Στα ριζά ενός κόκκινου βράχου κάθεται ένας ηλικιωμένος. Έχει μπροστά του έναν οριζόντιο περιστρεφόμενο δίσκο που τον γυρίζει συνεχώς. Πλησιάζει ένας άντρας γύρω στα σαράντα κοιτώντας γύρω του. Ανοίγει έναν χάρτη, ψάχνει κάτι, τον ξανακλείνει, ξαναψάχνει γύρω του.
ΓΕΡΟΣ: Ψάχνεις κάτι νεαρέ;
ΑΝΤΡΑΣ: Ζεις χρόνια εδώ παππού;
ΓΕΡΟΣ: Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.
ΑΝΤΡΑΣ: Υπήρχε μια σπηλιά εδώ, έτσι δεν είναι; Έχω να έρθω από παιδί βέβαια, αλλά το μέρος δεν έχει αλλάξει καθόλου. Είμαι βέβαιος ότι ήταν εδώ.
ΓΕΡΟΣ: Όλα αλλάζουν νεαρέ. Ακόμα κι όταν φαίνονται ίδια.
ΑΝΤΡΑΣ: Μα ακόμα κι αυτός ο κόκκινος βράχος. Δεν υπάρχει άλλος τέτοιος στην περιοχή.
ΓΕΡΟΣ: Γιατί την ψάχνεις τη σπηλιά;
ΑΝΤΡΑΣ: Άφησα κάτι και γύρισα να το πάρω. Έκανα μεγάλο ταξίδι για να ’ρθω μέχρι εδώ. Δεν το πιστεύω ότι ήταν άδικος κόπος.
ΓΕΡΟΣ: Και περιμένεις μετά από τόσα χρόνια να ξαναβρείς ό,τι άφησες στην ίδια θέση;
ΑΝΤΡΑΣ: Είχα μια ελπίδα. Τι είναι αυτό; Βλέπεις κάτι συγκεκριμένο εκεί μέσα;
ΓΕΡΟΣ: Αν κάτι συγκεκριμένο θέλεις να δεις.
ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή;
ΓΕΡΟΣ: Τι άφησες στη σπηλιά σου;
ΑΝΤΡΑΣ: Έναν χρωματιστό βώλο.
ΓΕΡΟΣ: Για έναν βώλο έκανες τόσο ταξίδι;
ΑΝΤΡΑΣ: Ήτανε δώρο του παππού μου. Ήμουν στα 5 όταν μου τον χάρισε. ‘Βλέπεις τα χρώματα;’ μου είπε, ‘αυτά θα σου δείχνουν πάντα το δρόμο’. Κι ήξερα τότε τι εννοούσε. Όταν πέθανε ο παππούς έθαψα τον βώλο μου στη σπηλιά και δεν επέστρεψα. Μα τώρα πρέπει να ξαναβρώ τα χρώματα. Καταλαβαίνεις;
ΓΕΡΟΣ: Ένα ουράνιο τόξο στα βάθη μιας σκοτεινής σπηλιάς. Δύσκολο πράμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Ουράνιο τόξο, ναι. Έτσι έμοιαζε. Πριν ξεκινήσω τ’ ονειρεύτηκα. Ήμουν στην άκρη του κι ήθελα να το διασχίσω, μα όλο έχανα το βήμα μου και σκόνταφτα και δεν μπορούσα ν’ ανέβω πάνω του. Ένα ολόκληρο ουράνιο τόξο, εκεί μπροστά στα πόδια μου, κι εγώ έκανα σβούρες γύρω του. Είναι φαίνεται της μοίρας μου να κάνω κύκλους γύρω απ’ τον εαυτό μου και να μη φτάνω πουθενά.
ΓΕΡΟΣ: Που θες να φτάσεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Τι σημασία έχει; Ό,τι κι αν θέλω πάντα ξεφεύγει. Κουράστηκα… Τι βλέπεις εκεί μέσα τέλος πάντων;
ΓΕΡΟΣ: Όσα ξεφεύγουν. (σταματάει να περιστρέφει τον δίσκο και τον κοιτάζει) Δε θα βρεις εδώ αυτό που ψάχνεις. Η σπηλιά έχει γκρεμίσει από χρόνια.
Ο άντρας πέφτει εξουθενωμένος δίπλα στον γέρο κι ακουμπά την πλάτη του στο βράχο.
ΑΝΤΡΑΣ: (σαν παραπονεμένο παιδί) Γύρνα το πάλι παππού, γύρνα το πάλι… Θέλω κι εγώ να δω τη ζωγραφιά στο κέντρο…
http://dreamerland.wordpress.com/page/2/
http://dreamerland.wordpress.com/page/2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου