Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τόσο δα μικρούλι ποντικάκι. Είχε φτιάξει την φωλίτσα του στην ρίζα ενός δέντρου και όλη την ημέρα την περνούσε στο δάσος μαζεύοντας καρπούς και ξυλαράκια.
Λίγο πριν σκοτεινιάσει επέστρεφε στην μικρούτσικη φωλιά του, άναβε το τζάκι με τα ξυλαράκια και με ηρεμία έτρωγε τους λιγοστούς καρπούς που είχε μαζέψει καθώς έτσι μικρούλι και καχεκτικό που ήταν δεν είχε την δύναμη να κουβαλήσει πολύ τροφή.
Παρόλα αυτά και μ’ αυτούς τους λίγους καρπούς ήταν ευχαριστημένο. Εξάλλου τόσο μικρό και αδυνατούλι που το έφτιαξε η φύση δεν χρειαζόταν δα και πολύ φαγητό για να χορτάσει. Το μόνο που το πείραζε καμιά φορά ήταν που τα άλλα ποντίκια, εκμεταλλευόμενοι το μέγεθος του, συνεχώς το αποπαίρνανε, το χλεύαζαν και το συμπεριφερόταν άσχημα.Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που του έκλεβαν και τους καρπούς που με τόση δυσκολία κουβαλούσε στην φωλιά του. Έτσι το ποντικάκι δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τα υπόλοιπα ποντίκια και κάθε φορά που συναντούσε κάποιο περιοριζόταν στα τυπικά χωρίς να επιδιώκει ιδιαίτερες σχέσεις.Με τον καιρό το ποντικάκι απομονώθηκε από τα υπόλοιπα ποντίκια τα οποία τον θεωρούσαν πολύ ιδιόρρυθμο και περίεργο. Ίσως μερικά να πίστευαν ότι ήταν και τρελό να ζει μονάχο του τόσο καιρό. Το είχαν κολλήσει διάφορα υποτιμητικά επίθετα και πάντα το κοιτούσαν με καχύποπτο μάτι εάν τύχαινε ποτέ και το έβλεπαν.Έτσι με τον καιρό, αντί το ποντικάκι να φοβάται μη τυχόν συναντήσει κάποιο άλλο ποντίκι, ήταν τα άλλα τα ποντίκια που ένιωθαν άβολα όταν το έβρισκαν στον δρόμο τους και προσπαθούσαν να το αποφύγουν.Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη. Το ποντικάκι όσο ευτυχισμένο κι αν ένιωθε μέσα στην μοναξιά του, είχε κρυφό παράπονο που το μικρό του μέγεθος τον είχε αναγκάσει να ζει τόσο μακριά από τα υπόλοιπα ποντίκια.Μια συνηθισμένη μέρα, όπως γυρνούσε από το δάσος άκουσε γοερό κλάμα κι αναστεναγμούς μέσα από ένα θάμνο. Τρέχει να δει τι συμβαίνει και βλέπει ένα τοσοδούλικο σπουργιτάκι να κλαίει μ’ αναφιλητά.«Γιατί κλαις σπουργιτάκι μου» του λέει.- «Έπεσα σε μεγάλη καταιγίδα και φοβερό τυφώνα και έσπασε η φτερούγα μου και τώρα δεν μπορώ να πετάξω και έτσι μικρό κι αδύναμο που είμαι θα με φάνε τα θηρία του δάσους» του απάντησε.«Μην φοβάσε σπουργιτάκι» του αποκρίνεται, "να… έχω εδώ ξυλαράκια από το δάσος να σου φτιάξω ένα νάρθηκα για την σπασμένη σου φτερούγα… και καρπούς να φας να δυναμώσεις και να γίνεις καλά».- «Μα αυτά τα έχεις μαζέψει για να ζεστάνεις την φωλιά σου και να χορτάσεις την δική σου πείνα» γυρίζει όλο απορία και του αποκρίνεται το σπουργιτάκι.«Μην στεναχωριέσαι, δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα κοιμηθώ νηστικός σε μια παγωμένη φωλιά, εξάλλου το δάσος είναι μεγάλο και μπορώ να βγω να μαζέψω άλλους καρπούς, αρκετούς και για τους δυο μας», απάντησε αμέσως το ποντικάκι, ξέροντας όμως πως θα έπρεπε να υπερβάλει τις δυνάμεις του για να κάνει κάτι τέτοιο.