9.5.12

Μέγας Αλέξανδρος...



Ο μεγαλύτερος στρατηγός όλων των εποχών, ο σπουδαιότερος κατακτητής που το όνομά του έγινε θρύλος στους αιώνες, γεννήθηκε το 356π.Χ., γιος του Φίλιππου και της Ολυμπιάδας. Μεγάλωσε έχοντας δάσκαλο τον φιλόσοφο Αριστοτέλη και πρότυπό του τον ήρωα Αχιλλέα, που θεωρούσε πως ήταν πρόγονός του. Μικρός δάμασε τον Βουκεφάλα, ένα ατίθασο και άγριο άλογο που κανείς δεν μπορούσε να ημερέψει και που τον συνόδεψε στις κατακτήσεις του, μέχρι τα σύνορα της Ινδίας.

Ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 20 ετών το 336, μετά την δολοφονία του πατέρα του. Νωρίτερα, στην μάχη της Χαιρώνειας, το 338, είχε δείξει τα μεγάλα στρατιωτικά του προσόντα, ως αρχηγός του Μακεδονικού ιππικού. Ήταν παράτολμος στον χαρακτήρα, χωρίς προκαταλήψεις, με μεγάλο θάρρος και από πολύ μικρός έδειξε την ιδιοφυία του στην στρατιωτική τέχνη. Αυτό το κατάλαβαν αμέσως αρκετοί λαοί στα Βόρεια της Μακεδονίας που επαναστάτησαν μόλις έμαθαν τον θάνατο του Φιλίππου και τους οποίους αμέσως νίκησε και επανέφερε στην προηγούμενη κατάσταση.

Όταν πολεμούσε στα Βόρεια της Μακεδονίας διαδόθηκε πως πέθανε και αμέσως οι Ελληνικές πόλεις, με την υποκίνηση του Δημοσθένη βρήκαν την ευκαιρία να επιχειρήσουν να αποκτήσουν ξανά την ανεξαρτησία τους. Σαν αστραπή όμως, ο Αλέξανδρος έφτασε στην Ελλάδα, κατέλαβε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την Θήβα, εκτός από το σπίτι του ποιητή Πίνδαρου, τρομάζοντας τους υπόλοιπους Έλληνες που αμέσως δήλωσαν υποταγή. Τότε ο Αλέξανδρος συγκάλεσε ξανά στην Κόρινθο το συνέδριο όλων των Ελλήνων, ανανέωσε την Πανελλήνια συμμαχία που είχε θεσπίσει ο Φίλιππος, και που σκοπό της είχε την εκστρατεία εναντίον των Περσών κι έλαβε τον τίτλο του υπέρτατου αρχηγού της αποστολής.

Το 334π.Χ. αρχηγός ενός στρατού 45.000 περίπου στρατιωτών, που κατά το ένα τρίτο ήταν Μακεδόνες και το υπόλοιπο Έλληνες και μισθοφόροι, πέρασε στην Μ.Ασία, σαν αντιπρόσωπος και εκδικητής όλου του Ελληνισμού εναντίον των Περσών. Επισκέφθηκε τα ερείπια της Τροίας και θυσίασε στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ αφιέρωσε τα όπλα του στην Αθήνα. Ύστερα βάδισε εναντίον του στρατού που είχε στείλει ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Γ΄ ο Κομμοδανός, ένας άξιος βασιλιάς που είχε όμως την ατυχία να βασιλέψει σε ένα κράτος που είχε αδυνατίσει από τις συνεχείς εσωτερικές επαναστάσεις. Η σύγκρουση έγινε στις όχθες του ποταμού Γρανικού το 334π.Χ. και τελείωσε με την ολοκληρωτική νίκη του Αλέξανδρου, που έτσι έγινε κύριος της Δυτικής Μικράς Ασίας, απελευθερώνοντας τις πόλεις της Ιωνίας.

Αρκετοί Πέρσες στρατηγοί, όπως ο μισθοφόρος ναύαρχος Μέμνων ο Ρόδιος, συμβούλευαν τον βασιλιά τους να μην αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο σε μάχη, αλλά να υποχωρήσουν προς το εσωτερικό της Ασίας, καίγοντας τα πάντα πίσω τους, έτσι, ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να βρει ούτε τροφή, για τους στρατιώτες του και τα άλογα, ούτε ζώα για υποζύγια, ούτε καταφύγια. Κι όλα αυτά γιατί ο Αλέξανδρος είχε τρόφιμα μαζί του που επαρκούσαν για λίγες μόνο ημέρες, κι έτσι θα ‘χανε τον πόλεμο χωρίς οι Πέρσες να απολέσουν στρατιώτες και μέσα πολεμικά. Αυτή η ιδέα όμως φάνηκε ανάξια για το μεγαλείο της Περσίας και γι’ αυτό απορρίφθηκε, προκαλώντας μια σειρά από χαμένες μάχες για τον Δαρείο Γ΄ και την καταστροφή του βασιλείου του.

