βρίσκονται καθηλωμένα στα χαρακώματά τους. Οι στρατιώτες είναι εγκλωβισμένοι στις λάσπες και νιώθουν απελπισία που οι οικογένειές τους είναι μακριά. Την παραμονή της γιορτής, με αφορμή τη μουσική που ακούγεται μέσα από κάποια χαρακώματα, οι εχθρικοί στρατοί έρχονται σε επαφή και αποφασίζουν την ανακωχή. Την επόμενη μέρα αρνούνται να πολεμήσουν προκαλώντας την οργή των διοικητών τους. Πρωταγωνιστούν οι Γκιγιόν Κανέ, η Νταϊάν Κρούγκερ ο Ντάνιελ Μπρουλ και ο Γκάρι Λιούις.

http://www.gazzetta.gr/stili/to-mauro-kouti/article/571871/otan-podosfairo-stamatise-ton-polemo




I'm Not Crazy...


21.12.13

Οι ποιητες που αγαπησα...


Υπήρξαν και υπάρχουν ποιητές που συνηθίζουν να διάγουν έναν βίο μακριά από τα κοινωνικά πρότυπα και ζώντας ουσιαστικά στο περιθώριο ή μπαινοβγαίνοντας στην κυρίως σελίδα της ζωής στιγματισμένοι από πάθη όπως : αλκοόλ, ναρκωτικά, έγκλημα, βία τρέλα. Το τυπικότερο στοιχείο ενός καταραμένου ποιητή είναι ο πρόωρος θάνατος (Καρυωτάκης;). 
Ο όρος  ¨Καταραμένος ποιητής" επικράτησε και κατοχυρώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ στο δραματουργικό του έργο του 1832 Stello όπου αποκαλεί συλλογικά τους ποιητές ως τη ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης. Όμως στην ιστορία της ποίησης ο πρώτος καταραμένος ποιητής πουέχει καταγραφεί είναι ο Φρανσουά Βιγιόν (1431-1474 περίπου καθώς τα ίχνη του χάνονται κάποια ξαφνικά= κανείς δεν ξέρει πως πέθανε) ενώ παραδείγματα ανάλογων ποιητών υπήρξαν οι  Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν  Αρθούρος Ρεμπώ. Λωτρεαμόν. Η ποίησή τους, συνήθως σκοτεινή αναμοχλεύει τα ανθρώπινα πάθη και οδηγεί τις σκέψεις σε δύσβατα μονοπάτια και όπως χαρακτηριστεί αναφέρει σε ποίημά του ο Βιγιόν:
 "Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος"

Ο «καταραμένος ποιητής» Charles Baudelaire...


Στις 31 Αυγούστου του 1867, σε ηλικία 46 ετών, φεύγει από τη ζωή ο Γάλλος ποιητής, μεταφραστής και κριτικός τέχνης, Charles Baudelaire. Το έργο του ποιητή της θρυλικής συλλογής Τα άνθη του κακού είχε τεράστιο αντίκτυπο στον γαλλικό συμβολισμό. Επιπλέον, ο Baudelaire υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του έργου του Edgar Allan Poe στη Γηραιά Ήπειρο, το οποίο και διαδόθηκε σε αυτή τη μεριά του πλανήτη χάρη στις μεταφράσεις του «καταραμένου ποιητή», όπως αποκαλείται.



Ο Baudelaire για ορισμένους αποτελεί την κριτική και τη σύνθεση του ίδιου του Ρομαντισμού, για άλλους είναι ο θεμελιωτής του συμβολισμού και για άλλους, αμφότερα. Ο Baudelaire θεωρείται επίσης ο πατέρας του πνεύματος της παρακμής με στόχο τον σκανδαλισμό της αστικής τάξης. Όλοι πάντως συμφωνούν στο ότι το έργο του άνοιξε το δρόμο για την σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση. Με επιρροές όπως οι Théophile Gautier, Joseph de Maistre (για τον οποίο είπε ότι του έμαθε να σκέφτεται) και τον Edgar Allan Poe, με τη μετάφραση του έργου του οποίου ασχολήθηκε εκτενώς, τον «ποιητή-ζωγράφο» Eugène Delacroix και τον Édouard Manet, ο ποιητής κατόρθωσε να συνυφάνει στο έργο του την ομορφιά και την σατανική κακία, τη βία και την ηδονή, τη φρίκη και την έκσταση, τη μελαγχολία και το σκοτεινό χιούμορ, τη νοσταλγία και την αίσθηση της κατάρας που κατατρέχει το ανθρώπινο είδος.



«Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία», εξήγησε ο ίδιος για τις πλάνες του ρεαλισμού. Περιγράφοντας τον Ρομαντισμό, είπε: «Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο». Επιπλέον, ο Baudelaire αρθρώνει την θεμελιώδη αρχή της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο».