Κι έτσι το ποντικάκι, χωρίς άλλη κουβέντα, έφτιαξε έναν γερό νάρθηκα να κρατήσει την σπασμένη φτερούγα και μ’ όση δύναμη που του είχε απομείνει από την κούραση της ημέρας κουβάλησε το σπουργιτάκι στην μικρή του φωλιά.Με τα υπόλοιπα ξυλαράκια άναψε την φωτιά στο τζάκι και έδωσε όλους τους καρπούς που είχε μαζέψει στο τραυματισμένο σπουργίτι. Βλέποντας όμως πως δεν είναι αρκετοί αποφάσισε ότι θα έπρεπε να μαζέψει κι άλλους.Έτσι, μόλις το σπουργιτάκι αποκοιμήθηκε, βγήκε στο δάσος για τροφή. Κάτι εξαιρετικά σπάνιο για ένα ποντίκι, καθώς η νύχτα στο δάσος ήταν πολύ επικίνδυνη ακόμη και για πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος και δύναμη ζώα.Παρόλα αυτά, το ποντικάκι όχι μόνο βγήκε, αλλά μάζεψε τόσο πολλούς καρπούς και ξυλαράκια που με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να τα σύρει πίσω στην φωλιά. Για μέρες πολλές το ποντικάκι φρόντιζε το σπουργιτάκι.Έβγαινε στο δάσος και έφερνε κάθε φορά όλο και περισσότερους καρπούς καθώς θα έπρεπε το σπουργιτάκι να έχει άφθονη τροφή για να γιατρευτεί η σπασμένη του φτερούγα. Πολλές φορές μάλιστα το ποντικάκι αναγκαζόταν να βγαίνει και νύχτες για τροφή έτσι ώστε το σπουργιτάκι να έχει ένα πλούσιο πρωινό την επόμενη μέρα.Μέρα με τη μέρα, το σπουργιτάκι δυνάμωνε όλο και πιο πολύ με τις φροντίδες από το ποντικάκι και άρχισε να αναπτύσσεται μια δυνατή φιλία μεταξύ τους. Το σπουργιτάκι έλεγε στο ποντικάκι πόσο πολύ του άρεσε να πετάει, του έλεγε για το παράπονο του που δεν γεννήθηκε μεγάλο και δυνατό και ήταν αναγκασμένο να ανέχεται τον χλευασμό και τα πειράγματα από τα άλλα μεγαλύτερα πουλιά του δάσους.Και το ποντικάκι του αποκρινόταν ότι η ουσία δεν είναι να είναι κάποιος δυνατός αλλά να έχει μεγάλη ψυχή και να εκτιμά αυτά που τόσο απλόχερα χαρίζει το δάσος.Και συνήθιζε τότε το σπουργιτάκι να του απαντά ότι το ποντικάκι είχε πολύ μεγάλη ψυχή και πολύ μεγάλη καρδιά που ούτε λιοντάρι δεν την είχε. Και κάθε μέρα, αισθανόμενο ευγνωμοσύνη, δεν σταματούσε να το ευχαριστεί για την καλοσύνη που του είχε δείξει.Και πράγματι το ποντικάκι άρχισε να νιώθει μέρα με τη μέρα δυνατός σαν λιοντάρι και το όφειλε σε αυτό το σπουργίτι που του έδειξε πόσα μεγάλα πράγματα θα μπορούσε να κάνει εάν για λίγο παράβλεπε την αδυναμία του μεγέθους του και ένιωθε το μεγαλείο της ψυχής του.Μάλιστα όταν κοιτούσε τον καθρέφτη νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει και μια χαίτη να φυτρώνει γύρω από το λαιμό του την οποία άρχισε με επιμέλεια να κουρεύει καθημερινά καθώς γινόταν πολύ λόγος από τα υπόλοιπα ποντίκια για εκείνο το σπουργιτάκι που είχε στη φωλιά του και δεν ήθελε να προκαλεί τα βλέμματα των άλλων πάνω του.Έτσι, δεν άργησε το ποντικάκι να πιστεύει ότι ήταν γραφτό του να ζήσει για πάντα με το σπουργιτάκι. Αλλά και το σπουργιτάκι αναγνωρίζοντας τα αισθήματα που είχε το ποντικάκι γι’ αυτό έκανε κι εκείνο όνειρα για το μέλλον.