Η επόμενη μάχη έγινε το 333, στην Ισσό της Κιλικίας. Αυτή τη φορά επικεφαλής του Περσικού στρατού ήταν ο ίδιος ο Δαρείος. Και πάλι όμως έχασε, παρ’ ότι ο στρατός του ήταν πολυάριθμος. Ο δυστυχής μονάρχης διέφυγε από το πεδίο της μάχης, αφήνοντας στον Αλέξανδρο αναρίθμητα λάφυρα κι ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, ανάμεσα στους οποίους η μητέρα του, η γυναίκα και η κόρη του, που ο νικητής μεταχειρίστηκε με μεγαλοψυχία. Αντί να προχωρήσει προς την Περσία, ο Αλέξανδρος προτίμησε να διαφυλάξει τα νώτα του και να καταστρέψει τις ναυτικές βάσεις του εχθρού, που ήταν μια διαρκής απειλή για τον Μακεδονικό στρατό. Φθάνοντας στην Τύρο της Φοινίκης, τον πιο μεγάλο ναύσταθμο των Περσών, πολιόρκησε την πόλη με επιμονή επί 6 μήνες και παρά την πεισματώδη αντίσταση των Περσών στρατιωτών στο τέλος την εκπόρθησε και την κατέλαβε το 332. Σιγά-σιγά, όλα τα Περσικά πλοία παραδόθηκαν, γιατί έμειναν χωρίς βάσεις και ανεφοδιασμό.

Στην συνέχεια στράφηκε προς την Αίγυπτο, που παραδόθηκε αυθόρμητα στον Αλέξανδρο, μετά από δύο αιώνες Περσικής κατοχής. Ο Αλέξανδρος συμπεριφέρθηκε με γενναιοψυχία στους κατοίκους της, σεβάστηκε τα ήθη και της θρησκεία της περιοχής και οι ιερείς του μαντείου του Άμμωνα, τον ανακήρυξαν γιο του θεού και διάδοχο των αρχαίων Φαραώ. Τότε έκτισε και την Αλεξάνδρεια, που σε λίγα χρόνια θα γινόταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Μεσογείου.

Το 331π.Χ. κινήθηκε ξανά εναντίον του Δαρείου, ο οποίος επικεφαλής ενός τεράστιου στρατού σε όγκο, είχε στρατοπεδεύσει στις όχθες του ποταμού Τίγρη, στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων. Ο Αλέξανδρος ήταν ξανά ο νικητής κι αυτή τη φορά, ο δρόμος προς το κέντρο της Περσικής αυτοκρατορίας και τις μεγαλύτερες πόλεις της ήταν ανοικτός. Ο Δαρείος διέφυγε ξανά, αλλά λίγο αργότερα δολοφονήθηκε από τον σατράπη Βήσσο. Ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Βαβυλώνα, τα Σούσα, την Περσέπολη και μαζί με αυτές τις πόλεις έγινε κύριος και αμύθητου πλούτου.

Έτσι ο σκοπός της Πανελλήνιας συμμαχίας είχε εκπληρωθεί και ο Μακεδόνας βασιλιάς απέλυσε με τιμές όλους τους Έλληνες κρατώντας μόνο τους συμπατριώτες του, με τους οποίους είχε σκοπό να προχωρήσει πέρα από την Περσική επικράτεια. Ίδρυσε πόλεις, αρκετές από τις οποίες ονόμασε Αλεξάνδρεια, έφτιαξε στρατιωτικούς δρόμους, αλλά και τότε άλλαξε την συμπεριφορά του, καθώς υιοθέτησε τον πλούτο και την χλιδή της Περσικής αυλής, αρκετές συνήθειες της ενώ παντρεύτηκε και την Ρωξάνη, κόρη ενός πρίγκιπα της Βακτριανής, δίνοντας έτσι το σύνθημα για την αφομοίωση νικητών και ηττημένων, που έγινε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής του. Ο ίδιος θεώρησε πως ήταν διάδοχος του Δαρείου, εκδικήθηκε τον θάνατό του σκοτώνοντας τον Βήσσο και το 327 άρχισε μια νέα εκστρατεία που τον έφερε μέχρι τις πύλες της Ινδίας, με την δικαιολογία πως ήθελε να ενώσει ξανά, κάτω από το σκήπτρο του, όλα τα εδάφη που παλιότερα είχαν υπό της εξουσία τους οι Πέρσες βασιλιάδες.

Έτσι κατέλαβε το Αφγανιστάν, το σημερινό Πακιστάν φθάνοντας μέχρι τον Ινδό ποταμό, και στην μάχη του Υδάσπη νίκησε τον βασιλιά Πώρο. Οι στρατιώτες του όμως αρνήθηκαν να συνεχίσουν παραπέρα, λόγω του ζεστού κλίματος και του άγονου εδάφους κι έτσι ο Μακεδόνας βασιλιάς αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Ένα μέρος του στρατού του επιβιβάστηκε σε πλοία και με ναύαρχο τον Νέαρχο έφθασε στην Αλεξάνδρεια του Περσικού Κόλπου, ενώ το υπόλοιπο μέρος υπό την αρχηγία του, διέσχισε τις καυτές ερήμους του σημερινού Βελουχιστάν (Γεδρωσία), της Περσίας μέχρι που το 325 επανήλθαν στα Σούσα.