Το γνωστότερο έργο του σήμερα είναι τα Άνθη του Κακού, μια συλλογή η οποία όταν κυκλοφόρησε, το 1857, προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις που ο Baudelaire καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και έξι από τα ποιήματα του απαγορεύτηκαν. Μάλιστα, η εφημερίδα Le Figaro έγραφε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Baudelaire. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Σήμερα, ο Baudelaire συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιητών της Γαλλίας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με το όνομά του να βρίσκεται μεταξύ των Κλασικών. «Ο Baudelaire είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός» είπε γι’ αυτόν ο νεαρός Rimbaud ενώ χαρακτηρίστηκε «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής».

Στὸν ἀναγνώστη Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας, κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας, καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.

Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια, ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας, θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.

Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει, τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει, αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.

Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ! Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε, κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε, μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.

Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη, κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη, ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.

Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας, μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη, κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.

Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι, εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.

Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια, τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια, θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!

Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του, ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!- πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις, καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.

Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει! Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!


Κώστας Καρυωτάκης...



"Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων"

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλεν.τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με <<Τιμωρίες>> την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που'ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ έζησαν νεκροί,
η αθανασία τους είναι χαραγμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που'ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που΄ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροι:
<<Ποιός άδοξος ποιητής>> θέλω να μου πούνε
<<την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που΄ναι?>>
http://www.youtube.com/watch?v=vA_rmlvcP1U

Ναπολέων Λαπαθιώτης...


"Στην Απεραντοσύνη του Θανάτου"

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. 'Ηταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του ήταν έντονα πολιτικοποιημένος και συμμετείχε ενεργά στις αντιτρικουπικές διαδηλώσεις της εποχής. Το 1896 η οικογένεια μετακομίζει στο Ναύπλιο (εξ' αιτίας της μεταθέσεως του πατέρα του ποιητή, ο οποίος ήταν αξιωματικός του πυροβολικού).
Ο Ναπολέων διδασκόταν τα μαθήματα του δημοτικού στο σπίτι. Το 1897 κηρύσσεται ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και ο πατέρας του φεύγει για το μέτωπο στην Ήπειρο. Ο Ναπολέων με την μητέρα του γυρνούν ξανά στην Αθήνα. Την εποχή αυτή ξεκινάει και τη συνεργασία του με το περιοδικό "Διάπλασις Των Παίδων". Το 1899 γράφεται στο "Εθνικό Λύκειο", όπου γνωρίζει τον Σπύρο Τρικούπη και συνδέεται φιλικά μαζί του για πολλά χρόνια Έχει αρχίσει ήδη να γράφει ποιήματα (κυρίως σε 15σύλλαβους) και εκδίδει και μία μικρή συνδρομητική εφημερίδα. Παράλληλα ξεκινά κι ένα μυθιστόρημα, που όμως έμεινε ανολοκλήρωτο ("Οι Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ"). 
Το 1901 τυπώνεται το θεατρικό του "Νέρων ο Τύρρανος" και αλλάζει σχολείο. Στο πιάνο έχει δασκάλα την Αθηνά Σερεμέτη στο σπίτι της οποίας γνωρίζει πολλούς διανοούμενους της εποχής. Το 1903 ο πατέρας του εκλέγεται βουλευτής Τυρνάβου. Το 1905 γράφεται στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική Σχολή ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται και λογοτεχνικά μέσα από το περιοδικό "Νουμάς". Το 1907 μαζί με άλλους εκδίδει το περιοδικό "Ηγησώ",στις στήλες του οποίου δημοσιεύονται πολλά ποιήματά του. Το 1908 γνωρίζεται με τον Κ. Χρηστομάνο και τον 'Αγγελο Σικελιανό ενώ συνεχίζει να γράφει ποιήματα μονόπρακτα και πεζά. Δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό "Ελλάδα". 
Το 1909 τελειώνει το Πανεπιστήμιο και κατατάσσεται στο στρατό ενώ την ίδια χρονιά ο πατέρας του ορκίζεται υπουργός των Στρατιωτικών. Το 1911 ο πατέρας του φυλακίζεται από την κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1912 ξεσπούν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Παρουσιάζεται και πάλι στρατιώτης. Το 1914 δημοσιεύει στο "Νουμά" το περίφημο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Το 1916 ο πατέρας του προσχωρεί στο κίνημα του Βενιζέλου. Τον μεγάλο πολιτικό γνωρίζει ο ποιητής την ίδια χρονιά. Δημοσιεύει το ποίημά του "Κραυγή" στον "Ριζοσπάστη". Ακολουθεί τον πατέρα του στην Αίγυπτο ως διερμηνέας με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίζει εκεί τον Καβάφη. 
Επιστρέφει στη Αθήνα όπου διατηρεί για τρία χρόνια τη θέση του διερμηνέα στην Επιτελική Υπηρεσία. Από αυτήν την εποχή ο τρόπος ζωής του αλλάζει. Κυκλοφορεί όλο και περισσότερο τη νύχτα ενώ τη μέρα κλείνεται στο σπίτι του (ήδη μένει σε ιδιόκτητο σπίτι στα Εξάρχεια). Το 1924 ασχολείται ιδιαιτέρως με την ποίηση και την προσωπικότητα του Κ. Π. Καβάφη. Τον ίδιο χρόνο ξεκινά και τη συνεργασία του με το περιοδικό "Μπουκέτο". Το 1925 εκδίδει την εφημερίδα "Καλλιτεχνική και Φιλολογική Ζωή", η οποία όμως σταμάτησε στο τρίτο τεύχος. Το 1927 ασπάζεται την κομμουνιστική ιδεολογία και αρχίζει να το δημοσιοποιεί. Με κείμενο του την Πρώτη Μαΐου του 1927 προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ζητάει τη διαγραφή του από το θρησκευτικό ποίμνιο. Το 1930 αρχίζει τη συνεργασία του με τη "Νέα Εστία". Εξακολουθεί τις ιδιόρρυθμες νυχτερινές του εξόδους. Ένα χρόνο αργότερα επισκέπτεται τον Καβάφη που είναι άρρωστος. Το 1937 πεθαίνει η μητέρα του. Βυθίζεται στη θλίψη. Το 1939 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ αρχίζει να έχει έντονα οικονομικά προβλήματα. Το 1940, ο πόλεμος τον βρίσκει οικονομικά και ψυχικά εξαθλιωμένο. Είναι βυθισμένος στη φτώχεια και εξουθενωμένος από τη μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών. Για να επιβιώσει αρχίζει να πουλά την πλούσια βιβλιοθήκη του και προσωπικά του αντικείμενα. Το 1943 ετοιμάζεται να εκδώσει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή και ενώ είχαν γίνει οι ετοιμασίες και είχε υπογραφεί το συμβόλαιο, την τελευταία στιγμή, η έκδοση ματαιώθηκε για άγνωστους λόγους. ΄Εχει αρχίσει να ανακοινώνει στους φίλους του την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει. Αποκτά σύνδεσμο με τον αντάρτικο στρατό του Ε.ΛΑ.Σ. και καλεί μία ομάδα ελασσιτών στο σπίτι του, όπου τους παραδίδει τα όπλα του πατέρα του. 
Στις 7 Γενάρη του 1944 δίνει τέλος στη ζωή του με περίστροφο. Σύμφωνα με δική του επιθυμία, έμεινε άταφος περίπου τρεις ημέρες, για το φόβο της νεκροφάνειας. Τα έξοδα της κηδείας καλύφθηκαν από έρανο μεταξύ των φίλων του λογοτεχνών…
Ακολουθεί απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ν. Λαπαθιώτη: "Η Ζωή μου"
"…Μια φορά κι έναν καιρό ή καλύτερα τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου του 1888, στην Αθήνα, σ' ένα σπίτι της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, είδε το φως ένα κατάξανθο παιδάκι. Η γέννα ήταν δύσκολη και τη μητέρα -μιαν από τις ομορφότερες γυναίκες του καιρού της- οι γιατροί την είχαν απελπίσει. Κι οι γιατροί που την είχαν απελπίσει ήταν οι πιο ονομαστοί της εποχής εκείνης… Να, όμως, που την πιο κρίσιμη βραδιά, μια γυναίκα ηλικιωμένη και γειτόνισσα, που έκανε χρέη νοσοκόμας, εκεί που αγρυπνούσε στο χαγιάτι, έξω από την κάμαρη της άρρωστης, καθώς την είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην καρέκλα, είδε ν' ανεβαίνουν ξαφνικά τη σκάλα δυο ψηλοί άντρες, παράξενα ντυμένοι, με φορεσιές χρωματιστές, που έπεφταν ως τα πόδια, και που βαστούσαν, ο καθένας τους στο χέρι, κι από μια μικρούλα κασετίνα. Κι όπως εκείνη πετάχτηκε απ' τη θέση της και με δάκρυα στα μάτια τους φώναξε: -Που πάτε; Μέσα έχουμε την άρρωστη μητερούλα, την καημένη και θα μας πεθάνει… Εκείνοι χαμογέλασαν και κάνοντας της μιαν εκφραστική, καθησυχαστική χειρονομία, της είπαν με πολύ γλυκιά φωνή: -Γι' αυτήν κι εμείς ερχόμαστε! Ήρθαμε να την κάνουμε καλά! Έννοια σου κυρά μου και θα ζήσει! Κι η γυναίκα ξύπνησε και χάθηκαν… Κι αληθινά απ' την άλλη μέρα το πρωί, ο πυρετός άρχισε να πέφτει κι η άρρωστη να γίνεται καλύτερα. Και διαδόθηκε στη γειτονιά αμέσως το θαύμα των Αγίων Θεοδώρων…" 

(χωρίς τίτλο)

Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα 'χει καμιάν ομορφιά'
θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,

κι υστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί...

Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί...
........
Και την επαύριο θ' αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κι εκεί,
- κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές κι οι κριτικοί:

"τεχνίτης", "μουσικός του στίχου",
"πολύ λεπτός αισθητικός",
- αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς'

"τύπος ανώμαλος εκφύλου",
"γνωστή και συμπαθής μορφή"...
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!

Γιατί από μένα, ό,τι θα μείνει
- κι εκεί που τώρα κατοικεί, -
δεν θ' ασχολείται με τους άλλους,
δε θα διαβάζει κριτική...
........
Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του:
- Τι φοβερό! Τι φοβερό!...

Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη "Νέα Εστία" και τις "Τέχνες",
θα μου σκαρώσει κριτική!

Μα και ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σ' όλη, γραμμή, την Αττική,
μ' αστούς, μ' εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!

Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράφει μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων

της πολιτείας Αχαρναί!!!

Howard Phillips Lovecraft (1890–1937)...


20.12.13

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ...

Στίχοι:   Σώτια Τσώτου
Μουσική:   Σταύρος Κουγιουμτζής
1. Γιώργος Νταλάρας

Άσε με στο μεθοκόπι έτσι ειν’ οι ανθρώποι
τόσο αμαρτωλοί κι ωραίοι τόσο άνθρωποι
όσα λάθη κι αν μου βρούνε θα συγχωρεθούνε
μα για σένα τι θα πούνε την απάνθρωπη

Νύχτωσε και ξεπαγιάζω στα σκαλιά πλαγιάζω
μ’ είδανε τα νυχτοπούλια και βουρκώσανε
αν πεθάνω τι θα κάνεις να ξαναζεστάνεις
τα χλωμά σβηστά μου χείλια που παγώσανε

Άσε με στο μεθοκόπι έτσι ειν’ οι ανθρώποι
τόσο αμαρτωλοί κι ωραίοι τόσο άνθρωποι
δε σου μάθανε ακόμη τι θα πει συγγνώμη
σαν γυαλί κόβει η ματιά σου η απάνθρωπη

Χαμένος Χρόνος...


13.12.13

Παυλίδου Κάκια - Reflections of feelings ...: ~Σκηνοθετική Αδεία~

http://damnedpoetry.blogspot.gr/

Γιάννης Αγγέλακας-Αιρετικό...


Δεν ξέρω αν βρίσκεται κρυμμένος
στα νύχια σου ο Θεός
μα εσύ πιο πολύ μου μοιάζεις
για λύκος νηστικός
κι όταν στα πρόβατα αγορεύεις 
για του έθνους το καλό
διάολε σε βλέπω να χορεύεις του κτήνους το χορό.

Πες μου πως γίνεται η αγάπη
να ζει απ’ τη λέξη εχθρός
και πως θα βρω τη σωτηρία σκυμμένος και βουβός
κι αν πάλι αυτό το τραγουδάκι σου μοιάζει αιρετικό
διάολε φύγε από μπροστά μου, μου κρύβεις το Θεό.

Ποιος σκαλίζει το σκοτάδι στην ψυχή μου κι όταν χαίρομαι ποιος κλαίει
ποιος παλεύει να μισήσω το κορμί μου κι όταν τ’ αγαπάω ποιος φταίει
ποιος φρενάρει και ρημάζει τη ζωή μου κι όταν προχωράω ποιος κλαίει
ποιος ζητά να χαμηλώσω τη φωνή μου κι αν του τ’ αρνηθώ ποιος φταίει...

Στάση Ζωής...


Δεν ειναι ολοι ομοφυλόφιλοι/ες και gay
Υπάρχουν και οι trans , crossdresser , πούστηδες , queer, αδελφές , τσόλια νταλικέρισες, κοντοι , άσχημοι και γυναικωτοί με δικαίωμα ορατότητας ...
μην τους κρύβεται κάτω απο μύς και αντροπρεπείς γκόμενους του Queer as folk και γκομενάρες του L world
Ειναι και το πουστριλίκι στάση ζωής!
http://pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr/

Grave Encounters (2011)...





Demons In The Walls,
Demons In The Halls,

Demons In My Mind,

Demons You Will Find!