Όμως μόλις έθρεψε η φτερούγα του, το σπουργιτάκι ένιωθε πολύ άβολα μέσα στην μικρή φωλίτσα και με ανεβασμένο ηθικό ήθελε πάλι να κατακτήσει τους ουρανούς. Έτσι μια μέρα που γύρισε το ποντικάκι στην φωλιά του φορτωμένο καρπούς και ξύλα από το δάσος, αντί για το σπουργιτάκι, βρήκε μονάχα ένα γράμμα που περιείχε πολλές ευχαριστίες και ακόμα περισσότερες ευχές για το μέλλον.Το ποντικάκι στενοχωρήθηκε πολύ αλλά κατά βάθος ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να προσφέρει στο σπουργιτάκι την ελευθερία των αιθέρων. Έτσι το πήρε απόφαση πως τα σχέδια του να ζήσει για πάντα με το σπουργίτι ήταν όλα αδύνατα και ότι ποτέ δεν θα το δει ξανά στη ζωή του.Με πληγωμένη αλλά συνάμα σιδερένια καρδιά προσπάθησε να ξαναβρεί τους συνηθισμένους ρυθμούς της ζωής του. Ήταν όμως αδύνατο να ξεχάσει το μικρό του σπουργιτάκι, αυτό που του άλλαξε την ζωή, που το έκανε να μην σκιάζεται τα κυνηγάρικα ζώα της νύχτας και να μην στεναχωριέται από τα περιγελαστικά λόγια των άλλων ποντικών.Εντωμεταξύ, τα υπόλοιπα ποντίκια του δάσους είχαν αρχίσει να θορυβούνται με την αλλόκοτη συμπεριφορά του μικρού ποντικιού.«Δεν είναι δυνατό…» έλεγαν, «ένα ποντίκι να ζει μαζί με ένα σπουργίτι».«Και ποιος είναι αυτός δηλαδή, να μαζεύει τόσο πολύ τροφή και ξύλα από το δάσος και να την στερεί από τις δικές μας οικογένειες» πρόσθεταν με στόμφο άλλα.«Να σηκωθεί να φύγει κι αυτός και το παλιο-σπουργίτι του από το δάσος μας… κι αν δεν φύγει μόνος του να τον διώξουμε εμείς» συμπλήρωναν τα πιο θερμόαιμα.Μέχρι που μια μέρα αποφάσισαν όλα μαζί να πάνε στην φωλιά του μικρού ποντικιού για να του κοινοποιήσουν τις αποφάσεις τους χωρίς να γνωρίζουν βέβαια ότι το σπουργίτι τους είχε ήδη προλάβει σε αυτή τους την κίνηση ... αλλά για τους δικούς του λόγους.Όλα μαζί, μικρά και μεγάλα, αρσενικά και θηλυκά, μαζεύτηκαν γύρω από την ρίζα του δέντρου που είχε φτιάξει το ποντικάκι την φωλίτσα του κι άρχισαν να του φωνάζουν:«Να φύγεις απ’ το δάσος μας, να φύγεις κι εσύ και το σπουργίτι σου».«Τι σόι ποντίκι είσαι εσύ που ζήσεις μ’ ένα σπουργίτι;».«Ρεζιλίκια, τα ποντίκια να ζουν με τα σπουργίτια»κι άλλα τέτοια αισχρά που ανάγκασαν το ποντικάκι όσο κι αν δεν το επιδίωκε να βγει έξω και για πρώτη φορά στη ζωή του να προστατεύσει τις επιλογές του.Βρωμερά και σιχαμένα ποντίκια…» τους είπε, «ποιοι είστε εσείς που θα κρίνεται τους άλλους, που μήτε την ουρά σας δεν μπορείτε να σεβαστείτε;».«Μια ζωή με αποπαίρνατε και με χλευάζατε γιατί δεν μπορούσατε να αποδεχτείτε το διαφορετικό και τώρα ανίκανα και κοντόφθαλμα πλάσματα πάλι το ίδιο πράττετε σε βάρος κάποιου που ούτε καν τον ξέρετε και μπρος σας δεν τον είχατε ποτέ σας συναντήσει».«Σας πρόλαβε, ανόητα και θλιβερά ποντίκια και χάρισμα σας το δάσος και οι βρωμερές φωλιές σας …» Κι όσο μιλούσε το ποντικάκι τόσο πιο πολύ ύψωνε την ένταση της φωνής του. Και όσο ανέβαινε η ένταση της φωνής του, τόσο πιο πολύ οργή έβγαζαν τα λόγια του.Κι όσο πιο πολύ οργή ξεχυνόταν από μέσα του, τόσο πιο πολύ ένιωθε την καρδιά του να χτυπά και να μεγαλώνει, μέχρι που, από ένα σημείο και μετά η φωνή του έγινε στριγκλιά και η στριγκλιά του βροντή και η βροντή βρυχηθμός.Εεε…, δεν ήθελαν και πολύ τα ποντίκια, ήταν και αυτή η χαίτη που από τότε που έφυγε το σπουργιτάκι δεν είχε κουρευτεί… ήταν και η αμφιβολία για το άδικο που διεκδικούσαν… και χωρίς πολλά-πολλά, με τον πρώτο βρυχηθμό άρχισαν να τρέχουν τρομοκρατημένα αριστερά και δεξιά για να κρυφτούν ουρλιάζοντας με φρίκη:«Το ποντίκι έγινε λιοντάρι!! Το ποντίκι έγινε λιοντάρι!!».Μια αρκούδα μάλιστα που έτυχε να περνάει από εκεί κοντά, έτρεξε κι αυτή φοβισμένη κάπου να κρυφτεί μη τυχόν και συναντήσει το τρομερό λιοντάρι που έβγαζε αυτόν τον τρομακτικό βρυχηθμό. Μετά από αυτό το επεισόδιο, το ποντικάκι ένιωσε ότι δεν μπορεί πια να παραμείνει κοντά στα υπόλοιπα ποντίκια κι αποφάσισε να φύγει μακριά, κάπου που να μην το ξέρουν.Είχε ακούσει από τις ιστορίες της σοφής κουκουβάγιας για ένα μέρος στην άκρη του δάσους όπου έβρισκαν καταφύγιο όλα τα κατατρεγμένα ζώα. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να βρει αυτό το μέρος και να ζήσει εκεί μακριά από τα ύπουλα και ζηλόφθονα μάτια των υπόλοιπων ποντικών. Έτσι κι έγινε.Για μήνες περιπλανιόταν στο δάσος, πότε με οδηγό το ένστικτό του και πότε ρωτώντας τα ζώα που συναντούσε, για εκείνο τον περίεργο και απόκοσμο τόπο, μέχρι που τελικά έφτασε στο πιο σκοτεινό και απόμακρο σημείο του δάσους, στην «χώρα της λήθης».Με το που βρέθηκε εκεί ένιωσε σαν το σπίτι του. Αν και το μέρος αυτό ήταν σκοτεινό, κρύο και αφιλόξενο, αμέσως το ένιωσε πολύ οικείο. Σύντομα άρχισε να συναντάει πολύ περίεργα πλάσματα αλλά τόσο, μα τόσο φιλικά.
Το πρώτο που συνάντησε ήταν μια κάργια που είχε τόσο υπέροχη και γλυκιά φωνή που έμοιαζε με κελάιδισμα αηδονιού. -«Καλώς το ποντίκι που βρυχάται!» του είπε μόλις τον είδε.- «Και που με ξέρεις εσύ;» της αποκρίνεται με αμηχανία.
«Η κουκουβάγια μας είπε για σένα πριν πολύ καιρό… αλλά δεν θέλει και πολύ να καταλάβω ποιος είσαι. Σε προδίδει η χαίτη γύρω από το λαιμό…» του ανταποκρίνεται καθώς του άπλωσε το χέρι της χαμογελώντας φιλικά για το καλώς όρισες.Η κάργια του σύστησε κι άλλα ζώα που ζούσανε εκεί και το ποντικάκι έγινε σύντομα φίλος και μ’ ένα γουρουνάκι που ήξερε να χορεύει καλύτερα κι από φλαμένγκο. Και τα αλλόκοτα ζώα της «χώρας της λήθης» δεν είχαν τελειωμό.Ένας τυφλοπόντικας που μπορούσε να βλέπει μακρύτερα κι από γεράκι, μια κότα που ήταν ολόιδιο παγώνι, ένα φίδι με τρίχωμα αλεπούς, κι άλλα κι άλλα πολλά. Κι οι μέρες περνούσαν πολύ όμορφα εκεί.Συχνά τα «πλάσματα της λήθης» βρισκόντουσαν σε μεγάλες παρέες και έλεγε καθένα την ιστορία του επιδεικνύοντας με καμάρι τα ιδιαίτερα χαρίσματα που τα έκανε τόσο διαφορετικά από τα υπόλοιπα.Μονάχα το ποντικάκι ποτέ δεν είχε πει την δική του ιστορία. Ίσως γιατί δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει σ’ αυτή την αγάπη και φιλία που του χάριζαν τα υπόλοιπα αλλόκοτα ζώα.Χαιρόταν όμως πάρα πολύ να ακούει τις ιστορίες τους και δεν χόρταινε να βλέπει το γουρουνάκι να κάνει τις εκπληκτικές του πιρουέτες συνοδευμένες από το μελωδικό τραγούδι της κάργιας.Μέχρι που ένα βράδυ όλα τα ζώα βάλθηκαν να πείσουν το ποντικάκι να πει επιτέλους την δική του ιστορία και να το ακούσουν έστω και μια φορά να βρυχάται. Έτσι κι έγινε, το ποντικάκι έβαλε όλη του την δύναμη κι έβγαλε ένα πολύ τρομερό και δυνατό βρυχηθμό που έκανε όλα τα υπόλοιπα ζώα να παγώσουν προς στιγμή από τον φόβο τους.Μετά, αφού τους καθησύχασε άρχισε να τους λέει την ιστορία του και το παράπονό του για το σπουργιτάκι και τον ξαφνικό αλλά δικαιολογημένο φευγιό του. Αφού τελείωσε την ιστορία του τα υπόλοιπα ζώα άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν αναμεταξύ τους μέχρι που ένα άλογο με φτερά κύκνου γυρίζει και του λέει όλο αυθάδεια:Μα είχανε δίκιο τα υπόλοιπα ποντίκια που θέλανε να σε διώξουνε. Δεν είναι και λίγο πράγμα να θέλεις να ζήσεις με ένα σπουργίτι!!»Το ποντικάκι ξαφνιάστηκε και όταν και τα υπόλοιπα ζώα άρχισαν να συμφωνούν με το άλογο και να τον επικρίνουν ένιωσε πολύ άσχημα και τόση μεγάλη ντροπή που αναγκάστηκε χωρίς να μιλήσει να φύγει με σκυμμένο το κεφάλι.Τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο. Ένιωθε πλέον το σκοτάδι να τον πνίγει και κάθε μέρα που περνούσε ήταν σαν να κρύωνε ο αέρας όλο και πιο πολύ γύρω του. Τα υπόλοιπα ζώα άρχισαν να τον κοιτούν περίεργα κι εκείνο άρχισε σιγά-σιγά να τα αποφεύγει.Μονάχα την κάργια συναντούσε που-και-που και το γουρουνάκι αλλά κι αυτά με τον τρόπο τους έμοιαζαν σα να ήθελαν να απομακρυνθούν από κοντά του. Οι εμφανίσεις του γινόταν όλο και λιγότερες μέχρι που εξαφανίστηκε και κανένας δεν το είδε ποτέ πια.Μόνο μετά από χρόνια πολλά, η κουκουβάγια, σε ένα από ταξίδια της όταν σταμάτησε να ξεκουραστεί για λίγο στην «χώρα της λήθης», μίλησε για ένα περίεργο ζώο που συνάντησε ψηλά σε ένα μακρινό και ψηλό βουνό.«… εκεί Θεέ μου ήταν τόσο ψηλά που και σκουλήκι να ήσουν, ένιωθες ότι πετάς. Εκεί λοιπόν είδα το πιο αλλόκοτο πλάσμα στον κόσμο. Έμοιαζε πολύ μ’ εκείνο το ποντίκι που βρυχιόταν κι αν δεν είχε εκείνα τα τέσσερα πόδια, θα έπαιρνα όρκο σας λέω, πως ήτανε αητός! …»
απίστευτο κείμενο
ΑπάντησηΔιαγραφήαπό τα καλύτερα που έχω διαβάσει