Η αχανής αυτοκρατορία του έπρεπε να οργανωθεί γρήγορα και ο Αλέξανδρος, χωρίς να χάσει καιρό, προσπάθησε να βρει τρόπους ειρηνικής συνύπαρξης με τους ηττημένους λαούς, των οποίων πάντα είχε σεβαστεί νόμους και έθιμα και τιμήσει θεούς και λατρεία. Έτσι στην Ελληνο-Ασιατική κοινότητα που είχε σχηματιστεί επεδίωκε να φαίνεται, όχι ως Μακεδόνας βασιλιάς, αλλά σαν μονάρχης με Ανατολικές επιρροές. Θέλησε να σβήσει κάθε διάκριση ανάμεσα στους ηττημένους και τους νικητές, να τους συμφιλιώσει και να τους κάνει ίσους μεταξύ τους, αλλά συγχρόνως να διαδώσει και τον Ελληνικό πολιτισμό στους απολίτιστους βάρβαρους. Έτσι διατήρησε τους Πέρσες διοικητές στις επαρχίες τους, παρότρυνε τους στρατιώτες του και τους αξιωματικούς του να παντρευτούν ντόπιες γυναίκες κι ο ίδιος, για να δώσει το παράδειγμα, παντρεύτηκε μια από τις κόρες του Δαρείου.

Στρατολόγησε στον στρατό του νέους από τις κατακτημένες περιοχές, τους εκπαίδευσε σύμφωνα με τις Μακεδονικές συνήθειες και αφού τους εξόπλισε, τους έκανε πολεμιστές του. Τέλος έλαβε τον τίτλο του αυτοκράτορα της Ασίας και επέβαλε σε όλους να τον προσκυνούν. Αυτά όλα προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους Μακεδόνες και μια σειρά από σπουδαίους στρατιωτικούς, όπως ο Κλείτος, ο Παρμενίων και ο γιος του Φιλώτας, ο αδελφικός του φίλος Ηφαιστίωνας και ο επίσημος ιστορικός της εκστρατείας του, ο Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη εκτελέστηκαν κατά διαταγή του Αλεξάνδρου,με την κατηγορία ότι συνωμοτούσαν εναντίον του.

Η ιδέα της συνύπαρξης νικητών και ηττημένων είναι κάτι που δεν είχε ποτέ υπάρξει πριν, στο μυαλό κανενός κατακτητή. Αυτό και μόνο το γεγονός τοποθετεί τον Αλέξανδρο σε μια εξαιρετική θέση, μιας και ήταν σε ευθεία σύγκρουση με την νοοτροπία και με τις συνήθειες της εποχής του. Όπως λέει κι ο Πλούταρχος, ήθελε να κάνει όλους τους υπηκόους του πολίτες ενός και του ίδιου κράτους και μιας και μόνης κυβέρνησης. Σκόπευε να φθάσει στην παγκόσμια ειρήνη, στην ομόνοια, στην ένωση και στην επικοινωνία όλων των ανθρώπων και λαών. Έτσι δημιούργησε μια αυτοκρατορία που η Μακεδονία ήταν το πρότυπο για την στρατιωτική οργάνωση, η Περσία κράτησε την πολιτική και οικονομική της διοίκηση και η Ελλάδα έδινε τον τόνο στον πολιτισμό.

Όλο πιο πολύ περνούσαν τα χρόνια, ο Αλέξανδρος γινόταν όλο και περισσότερο οξύθυμος και παράλογος, ίσως γιατί δεν έβρισκε κατανόηση στα σχέδιά του. Ενώ σκεπτόταν να αναλάβει μια εκστρατεία εναντίον της Δύσης, πέθανε ξαφνικά, το 323π.Χ., άλλοι λένε από ελονοσία ή τύφο, κι άλλοι λένε δηλητηριασμένος. Σύμφωνα με την επιθυμία του θέλησε να ταφεί στην πατρική του γη, αλλά επειδή ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί έως εκεί η σωρός του, τελικά ενταφιάστηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο τάφος του αναζητείται μέχρι σήμερα και θα είναι μια από τις πιο συναρπαστικές αρχαιολογικές περιπέτειες.

Το έργο του Αλέξανδρου, από την πολιτιστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική σκοπιά κι αν το δει κανείς είναι εξαιρετικό και θετικό. Η αφομοίωση μεταξύ τους διαφορετικών και μακρινών λαών, η συνάντηση ανάμεσα σε αντίθετους πολιτισμούς και αντιλήψεις που επεδίωκε, η διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας, της τέχνης, της επιστήμης της Ελλάδας είναι η αρχή μιας καινούργιας εποχής κατά την οποία οι αξίες του Ελληνισμού θα γίνουν κληρονομιά όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από φυλετικά και πολιτικά κριτήρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου