Η κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, βαβήλ σκοτεινό,
όπου μυθιστορήματα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατεύονταν.
Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο.
Δύο φωνές μου μιλούσαν.
Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η γη είναι ένα ωραίο γλύκισμα ωραίο (και η ευχαρίστηση σου θα είναι τότε χωρίς τέλος!) μπορώ να σου δώσω μία όρεξη παρόμοια μεγάλη.»
Και η δεύτερη: «Έλα! Ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!» Και η φωνή αυτή τραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι γλυκιά φωνή!»
Από τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! Να ειπωθεί πληγή και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απέραντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου,
βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και , θύμα της οξυδέρκειας μου , σέρνω φίδια που μου δαγκώνουν τα πόδια.
Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς.
Αλλά η φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα ‘όνειρα σου. Οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»
Charles Baudellaire
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου